Προσφυγικό ζήτημα: ώρα μηδέν για την Ευρώπη

Του Θεόδωρου Γεωργίου*

Βρισκόμαστε μπροστά στην εξής κατάσταση σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα: από τον Απρίλιο του 2015 η ελληνική κοινωνία στο επίπεδο του κοινωνικού βιόκοσμου και στο επίπεδο της πολιτικής κοινωνίας υιοθέτησε την πολιτική των «ανοιχτών συνόρων».

Αποδέχθηκε τον άλλον ως τον εαυτό της, όπως λέγεται στην τεχνική γλώσσα της πολιτικής φιλοσοφίας.

Και αυτό κατά τον Γάλλο φιλόσοφο Ντεριντά συνιστά το μέγιστο και ύψιστο κριτήριο ορθολογικής συγκρότησης μιας πολιτικής μορφής ζωής: δηλαδή ο τύπος φιλοξενίας του άλλου. Τελικά ο Ξένιος Ζευς δεν κατοικεί στις τουριστικές υπηρεσίες, αλλά στους καταυλισμούς των προσφύγων.

Κατά τον Ντεριντά, στις σύγχρονες κοινωνίες ο τύπος πολιτικής ορθολογικότητάς τους δεν κρίνεται με βάση τα συστήματα δικαίου ή κοινωνικού κράτους, αλλά με βάση το σύστημα φιλοξενίας.

Το τελευταίο βρίσκεται υπό διαμόρφωση κατά τις σημερινές συνθήκες. Η προσφυγική έκρηξη σε παγκόσμιο επίπεδο θέτει νέες συνθήκες, τις οποίες οι υφιστάμενες πολιτικές και θεσμικές δομές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν.

Οσον αφορά την ελληνική πολιτική κοινωνία συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ επιδεικνύει τον ύψιστο βαθμό πολιτικής ορθολογικότητας σε σχέση προς το προσφυγικό ζήτημα, έχει αποδεχθεί να εφαρμόσει ένα εργαλειακό (παθολογικό) πρόγραμμα Μνημονίου, το οποίο ούτε η ανύπαρκτη πολιτική συλλογικότητα στον πλανήτη μας θα υιοθετούσε.

Η συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία που αφορά Ελλάδα και Ευρώπη ορίζεται ως εξής: ενώ η Ελλάδα πασχίζει να «σταθεί στα πόδια της» ως ορθολογική πολιτική κοινωνία μέσα στη λαίλαπα του προσφυγικού ζητήματος, η συλλογικότητα που ονομάζεται «τρόικα» ή «θεσμοί» έχει εντελώς υπονομεύσει την πολιτική υπόσταση της ελληνικής κοινωνικής συλλογικότητας.

Οι πολίτες, αλλά υποθέτω και οι πολιτικοί στην πολιτική κοινωνία μας σκέφτονται ότι ενώ εδώ και έξι χρόνια πασχίζουμε να υπερβούμε το «κοινωνικό κακό» που ονομάζεται οικονομική κρίση, έχουμε εδώ και έναν χρόνο να αντιμετωπίσουμε ένα ακόμη «κοινωνικό κακό», το προσφυγικό ζήτημα. Αυτό το πρόβλημα το αντιμετωπίζουμε ως κοινωνική συλλογικότητα με το ύψιστο κριτήριο ορθολογισμού, το κριτήριο της φιλοξενίας.

Δεν έθεσε ποτέ η ελληνική πολιτική κοινωνία ούτε ο ελληνικός κοινωνικός βιόκοσμος διαχειριστικά και εργαλειακά κριτήρια σε σχέση με την ανθρώπινη ζωή των προσφύγων.

Είδε σ’ αυτούς τους ανθρώπους τους ξεριζωμένους. Ο καντιανός κοσμοπολιτισμός του 18ου αιώνα εξακολουθεί να είναι για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες μια υποθήκη και ένας πολιτικός θησαυρός, τον οποίο κανένας Ορμπάν (Ούγγρος πρωθυπουργός) δεν μπορεί να πετάξει στα σκουπίδια.

Ολόκληρη η Ευρώπη ως «ιστορική αλληλουχία ελλόγων στόχων» (Χούσερλ) διαμορφώθηκε για να λειτουργεί ως η πραγματολογική συνείδηση της ανθρωπότητας.

