Η Τουρκία και το Αιγαίο: Σταθερή στόχευση η ισότιμη συγκυριαρχία με την Ελλάδα στα νησιά

Του ΝΙΚΟΥ Χρ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Για την Ελλάδα, η προσφυγική κρίση έχει μια σοβαρή, παρενέργεια και αυτή αφορά την εμπλοκή της Τουρκίας στο Αιγαίο σε σχέση με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες για τον έλεγχο των ροών. 

Η ιστορικά επιβεβαιωμένη ελληνικότητα των νησιών του Αιγαίου αναγνωρίστηκε διεθνώς με τις Συνθήκες της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1924, με την οποία, στο άρθρο 12, αναγνωρίζεται η κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και Λαγουσών και των Παρισίων στις 10 Φεβρουαρίου 1947, με την οποία παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα και το Καστελλόριζο. Τη Συνθήκη της Λωζάνης την υπέγραψαν η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία. Τη Συνθήκη των Παρισίων την υπέγραψαν 20 χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η Τουρκία δεν είναι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της Συνθήκης των Παρισίων και τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τις απαιτήσεις της για αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων.

Για την Τουρκία, η διεθνής αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νησιών του Αιγαίου ήταν μια οδυνηρή υποχώρηση από την οποία δεν έχει ακόμη συνέλθει. Από το 1973 η Τουρκία έχει θέσει στόχο της την αναθεώρηση του καθεστώτος του Αιγαίου. Η Τουρκία ούτε αποκρύπτει ούτε συγκαλύπτει αυτή της την επιδίωξη. Ο πρώην Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Τουργκούτ Οζάλ δήλωνε το 1986 ότι «η παρούσα κατάσταση η οποία υπάρχει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν είναι ικανοποιητική. Εάν η Τουρκία ήξερε πού θα την οδηγούσε η Συνθήκη της Λωζάνης δεν θα την είχε υπογράψει ποτέ…. Εμείς δεν ξεχνούμε ότι χάσαμε μέσα από τα χέρια μας τα νησιά, τα πάτρια τουρκικά εδάφη». Αρκετά αποκαλυπτικός είναι ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του “Το στρατηγικό βάθος”: «Το status quo που διαμόρφωσαν τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο εγκαταλείφτηκαν στην Ελλάδα, περιόρισε σε σημαντικό βαθμό το πεδίο δράσης της Τουρκίας στη θάλασσα» (σελ. 248).

Για να επιτύχει τον στόχο της αυτόν η Τουρκία χρησιμοποιεί εναλλάξ ή και ταυτοχρόνως την πίεση, την απειλή ή και τη χρήση βίας για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να προσέλθει σε μια διμερή, πολιτική και άνευ όρων και περιορισμών διαπραγμάτευση για το Αιγαίο. Πολιτικά και όχι νομικά είναι τα προβλήματα στο Αιγαίο κατά τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετζεβίτ. Πράγμα που σημαίνει ότι οι τουρκικές αξιώσεις πρέπει να ικανοποιηθούν με βάση το δίκαιο του ισχυροτέρου, αγνοώντας τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο που καθορίζουν το καθεστώς του Αιγαίου. Το αποτέλεσμα αυτής της διαπραγμάτευσης θα είναι, κατά την επιδίωξη της Τουρκίας, η ανατροπή του σημερινού status quo στο Αιγαίο και η εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ισότιμης συγκυριαρχίας Ελλάδας και Τουρκίας.

Αναλυτικότερα, οι τουρκικές απαιτήσεις αναφορικά με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα, εστιάζονται βασικά στα πιο κάτω θέματα:

Ως προς το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ του Αιγαίου, η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση δεν έχουν δική τους ΑΟΖ. Ειδικότερα, η Τουρκία υποστηρίζει ότι η υφαλοκρηπίδα του Aιγαίου έως την «τάφρο της Aνατολίας», η οποία διέρχεται περίπου από το μέσο του βυθού του Aιγαίου, είναι η φυσική προέκταση του ηπειρωτικού τουρκικού εδάφους, μέσα και κάτω από τη θάλασσα. Tα ελληνικά νησιά δεν έχουν ίδια υφαλοκρηπίδα, αλλά επικάθονται στην τουρκική αυτή προέκταση. H οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι δυνατή μόνο σύμφωνα με γεωλογικά κριτήρια, ουσιώδες δε στοιχείο της αποτελούν οι ζώνες ασυνέχειας του βυθού του Aιγαίου. H χάραξη οριοθετικής γραμμής στη βάση των τουρκικών θέσεων θα ισοδυναμούσε με παραχώρηση του 50% της υφαλοκρηπίδας του Aιγαίου. Η θέση της Ελλάδας είναι ότι τα νησιά αυτά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, όπως τούτο προβλέπεται στη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, η οποία, παρά το ότι δεν έχει υπογραφεί από την Τουρκία, τη δεσμεύει γιατί διατυπώνει ως προς το θέμα αυτό προϋπάρχον γενικό εθιμικό δίκαιο το οποίο απλώς κωδικοποιεί. Παρόμοια πρόβλεψη περιείχε και η Σύμβαση της Γενεύης του 1958. Tο όριο της υφαλοκρηπίδας βρίσκεται ανατολικά των νησιών του Aνατολικού Aιγαίου. Yπάρχει συνέχεια και ενότητα μεταξύ του ηπειρωτικού και του νησιωτικού εδάφους της χώρας. Στην πράξη οι αρχές αυτές σημαίνουν ότι οριοθετική γραμμή θα ήταν η μέση γραμμή ανάμεσα στα ελληνικά νησιά του Aνατολικού Aιγαίου και στις απέναντι τουρκικές ακτές. Ως προς το μικρό, δε, τμήμα της υφαλοκρηπίδας που βρίσκεται μεταξύ Σαμοθράκης – Έβρου, ως οριοθετική γραμμή λαμβάνεται η γραμμή ίσης απόστασης.

Η υφαλοκρηπίδα ως νομική έννοια καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της Γενεύης, το 1958. Με αυτή τη Σύμβαση αναγνωρίστηκαν ειδικά κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα, δηλαδή σε περιοχή του βυθού και του υπεδάφους του, που εκτείνεται πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης (χωρικών υδάτων) σε βάθος έως 200 μέτρα. Στη Σύµβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας αναφέρει σαφώς ότι κάθε κράτος έχει το δικαίωµα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του μέχρι το όριο των 12 ναυτικών μιλίων. Ως εκ τούτου, η έκταση της υφαλοκρηπίδας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η διαφορά χωρικών υδάτων και ΑΟΖ είναι πως τα χωρικά ύδατα αφορούν σε πλήρη κυριαρχία, ενώ η ΑΟΖ αποτελεί απλό “κυριαρχικό δικαίωμα”, το οποίο αναφέρεται στη δικαιοδοσία του παράκτιου κράτους μέχρι και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η επιφάνεια είναι διεθνή ύδατα.

Κλειδί στην οριοθέτηση το Καστελόριζο

Η Τουρκία και η Βενεζουέλα αρνήθηκαν να υπογράψουν τη Σύμβαση επειδή έχουν μπροστά τους νησιά που δεν τους ανήκουν και έτσι εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένη ΑΟΖ. Η Τουρκία, αν και δεν υπέγραψε ούτε επικύρωσε τη Σύμβαση του 1982, έχει οριοθετήσει την ΑΟΖ στη Μαύρη Θάλασσα με τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και με τη Ρωσία. Κλειδί για οριοθέτηση ελληνικής ΑΟΖ είναι το Καστελόριζο. Το Καστελόριζο είναι το ανατολικότερο άκρο της Ελλάδας, που απέχει 72 ναυτικά μίλια από Ρόδο και 1,25 από τις τουρκικές ακτές. Είναι νησί το οποίο κατοικείται και, κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτει Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου εξασφαλίζει την επαφή της ελληνικής με την κυπριακή ΑΟΖ. Οι δύο αυτές παρεμβάλλονται μεταξύ τουρκικής και αιγυπτιακής, γεγονός που περιορίζει σημαντικά την τουρκική ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αίγυπτος θα μπορεί να διαθέτει θαλάσσια σύνορα με την Τουρκία μόνο αν δεν αναγνωρισθούν τα δικαιώματα του Καστελόριζου. Ως εκ τούτου, το Καστελόριζο αποτελεί σημείο οριοθέτησης της ΑΟΖ της Ελλάδας με την Αίγυπτο και με την Κύπρο και συνεπώς, η Τουρκία δεν έχει θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο. Ως γνωστόν η Ελλάδα δεν έχει μέχρι σήμερα κηρύξει ΑΟΖ λόγω των αντιδράσεων της Τουρκίας.

