Όταν το ΑΚΡ ανέλαβε την εξουσία το 2003, συνέχισε τις οικονομικές πολιτικές του Οζάλ και πολλοί παρατηρητές συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο «νεο-οθωμανική»  για να περιγράψουν την περιφερειακή εξωτερική πολιτική του, η οποία είχε στραφεί προς την Μέση Ανατολή, την ώρα που η Τουρκία αναζητούσε νέες αγορές για το δυναμικό βιομηχανικό  τομέα της. Τόσο η ανάπτυξη μίας νέας αίσθησης πλούτου  όσο κι η γεωπολιτική ασφάλεια, αποτέλεσαν γνώμονες μίας εξωτερικής πολιτικής, που χαρακτηριζόταν από μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ταίριαζε απόλυτα με την οθωμανική ετικέτα.

 

Την ίδια στιγμή, η ισλαμιστική κοσμοθεωρία του ΑΚΡ και οι συχνές του συγκρούσεις με τους Αμερικανούς πολιτικούς, οδήγησαν στη χρήση του «νεο-οθωμανισμού»  από τους επικριτές του, ως σύντομη περιγραφή ενός είδους ασαφούς ισλαμιστικής ή αντι-αμερικανικής πολιτικής. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι επικριτές αυτοί κατηγόρησαν το ΑΚΡ για νεο-οθωμανισμό ή ισλαμισμό, κάθε φορά που οι Τούρκοι ηγέτες ταξίδευαν για επίσημες επισκέψεις οπουδήποτε ανατολικά της Άγκυρας, ακόμα και αν η χώρα ήταν σιιτική, επιθετικά κοσμική ή κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας, κυρίως χριστιανική.

Αλλά αυτές οι πολιτικές είχαν νόημα υπό το πρίσμα της επέκτασης των οικονομικών συμφερόντων της Τουρκίας, τα οποία οδήγησαν το ΑΚΡ να προωθήσει τις σχέσεις του με χώρες που στρέφονταν κατά της Δύσης και προσέφεραν επικερδείς ευκαιρίες για τους Τούρκους επιχειρηματίες. Αυτή  πράγματι, ήταν η προσέγγιση που οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να περάσει χρόνια προσπαθώντας να προσεγγίσει τόσο τον Πρόεδρο της Συρίας, Μπασάρ αλ-Άσαντ, όσο και την Τεχεράνη.

Μόνο όταν έκανε την εμφάνισή της η Αραβική Άνοιξη, η ρεαλιστική εξωτερική πολιτική του ΑΚΡ έδωσε τη θέση της σε μία όλο και πιο ισλαμιστική πολιτική. Σε μία χαοτική περίοδο χωρίς σαφή ή λογική προσέγγιση στην περιφερειακή πολιτική, η Τουρκία ευθυγραμμίστηκε με μία ομάδα κρατικών και μη κρατικών φορέων -στην Αίγυπτο, την Λιβύη, την Συρία και αλλού- με τις οποίες μοιραζόταν έναν σουνιτικό ισλαμιστικό δεσμό.

Ειρωνικό είναι το γεγονός, ότι μία από τις πιο ξεκάθαρες μετατοπίσεις του ΑΚΡ προς τον ισλαμισμό  έλαβε χώρα στην Λιβύη. Όταν έγινε η εξέγερση, το AKP στήριξε αρχικά την κυβέρνηση του Λίβυου Προέδρου  Μουαμάρ αλ-Καντάφι, με τον οποίο είχε επιχειρηματικές σχέσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Αλλά για ένα κόμμα που φιλοδοξεί να είναι δημοκρατικό, ο κυνισμός αυτής  της realpolitik προσέγγισης, αποτέλεσε λόγο αμηχανίας. Μετά την ένταξή της στη Δυτική εκστρατεία εναντίον του Καντάφι, η κυβέρνηση του ΑΚΡ προσπάθησε να μείνει στη σωστή πλευρά της ιστορίας, ξεκινώντας μία δυναμική εκστρατεία κατά του Άσαντ. 

Η πρωτόγνωρη αντίθεσή της απέναντι στους κοσμικούς δικτάτορες, οδήγησε στην αυξημένη ενίσχυση των ισλαμιστικών κινημάτων της αντιπολίτευσης και στην Αίγυπτο. Εκεί, το ΑΚΡ υποστήριξε τον Πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι και το κόμμα του, την Μουσουλμανική Αδελφότητα –ενώ  με το να συνεχίζει να τον υποστηρίζει ακόμα και μετά την ανατροπή του στο πραξικόπημα, τον Ιούλιο του 2013, προκάλεσε τους νέους στρατιωτικούς ηγέτες της Αιγύπτου.

