Νεοφιλελεύθερες ιστορίες: Όταν η Margaret Thatcher μας κλείνει πονηρά το μάτι…

του Γιάννη Ζγέρα

Το καλοκαίρι του 1975, η πρόσφατα εκλεγμένη στην ηγεσία του συντηρητικού κόμματος Margaret Thatcher, επισκέφθηκε για πρώτη και μοναδική φορά το Conservative Research Department. Παρακολουθώντας μια εισήγηση σχετικά με ένα κεντρώο προσανατολισμό που θα έπρεπε να υιοθετήσει το συντηρητικό κόμμα, έβγαλε από τον χαρτοφύλακα της ένα βιβλίο, το σήκωσε ψηλά, και διακόπτοντας τον ομιλητή αναφώνησε: “This is what we believe” (wikipedia, 2016). Το βιβλίο αυτό ήταν το The Constitution of Liberty του F. A. Hayek, ενός από τους θεμελιωτές του νεοφιλελευθερισμού, και αυτός που σε μεγάλο βαθμό αναθεώρησε τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης σκέψης τον 20ο αιώνα. Υπέρμαχος του δόγματος “αφήστε τους να δράσουν”(laissez-faire), υπερασπίστηκε μέσα από το έργο του την ελευθερία της αγοράς και τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης, μονάχα στους μηχανισμούς που θα εξασφαλίζουν τις κατάλληλες συνθήκες για την ανεμπόδιστη δράση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός ήταν η θεμελιώδης αρχή για την εξασφάλιση της ελεύθερης πρακτικής των ατόμων, και η μοναδική οδός για την αποφυγή των επιπτώσεων (ναζισμός – φασισμός, παγκόσμιοι πόλεμοι) που παρήγαγε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η προβληματική εφαρμογή του φιλελεύθερου προγράμματος ρύθμισης των σχέσεων κράτους και οικονομίας.

Η λογική αυτή, έγινε σε σημεία της, πράξη τα έντεκα χρόνια της διακυβέρνησης της Margaret Thatcher, αφήνοντας για τους διαδόχους της μια “βαριά κληρονομιά”. Μέσα από ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και μαζικών αποκρατικοποιήσεων, μετασχηματίστηκαν συνολικά οι ισορροπίες μεταξύ κράτους και αγοράς. Οι σαρωτικές αλλαγές, οδήγησαν στην ανάκαμψη της βρετανικής οικονομίας, και παράλληλα αποσάθρωσαν σταδιακά της δομές των εργασιακών δικαιωμάτων και του κράτους πρόνοιας. Μια ελεύθερη αγορά. Μια ελεύθερη κοινωνία. Η λογική της αυτορύθμισης. Το όραμα του νεοφιλελευθερισμού ήταν ως ένα βαθμό πραγματικότητα. Όσο για τις επιπτώσεις, είναι σαφείς οι προσεγγίσεις. Η αγορά γνωρίζει καλύτερα και αντιδρά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η βέλτιστη στρατηγική θα επικρατήσει. Οπότε μια οικονομική κρίση είναι απλά μια μετάβαση σε ένα νέο περιβάλλον αγοράς. Οι άνεργοι που παράγονται βρίσκονται και αυτοί σε μια διαδικασία μετάβασης από μια μη αποδοτική δραστηριότητα, σε μια δραστηριότητα περισσότερο αποδοτική (Foucault, 2012). Οι επόμενες δεκαετίες κύλησαν, με οδηγό τον οικονομικό και πολιτικό κυνισμό για την πρώην αυτοκρατορία, διανοίγοντας νέα μονοπάτια τόσο για την πολιτική και την οικονομία, όσο και για την ίδια την κοινωνία.

