Πού την είδατε την ήττα της ακροδεξιάς;

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

Διαβάζω στις ανταποκρίσεις και τα ρεπορτάζ από τη Γαλλία για την ήττα της Λεπέν στον δεύτερο γύρο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών. Συγγνώμη, αλλά με τα ποσοστά που συγκέντρωσε, πάνω από 40% σε ορισμένες περιοχές, μπορεί το αποτέλεσμα να θεωρηθεί πραγματική ήττα; Πολύ φοβάμαι ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ετοιμάζεται για τα πολύ χειρότερα…

Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι χρειάστηκε να συνασπιστούν δεξιοί και σοσιαλιστές για να αποτρέψουν σε περιφερειακό επίπεδο την επικράτηση του κόμματος της κυρίας Λεπέν. Η οποία σε εθνικό επίπεδο κατάφερε να λάβει ποσοστά που η ίδια η Liberation χαρακτηρίζει ρεκόρ. Και εκεί είναι η ουσία. Η αναγωγή σε εθνικά ποσοστά. Γιατί ο βασικός στόχος της κυρίας Λεπέν είναι οι προεδρικές εκλογές. Και προς τον στόχο αυτό θα οδεύσει την επόμενη διετία ως κύρια αντιπολιτευτική δύναμη στη Γαλλία. 

Γιατί μετά τη συμμαχία στον δεύτερο γύρο στις περιφερειακές εκλογές, στη συνείδηση του μέσου Γάλλου, υπάρχει ο κίνδυνος να εξισωθούν οι δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, γεγονός που θα τις εκθέσει σε μία νοητή συνυπευθυνότητα για την ακολουθούμενη πολιτική. Και από όσο δείχνουν τα πράγματα, η κατάσταση για τη γαλλική οικονομία δεν προβλέπεται να βελτιωθεί ιδιαίτερα την επόμενη χρονιά, ενώ τα προβλήματα θα συσσωρεύονται. Αφήνοντας ανοιχτό τεράστιο αντιπολιτευτικό πεδίο για την κυρία Λεπέν, η οποία θα παίζει στο γήπεδο αυτό μόνη της με εύπεπτο καταγγελτικό λόγο…

Και όλα αυτά, τη στιγμή που στη Γαλλία ενισχύεται η ανασφάλεια μετά τα όσα τραγικά συνέβησαν. Και τα οποία άφησαν σημάδια στην ψυχολογία των πολιτών, ενισχύοντας τα εθνικιστικά αντανακλαστικά τους. Κάτι που ήδη ωφέλησε την κυρία Λεπέν και το εθνικό της μέτωπο, με πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα στον πρώτο γύρο των περιφερειακών εκλογών, αλλά και πολύ υψηλά εθνικά ποσοστά στον δεύτερο γύρο όπου νίκησε τελικά το δεξιό κόμμα του κ. Σαρκοζί. Και όπου πρέπει να επισημανθεί ότι υπήρξε και μία κινητοποίηση δημοκρατικών ψηφοφόρων που αύξησε σημαντικά την προσέλευση στις κάλπες και συνέβαλε αποφασιστικά στην διαμόρφωση του αποτελέσματος. 

Όσο και αν επικοινωνιακά επιχειρείται να κρατηθούν χαμηλά οι τόνοι, η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη αλλάζει. Και δυστυχώς η αποτυχία πολιτικών σχηματισμών της Δεξιάς, της Κεντροδεξιάς, της Κεντροαριστεράς ή και της κατ’ επίφαση αριστεράς, ρίχνουν νερό στον μύλο της ακροδεξιάς αλλά και των ευρωσκεπτικιστικών λαϊκο – πατριωτκών κομμάτων. Μέσα στα οποία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν οι φασιστικές νοοτροπίες και τάσεις, αξιοποιώντας και την αυξανόμενη ξενοφοβία ακόμη και σε κοινωνίες που επί μακρόν έχουν αφομοιώσει πολυπολιτισμικά στοιχεία και πλήθη.

Είναι άλλωστε αρκετά χαρακτηριστικά τα πολύ υψηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν ακροδεξιά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα ακόμη και σε περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι οικονομίες ανθούν, όπως για παράδειγμα στις σκανδιναβικές χώρες. Σε αυτό το περιβάλλον που διαμορφώνεται πανευρωπαϊκά καλείται να πορευτεί η ιδιαίτερα αδύναμη Ελλάδα. Μία χώρα όπου έχουν διαψευστεί οικτρά προσδοκίες από την επικράτηση μίας αριστερής διακυβέρνησης. Και όπου στον χώρο της κεντροαριστεράς, αλλά και της κεντροδεξιάς παρατηρούνται είτε διαλυτικά φαινόμενα και κατάρρευση της πολιτικής ισχύος, είτε ανυπαρξία στελεχών με ηγετικό προφίλ. 

Η συνεχιζόμενη κατάρρευση των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου στη χώρα, σε συνδυασμό με την απομυθοποίηση της ηθικής και της κοινωνικής πρόνοιας της αριστεράς, καθώς η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται σε ένα περίεργο υβρίδιο νεοσταλινισμού και νεοφιλελευθερισμού, αφήνει δυστυχώς και εδώ πεδίο δράσης σε ακραίους πολιτικούς σχηματισμούς. Και υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος, όσο θα αυξάνεται και το προσφυγικό ζήτημα, να θεριέψουν και εδώ αντίστοιχες τάσεις με εκείνες που ήδη παρατηρούνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ας έχουν λοιπόν το νου τους οι αριστεροί κυβερνώντες, για τις συνέπειες της πολιτικής που ακολουθούν. 

Γιατί στην Ελλάδα, η απογοήτευση από τα παραδοσιακά κόμματα δεν έσπρωξε την χώρα στα χέρια της άκρας δεξιάς. Επικράτησαν τα αριστερά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Η διάψευση ωστόσο και με τέτοια βιαιότητα των ελπίδων μίας κουρασμένης κοινωνίας, μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτα ξεσπάσματα και οδυνηρά αποτελέσματα. Και η ιστορική ευθύνη των σημερινών κυβερνώντων, αν αυτό συμβεί, θα είναι τεράστια.