Οι συνέπειες για τα τουρκικά συμφέροντα ήταν ακόμα πιο σοβαρές στην Συρία. Το ΑΚΡ δεν ήταν το μόνο που επιθυμούσε την ανατροπή του Άσαντ. Αλλά φέρθηκε πιο ριψοκίνδυνα, υποστηρίζοντας τους εξτρεμιστές,  που τελικά αποτέλεσαν το ISIS, επειδή εκείνη την εποχή φαινόταν πως εκείνοι ήταν αρκετά επικίνδυνοι ώστε να φέρουν σε πέρας αυτήν τη δουλειά. Έγινε σαφές πως η τουρκική κυβέρνηση είχε κάνει λάθος, όταν οι δυνάμεις του ISIS κατέλαβαν την τουρκική πρεσβεία στην Μοσούλη. Το ΑΚΡ σίγουρα δεν ενέκρινε ποτέ την ιδεολογία ή την βαρβαρότητα του ISIS, αλλά τέτοιου είδους εσφαλμένοι υπολογισμοί  γίνονται από πολιτικούς  όπως ο Ερντογάν, που πιστεύουν  ότι ένας Μουσουλμάνος δεν θα μπορούσε να διαπράξει  γενοκτονία.

Η Αραβική Άνοιξη κατέρριψε τότε και την πολιτική «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» του τότε  υπουργού Εξωτερικών  Νταβούτογλου –η οποία αποτελούσε τόσο την πιο ρεαλιστική όσο και την πιο απελπιστικά ιδεαλιστική πτυχή της προσέγγισής του, για την περιοχή. Από τη μία πλευρά, ήταν λογικό να διατηρεί καλές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, κυρίως χάριν της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Από την άλλη πλευρά, πολλές χώρες της περιοχής είχαν ακόμη προβλήματα με την Τουρκία, για να μην αναφερθούμε στα προβλήματα που είχαν μεταξύ τους.

Η αρχική επιτυχία του Νταβούτογλου έγκειται στην πιο ρεαλιστική παρουσίαση του φιλόδοξου στόχου των «μηδενικών προβλημάτων», με το να τον εντάξει στην οθωμανική ιστορία  για παράδειγμα, μιλώντας  για τις προσπάθειες της Τουρκίας να «επανενταχθεί» με τους γείτονές της ή την «ιστορική ευθύνη» της στην οικοδόμηση σταθερότητας στην Μέση Ανατολή. Ο Νταβούτογλου διαπότισε το κλισέ της Τουρκίας ως γέφυρα, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τα ρομαντικά ιδεώδη της οθωμανικής ανοχής. 

Με την αναφορά του σε ένα παρελθόν στο οποίο η αυτοκρατορία εξασφάλιζε αρμονία μεταξύ εκείνων που κυβερνούσε, ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή την εθνικότητά τους, έκανε πιο εύκολο να φανταστεί κανείς ότι η Τουρκία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μεσάζων μεταξύ αιώνιων εχθρών, όπως το Ισραήλ και η Συρία ή η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν.

Όταν πολλές από τις πολιτικές του Νταβούτογλου αρχικά στέφονταν με επιτυχία, έκαναν πιο ελκυστική την οθωμανική ρητορική.  Η Άγκυρα πραγματοποίησε αξιοσημείωτη πρόοδο  για παράδειγμα, στην άρση των προϋποθέσεων για την έκδοση βίζας με τις γειτονικές χώρες των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.

Μερικές φορές, οι Τούρκοι ηγέτες σύγκριναν αυτήν την προσπάθεια με την ευρωπαϊκή ζώνη Σένγκεν. Αλλά οι άνθρωποι στην Τουρκία και στο εξωτερικό, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένοι με την ιδέα ότι οι Τούρκοι θα ήταν σύντομα σε θέση να ταξιδεύουν χωρίς βίζα σε όλα τα εδάφη που αποτελούσαν μέρος της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Φυσικά, πολλά από τα ίδια τα προβλήματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Νταβούτογλου και απέτυχε να ξεπεράσει, προέκυψαν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι διαμάχες της Τουρκίας για τα οθωμανικά εδάφη, όπως εκείνες της Αλεξανδρέττας και της Κύπρου, δημιούργησαν μακροχρόνιες συγκρούσεις με την Συρία και την Ελλάδα αντίστοιχα, ενώ η Τουρκία κι η άρνησή της σε ό, τι αφορά την γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, έχει διαιωνίσει αρκετές εντάσεις με τη γείτονά της.

Η ιδέα της οθωμανικής αρμονίας θα μπορούσε να αποτελέσει αποτελεσματική ρητορική, αλλά ο Νταβούτογλου θα πλήρωνε το τίμημα για την πίστη του σε μια υπερβολική εκδοχή της. Η εθνικιστική ιστορία της Τουρκίας υποστηρίζει εδώ και καιρό, ότι οι συγκρούσεις που επέφεραν την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν αποτέλεσμα των δυτικών ιμπεριαλιστών, οι οποίοι έστρεψαν τις κάποτε ειρηνικές μειονότητες ενάντια στους ανεκτικούς τους κυβερνήτες.

Ακριβώς όπως πολλοί θεωρούν τώρα  πως τα σύνορα της Μέσης Ανατολής που δημιουργήθηκαν από την μεταπολεμική συμφωνία Sykes-Picot μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, αποτελούν τεχνητές αυτοκρατορικές επιβολές, έτσι κι ο Νταβούτογλου πίστευε, πως οι συγκρούσεις της περιοχής ήταν κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Με τη σειρά της, αυτή η πεποίθησή του έχει ως αποτέλεσμα την υπερεκτιμημένη υπόθεση ότι η περιοχή θα μπορούσε γρήγορα να μπει σε τάξη μέσω της διπλωματικής του προσέγγισης για «μηδενικά προβλήματα».

Πηγή:premium.paratiritis.gr