Σχεδόν 41 χρόνια μετά την δυναμική είσοδο – με αμέτρητους συμβολισμούς – της “σιδηράς κυρίας” στην πολιτική σκηνή, η βρετανική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη την τελευταία εβδομάδα με μια συνέπεια της κυνικής λογικής που διαμόρφωσε τον νεοφιλελευθερισμό στην Μεγάλη Βρετανία. Ο ινδικός κολοσσός TATA, ανακοίνωσε την αποχώρηση του από τον μεταλλουργικό κλάδο, βάζοντας πωλητήριο στα εργοστάσια της βρετανικής επικράτειας. Με την συγκεκριμένη κίνηση αφήνει στον αέρα 15,000 εργαζόμενους, και προκαλεί άμεσες συνέπειες σε άλλες 25,000 θέσεις σε άλλους τομείς. Ο λόγος της αποχώρησης, η διαρκής επέκταση του κινέζικου μετάλλου στις ευρωπαϊκές αγορές, με τιμές που καθιστούν μη ανταγωνιστικό και ζημιογόνο το βρετανικό. Έτσι η επικαιρότητα στράφηκε στο μέλλον της βιομηχανίας μετάλλου και των εργαζομένων, και έγινε η αιτία για την εσπευσμένη επιστροφή κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, από τις πασχαλινές διακοπές. Η μεν αντιπολίτευση έβαλε ξανά στο δημόσιο διάλογο την εθνικοποίηση του τομέα (αποκρατικοποιήθηκε κατά την τρίτη θητεία της M. Thatcher το 1988), η δε κυβέρνηση διενεργεί πολλαπλούς κύκλους συναντήσεων με την εταιρία και τα συνδικάτα, επιχειρώντας να υποβαθμίσει έναν τέτοιο προσανατολισμό, δηλώντας πως δεν συγκαταλέγεται στις προτάσεις που επεξεργάζονται, και παράλληλα πως αναζητούνται αγοραστές. Μια τέτοια λύση όμως απαιτεί χρόνο, γιατί πολύ απλά με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί η αγορά. Για να υπάρξει νέα επένδυση σε ένα κλάδο που περνάει κρίση, απαιτούνται κάποιες συνθήκες, και κάτι τέτοιο αποτελεί πρωτίστως κοινωνικό και κατ’ επέκταση πολιτικό ζήτημα. Η απουσία αυτών των συνθηκών έδωσαν μάλιστα την ευκαιρία στον ηγέτη του ευρω-σκεπτικιστικού κόμματος Neil Farage, να εμπλουτίσει τα επιχειρήματα του για το επερχόμενο δημοψήφισμα, μέσα από το οποίο θα αποφασίσουν οι Βρετανοί για την παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή ένωση. Δήλωσε χαρακτηριστικά πως η Ευρώπη αποδεικνύεται ανίκανη να σταματήσει την επέκταση της Κίνας και πως η ψήφος υπέρ της παραμονής στις 23 Ιουνίου θα σημάνει το τέλος της βιομηχανίας μετάλλου στη χώρα (financial times, 2016).

Η συζήτηση όμως δεν εξαντλείται στην σύγκρουση της νεοφιλελεύθερης παράδοσης, με τον αναδυόμενο νεοκενσυανισμό που υιοθετούν, σε επίπεδο ρητορικής τουλάχιστον, αριστερά και σοσιαλιστικά ευρωπαϊκά κόμματα τα τελευταία χρόνια, ή με τον αναχρονιστικό λαϊκίστικο λόγο που αναπαράγουν διαφορετικού τύπου εθνικιστικοί και φασιστικοί σχηματισμοί. Ακριβώς επειδή τέτοιου είδους πολιτικές διαμάχες στο δημόσιο λόγο αποτελούν επικοινωνιακά προϊόντα – όπως έχει αποδείξει και η πρόσφατη εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος – θα είχε κάποιο νόημα να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία που αφορούν οικονομικούς σχεδιασμούς και στρατηγικές, πλήρως ευθυγραμμισμένες με την φύση της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού, οι οποίες με έναν έμμεσο τρόπο επηρεάζονται από (ή επηρεάζουν;) την κρίση στην μεταλλουργία.

