Η μισητή μεσότητα

Του Παντελή Μπουκάλα

Για πανηγυρισμούς η έκβαση του προχθεσινού Γιούρογκρουπ ή «για τα πανηγύρια»; Ή μήπως κάπου στο ενδιάμεσο, για το οποίο όμως αδιαφορεί η πολιτική της ατάκας, άρα και της απολυτότητας, στην οποία είμαστε εθισμένοι πολιτικοί και πολίτες; Στα πολλά χρόνια που παλεύει με την ιστορία ο τόπος, έχει χορτάσει «τεράστιες επιτυχίες», «παταγώδεις αποτυχίες» και «ολεθρίαμβους» ή «πανωλεθρίαμβους», όπως μάθαμε να αποκαλούμε μονολεκτικά (παντρεύοντας τον όλεθρο ή την πανωλεθρία με τον θρίαμβο) τις νίκες που πανηγυρίζουμε κάθε φορά, κι ας έχουν πικρή γεύση, κι ας τις κατατρώει από μέσα το σκουλήκι της ήττας.

Εχουμε χορτάσει δόξες πολύ λιγότερο λαμπρές απ’ όσο τις ήθελε ο εξιδανικευτικός μας οίστρος. Και ταυτόχρονα έχουμε υποστεί «μείζονες εθνικές καταστροφές» που γρήγορα αποδείχθηκαν ιάσιμα τραύματα μέτριας σοβαρότητας, παρ’ όλον τον κοπετό που ανήγγελλε μελοδραματικά πως «πάει πια, χαθήκαμε». Θυμίζω σχετικά την ασέβεια που έχει διαπραχθεί προς τους νεκρούς και τους ξεριζωμένους, μυριάδες ανθρώπους, απ’ όσους κήρυξαν ότι το μονοτονικό είναι εθνική καταστροφή χειρότερη της Μικρασιατικής.

Αν χρειάζεται να βρούμε καλά και σώνει σταθερά γνωρίσματα της κίνησής μας ως λαού ή ως έθνους, πολύ δύσκολα θα αποκλείαμε από τον σχετικό κατάλογο τη σπουδή· τη σπουδή με την έννοια της αστόχαστης βιασύνης, όχι της μελέτης. Και πολύ δύσκολα επίσης δεν θα της δίναμε για παρέα τη φανατική άρνηση της μετριοπάθειας, την αντιπάθεια προς τη μεσότητα. Μια μεσότητα που μάταια προσπάθησε να την καθιερώσει σαν τρόπο προσέγγισης των ανθρωπίνων ο Αριστοτέλης. Των άκρων η ρητορική μας: Οι «μεσσίες» που εκπίπτουν ταχύτατα σε «προδότες»· οι «ήρωες» ή «ημίθεοι» της λατρεμένης μας ποδοσφαιρικής ή μπασκετικής ομάδας, που σε μια στιγμή μέσα, στην πρώτη λογικότατη στραβή, καταντούν «πουλημένοι» ή «παλτά» κ.ο.κ.

Των άκρων και τα αισθήματά μας, τα προσωπικά και τα συλλογικά: Η διαδρομή από τη μεθυσμένη αυτοϋπερτίμηση στη μοιρολογούσα αυτοπεριφρόνηση αποδεικνύεται συντομότατη. Για την πατρίδα μας, ας πούμε, τη μια στιγμή πιστεύουμε πως είναι γελοία, μια μήτρα εξ ης ερρύη τα φαύλα, και μόνο τα φαύλα, οπότε αύριο-μεθαύριο πεθαίνει, και την επομένη πως είναι πνιγμένη στα μεγαλεία, ξεχωριστή στην οικουμένη και βέβαια αθάνατη. Για τη γλώσσα μας, ότι πεθαίνει κι αυτή, κι ας δοξάζεται την ίδια στιγμή πως είναι υποτίθεται «η μόνη νοηματική, η μόνη με 6.000.000 λέξεις» και άλλα παραμυθένια.

Οσο για τον λαό, για τον οποίο μιλάμε συνήθως λες και δεν είμαστε μια κουκκιδίτσα του αλλά κάτι εξαιρετικό και υπερέχον, τον αντιμετωπίζουμε ή σαν ένα θαύμα, στο οποίο οφείλουμε να υποκλινόμαστε άνευ προβληματισμού και αμφισβητήσεων, ή σαν απαίσιο βδέλυγμα· σαν Αϊ-Λαό που πρέπει να τον λατρεύουμε ή σαν φίδι καταραμένο που πρέπει να του λιώσουμε το κεφάλι. Η απολυτότητα καταπίνει την ποικιλία, τη δυναμική. Και μαζί τη σκέψη.

Πηγή