Η ελληνική πολιτική κοινωνία σ’ αυτή την ιστορική συγκυρία σηκώνει το βάρος αυτής της ιστορικής προοπτικής. Και αυτό συμβαίνει, επειδή η Ελλάδα μαζί με την Ιταλία και ενδεχομένως άλλες πολιτικές κοινωνίες στον Νότο της Ευρώπης μπορούν να διασώσουν τον πολιτικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πνεύματος.

Παντού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, επικρατούν η τεχνοκρατία και το εργαλειακό πνεύμα. Τα κράτη και οι κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθούν και μετά την περιώνυμη «επανάσταση της αποκατάστασης» κατά τον Χάμπερμας, κατά το έτος-ορόσημο 1989 να είναι κλειστές κοινωνίες.

Γι’ αυτές τις κοινωνικές συλλογικότητες τα συστήματα της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της πολιτικής ισότητας έχουν μετατραπεί σε εφιάλτες του μέλλοντος.

Πολλές φορές όταν βρίσκομαι στις πρωτεύουσες αυτών των κρατών σκέφτομαι πώς και γιατί οι απελευθερωτικές εξεγέρσεις του 1956 (Ουγγαρία) ή 1968 (Τσεχοσλοβακία) δεν μεταμορφώθηκαν σ’ ένα δημιουργικό πνεύμα στον καθημερινό κοινωνικό βιόκοσμο.

Το προσφυγικό ζήτημα δεν πρόκειται να λυθεί με τεχνοκρατικό τρόπο, όπως γίνεται χρόνια τώρα με το «ελληνικό ζήτημα». Το προσφυγικό είναι ο καταλύτης για την ίδια την ύπαρξη της Ευρώπης. Οχι ως τεχνοκρατικής συλλογικότητας, ούτε ως πνευματικής ή πολιτικής οντότητας.

Στην ιστορική εξέλιξη, κατά τον Χέγκελ, φτάνει κάποια στιγμή κατά την οποία το πράγμα (δηλαδή η Ευρώπη επί του προκείμενου) ή θα προχωρήσει στην ιστορική πορεία του ή θα καταστραφεί, δηλαδή θα καταρρεύσει ως οντότητα. Και αυτή η ιστορική στιγμή έφτασε.

Με το προσφυγικό ζήτημα η Ευρώπη καλείται να επιβεβαιώσει τον εαυτό της, δηλαδή ότι είναι η συνείδηση της ανθρωπότητας. Δεν είναι η Αφρική, η οποία ως ήπειρος επιχειρεί να λύσει το προσφυγικό με γραφειοκρατικό καταμερισμό των προσφύγων στις περιοχές της.

Και κατά τον Χούσερλ και κατά τον Χάμπερμας η Ευρώπη ως οντότητα (ως πράγμα) οφείλει να επιβεβαιώνει τον εαυτό της κάθε στιγμή. Αυτό επιβάλλεται από τη φύση της και από τον αυτοπροσδιορισμό της. Αυτό έκανε μετά τη φρίκη του ναζισμού. Αυτό οφείλει να κάνει και τώρα.

Ως πολιτικό συμπέρασμα μπορεί να διατυπωθεί το εξής: το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση των τεχνοκρατών της Ευρώπης. Ως υπόθεση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας αναδείχθηκε σε συνθήκες κρίσης σε μείζον πολιτικό πρόβλημα, επειδή η ίδια η κοινωνία κατέστησε το δικαίωμα της φιλοξενίας πολιτικό δικαίωμα.

Τα υπόλοιπα ζητήματα ανήκουν στην ιστορική προοπτική της Ευρώπης, όπως αυτή θεμελιώθηκε πρωτίστως από το καντιανό διαφωτιστικό πρόγραμμα των ατόμων-πολιτών σε μια πλουραλιστική και ελεύθερη κοινωνία πολιτών.

Το προσφυγικό ζήτημα ως πολιτικό πρόβλημα καθίσταται κατά τον 21ο αιώνα η λυδία λίθος για την οντολογική ύπαρξη και για τη συνειδησιακή αυτοεπιβεβαίωση της Ευρώπης.

* καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Πηγή