Το Port Talbot είναι μια πόλη 35,000 κατοίκων στη νότια Ουαλία, με ιστορία δύο αιώνων στη βαριά βιομηχανία. Ολόκληρη την εβδομάδα λοιπόν, τα φώτα της δημοσιότητας έχουν πέσει σε αυτή την μικρή βιομηχανική πόλη, καθώς εκεί δεσπόζει το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Tata Steel, το οποίο απασχολεί 4,500 εργαζόμενους. Το μέλλον για αυτούς τους ανθρώπους διαγράφεται δυσοίωνο. Για την περιοχή του Port Talbot όμως, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. H τοπική αυτοδιοίκηση δημοσίευσε το 2008 ένα εκτενές αναπτυξιακό πλάνο, κομμάτι του οποίου βραβεύτηκε από την βρετανική κυβέρνηση ως πρότυπο μοντέλο αστικής αναγέννησης. Βασικό αντικείμενο επεξεργασίας αποτελεί το πως μια “πρώην” βιομηχανική πόλη μετατρέπεται σε μια πράσινη πόλη, μέσα από την ανάπτυξη καινοτομιών στην ενέργεια και την προσέλκυση εταιριών που δραστηριοποιούνται στις νέες τεχνολογίες. Για να γίνουμε έστω και αποσπασματικά λίγο πιο συγκεκριμένοι, ορισμένοι βασικοί άξονες του αναπτυξιακού είναι η αστική αναβάθμιση των υποδομών, η επανάχρηση χώρων, η προσέλκυση νέου εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού για την ανανέωση του πληθυσμού και η προώθηση του βιομηχανικού real estate. Να σημειώσουμε επίσης ότι δεν γίνεται σαφής αναφορά σε χρονοδιαγράμματα. Η αποβιομηχάνιση δεν είναι νέο φαινόμενο. Ξεκίνησε σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν, και θα ήταν μάλλον αφελές να αγνοήσουμε το μερίδιο της αγοράς στην διαχείριση αυτού του φαινομένου.

Συμπερασματικά λοιπόν, βλέπουμε την αλληλουχία γεγονότων, να διαμορφώνει μια δεδομένη τάξη πραγμάτων. Ο νεοφιλελευθερισμός δείχνει να προηγείται των εξελίξεων, και διαφαίνεται πως στο στόχαστρο μπαίνει πλέον η σάρωση των τοπικών κοινωνικών σχέσεων και η εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας διαχείρισης, ενός διαρκώς μετακινούμενου εργατικού δυναμικού, με όρους καθαρά οικονομικούς. Το 10% των κατοίκων μιας πόλης μπορεί να μείνουν άνεργοι από το κλείσιμο ενός εργοστασίου, όμως το ποσοστό ανεργίας στην ίδια πόλη σταδιακά μπορεί να μειώνεται, από την εισροή νέων εργαζομένων. Αυτό το 10% απλά χάνεται μέσα σε γραφήματα ανάπτυξης και βιωσιμότητας, και μάλλον είναι κρίσιμο απέναντι σε μια πραγματικότητα κυνικής ορθολογικότητας, να τεθούν με σαφήνεια ερωτήματα, ώστε να είναι δυνατή η επεξεργασία απαντήσεων, αυτή τη φορά από την μεριά της κοινωνίας. Η Margaret καθισμένη σε μια αναπαυτική θέση στην ιστορία του καπιταλισμού, μας κλείνει με νόημα το μάτι. Θα ήταν προβληματικό να πιστέψουμε πως κοιτάζει μόνο προς τη μεριά των Βρετανών. Η ιστορία αυτή τελικά, δεν είναι δύσκολο να την δει κανείς ως μια εικόνα από το μέλλον άλλων περιοχών του πλανήτη. Ενός μέλλοντος όχι και τόσο μακρινού. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την επιτάχυνση διαδικασιών σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο των τελευταίων ετών, και την ταχύτητα των αλλαγών στις οποίες καλούμαστε να ανταποκριθούμε, μπαίνει το ερωτηματικό του πως τελικά μπορούμε να δεχτούμε την εξέλιξη με όρους αγοράς, όταν η αλλοίωση μοιάζει αδιαπραγμάτευτη με όρους κοινωνίας.

Πηγές:

– Foucault, M. (2012). Η γέννηση της βιοπολιτικής Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλίας (1978-1979). Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ

– Financial Times. (2016). Brexit campaigners blame steel crisis on EU. http://www.ft.com/intl/cms/s/0/f58ed5d8-f68a-11e5-803c-d27c7117d132.html#axzz44lTZqldh

– Npt-business.co.uk. (2016). Regeneration in Neath Port Talbot.

http://www.npt-business.co.uk/default.aspx?page=6381

– Turner, R. (2016). Port Talbot should have an urban regeneration company, says AM. http://www.walesonline.co.uk/news/wales-news/ams-call-urban-regeneration-company-11091546

– Wikipedia. (2016). Friedrich Hayek. https://en.wikipedia.org/wiki/Friedrich_Hayek#United_Kingdom_politics

– Wikipedia. (2016). Margaret Thatcher. https://en.wikipedia.org/wiki/Margaret_Thatcher

Πηγή