Υπάρχει και η εμμονή της Τουρκίας στις περιώνυμες γκρίζες ζώνες. Η Άγκυρα προβάλλει τη θεωρία ότι δεν ανήκουν στην Ελλάδα όσα νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες που έχουν υπογραφεί. Αυτή όμως η θέση είναι ανυπόστατη. Με τη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 στην Ελλάδα περιήλθε η κυριαρχία όλων των νησιών του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα που δόθηκαν στην Ιταλία και τα νησιά Ιμβρος, Τένεδος και Λαγούσες που δόθηκαν στην Τουρκία. Όλα τα νησιά που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη των τριών μιλίων από τη μικρασιατική ακτή παρέμειναν υπό τουρκική κυριαρχία, ενώ η Τουρκία παραιτήθηκε «παντός τίτλου και δικαιώματος» πάνω σε όλα ανεξαιρέτως τα άλλα νησιά. Το 1932 η Τουρκία υπέγραψε με την Ιταλία συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών. Η συμφωνία του 1932 αναφέρεται ειδικά στα Ίμια ως ανήκοντα στην Ιταλία και άρα μετά το 1947 στην Ελλάδα. H συμφωνία αυτή βρίσκεται σε ισχύ, τώρα πλέον μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Όπως προαναφέρθηκε, τα Δωδεκάνησα περιήλθαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947.

Τουρκικός στόχος ο εγκλωβισμός των νησιών

Ως προς το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των νησιών τα οποία βρίσκονται στην περιοχή των Στενών των Δαρδανελλίων, των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας και των Δωδεκανήσων. Για τις δύο πρώτες περιπτώσεις προβλέπει η Σύμβαση της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1924 και για την τρίτη η Συνθήκη των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947. Το άρθρο 4 της Σύμβαση της Λωζάννης πρόβλεπε την αποστρατικοποίηση, πέρα από την παράκτια ηπειρωτική ζώνη με επίκεντρο τα Δαρδανέλλια και τον Βόσπορο, των νησιών της Σαμοθράκης, της Λήμνου, της Ίμβρου και της Τενέδου, καθώς και των παρακείμενων Λαγονησιών. Η Σύμβαση της Λωζάννης, ως προς το θέμα τούτο, έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη του Μοντρέ της 20ής Ιουλίου 1936, που υπογράφτηκε από 10 χώρες μεταξύ των οποίων είναι η Ελλάδα και η Τουρκία.

Η Σύμβαση της Λωζάννης προβλέπει, επίσης, περιορισμένη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, και Ικαρίας. Ο σκοπός των πιο πάνω περιοριστικών μέτρων ήταν «η προστασία των Τούρκων της Ανατολίας από μια επίθεση που θα ξεκινούσε από τα νησιά…». Είναι προφανές ότι οι όροι που επέβαλαν την καθιέρωσή τους έχουν αντιστραφεί. Την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων προβλέπει το άρθρο 14 της Συνθήκης των Παρισίων, με βάση την οποία παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα από την Ιταλία. Το άρθρο αυτό δημιουργεί υποχρεώσεις μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων κρατών στα οποία, όπως προανέφερα, δεν περιλαμβάνεται και η Τουρκία. Κατά συνέπεια, η αξίωση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων είναι από πλευράς διεθνούς δικαίου ανυπόστατη.

Όλες αυτές οι απαιτήσεις, αν ιδωθούν στο σύνολό τους, αποβλέπουν, βραχυπρόθεσμα, στον εγκλωβισμό των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου σε μια τουρκική υφαλοκρηπίδα, σ’ έναν τουρκικό εναέριο χώρο και, γενικά, σ’ έναν χώρο τουρκικού στρατιωτικού ελέγχου και, μακροπρόθεσμα, στην αμφισβήτηση της ίδιας της ελληνικής κυριαρχίας πάνω στα νησιά αυτά και στην κατάληψή τους.

Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι πρώην Β.Γ. Εισαγγελέας και πρώην Επίτροπος Διοικήσεως.

Πηγή