Δυσοίωνες οι προοπτικές για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες

Του Lionel Laurent

Η εποχή των κερδών για τις μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης έχει τελειώσει και η προοπτική της διαγράφεται δυσοίωνη.

Με τις τράπεζές τους να έχουν καταγράψει τις μεγαλύτερες απώλειες για το 2015, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των Deutsche Bank, Barclays και Credit Suisse κάλεσαν τους επενδυτές να επιδείξουν υπομονή, επειδή μείωσαν τα μερίσματα για να χρηματοδοτήσουν τη μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωση των επιχειρήσεών τους. Οι μέτοχοι εκφράζουν, όμως, δυσφορία, καθώς θεωρούν πως έχουν ήδη πληρώσει οκτώ έτη αναδιάρθρωσης χωρίς καμία ανταμοιβή. Και βέβαια η αντίδρασή τους ήταν να στείλουν σε ακόμη μεγαλύτερη πτώση τις μετοχές των τραπεζών που ήδη είχαν καταβαραθρωθεί.

Οι επενδυτές έχουν δίκιο όταν επιμένουν πως ακούνε συνέχεια την ίδια ιστορία: το ενεργητικό των τραπεζών έχει μειωθεί κατά 1/3, αλλά οι αποδόσεις έκαναν βουτιά: ο μέσος όρος απόδοσης του κεφαλαίου των τριών τραπεζών ήταν γύρω στο 6% και εξελίχθηκε σε ζημία ύψους σχεδόν 5%. Θα χρειαζόταν κανείς ατσάλινα νεύρα και ανεξάντλητα αποθέματα πίστης στους τρεις νέους επικεφαλής αυτών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να στηρίξει τους μακροπρόθεσμους στόχους τους για το 2018, όταν θα έχουμε την επέτειο των 10 ετών από την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Δεν διαφαίνονται πολλές πιθανότητες να διακινδυνεύσουν αλλαγή στρατηγικής οι τρεις διευθύνοντες σύμβουλοι. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένα έσοδα για τις τράπεζες, σε εκτίναξη του κόστους της αναδιάρθρωσής τους και ενδεχομένως ακόμη και να τους αφαιρέσει τη δυνατότητα να επωφεληθούν μακροπρόθεσμα από τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.

Το να ζητήσουν πίστωση χρόνου είναι επισφαλής τακτική, η οποία δεν γίνεται αποδεκτή από την αγορά. Οι τράπεζες, όμως, υποστηρίζουν πως αγωνίζονται για τη μελλοντική κερδοφορία τους και όχι για την άμεση επιβίωσή τους. Η προσεκτική στάση με σταδιακές περικοπές κόστους, θέσεων εργασίας και περιουσιακών στοιχείων και προπαντός η στάση αναμονής για τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος θα είναι η στρατηγική τους επιλογή, εκτός κι αν η οικονομία επιδεινωθεί. Σήμερα δεν είμαστε στις συνθήκες του 2008. Στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι τράπεζες βρίσκονταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και αντιμετώπιζαν την οργή των φορολογουμένων. Σήμερα είναι περιφρουρημένες με τη φτηνή χρηματοδότηση που λαμβάνουν από τις κεντρικές τράπεζες, ενώ έχουν αυξήσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια ώστε να μπορούν να απορροφήσουν τυχόν απώλειες.

Οι επικεφαλής των Deutsche Bank και Credit Suisse χρειάζονται χρόνο. Οι στόχοι τους είναι διαφορετικοί, δύσκολοι και ασαφείς. Ο Τζετ Στάλεϊ της Barclays αναφέρθηκε σε ένα «λογικό χρονοδιάγραμμα» που χρειάζεται για να θέσει το κόστος υπό έλεγχο και να στοχεύσει σε «ελκυστικές» αποδόσεις για τους επενδυτές. Ο Θίαμ της Credit Suisse θέλει να υπερδιπλασιάσει τα προ φόρων κέρδη μέσα σε δύο χρόνια, συρρικνώνοντας το επενδυτικό σκέλος της τράπεζας, αλλά η διαδικασία αποδεικνύεται πιο δαπανηρή απ’ όσο πίστευε. Στόχος του Κράιαν της Deutsche Bank είναι να επιτύχει αποδόσεις κεφαλαίου ύψους 10%, ιδιαιτέρως υψηλός αν λάβει κανείς υπ’ όψιν τα δισεκατομμύρια που έχει αναγκαστεί να πληρώσει η τράπεζα σε πρόστιμα και νομικά έξοδα. Οσοι περιμένουν μια θεαματική στρατηγική επιλογή έχουν απογοητευτεί και θα απογοητευτούν κι άλλο. Η ελπίδα που έχουν οι τραπεζίτες για να αυξήσουν τα κέρδη των τραπεζών τους είναι να περιμένουν την ανάκαμψη και, εν τω μεταξύ, να μειώνουν το κόστος. Αν αποδειχθούν υπερβολικοί οι φόβοι τους για τις ρυθμίσεις στον κλάδο και την ύφεση, οι υπομονετικοί επικεφαλής θα ανταμειφθούν όπως, άλλωστε, και οι επενδυτές.

Πηγή: Bloomberg, Καθημερινή (Έντυπη Έκδοση)