Επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Βαρθολομαίο και τους υπόλοιπους 13 αρχηγούς των Ορθοδόξων εκκλησιών, απέστειλε η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους…

 

Μια εκτενή και θεολογικά εμπεριστατωμένη επιστολή για τους προβληματισμούς, τις ενστάσεις αλλά και τις αντιρρήσεις των Αγιορειτών, έστειλε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο αλλά και στους υπόλοιπους 13 αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Οι εν λόγω προβληματισμοί αφορούν τα έξι μοναδικά θέματα της Πανορθόδοξης Συνόδου, η οποία οργανώνεται για το διάστημα 16 με 27 Ιουνίου στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης. Τα κείμενα αυτά έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί αμέσως μετά την Σύναξη των Προκαθημένων στην Γενεύη, τον περασμένο Ιανουάριο (του 2016)

Η επιστολή συντάχτηκε «μετά κόπου και πόνου» όπως χαρακτηριστικά ανέφερε πηγή προς τα Επίκαιρα, μετά από μακρές συνεδριάσεις, εσωτερικές ή και «μυστικές» διαβουλεύσεις μεταξύ ηγουμένων και θεολόγων μοναχών. Η επιστολή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ήπιων τόνων αναφέρεται στο τρόπο σύγκλησης της Μεγάλης Πανορθοδόξου όπως είχαν αποκαλύψει τα Επίκαιρα (τεύχος 339) δεν μένει μόνο στις επισημάνσεις αλλά κάνει και τις δικές τις προτάσεις επί συγκεκριμένων σημείων των προτεινομένων κείμενων προς έγκριση από την Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Η συνεδρίαση της Ιεράς Κοινότητας συνήλθε κατά την εβδομάδα των Μυροφόρων σε εκτακτη διπλή Σύναξη των Ηγουμένων και Αντιπροσώπων των 20 ιερών μονών του Αγίου Όρους.

Στην επιστολή μεταξύ άλλων τονίζεται ότι ο όρος «Εκκλησία» δεν μπορεί να λέγεται για τους ετερόδοξους (σ.σ. πχ. Ρωμαιοκαθολικούς, Προτεστάντες, Ευαγγελικούς, Αγγλικανούς κτλ). Επίσης εκφράζεται η αντίθεση του Αγίου Όρους στις συμπροσευχές και τις τελετουργικές πράξεις με τους ετερόδοξους. Ο «έσχατος κριτής» για θέματα πίστεως, είναι η συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, που μπορεί να εκφράζει ακόμα και μεμονωμένα πρόσωπα, αναφέρουν οι Αγιορείτες, και όχι μόνο οι Σύνοδοι όπως γράφει το κείμενο της Πανορθόδοξης. Άλλωστε, ο Άγιος Μάρκος, ο Ευγενικός ανέτρεψε μόνος του τις αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.

Στην επιστολή τους επισημαίνουν επίσης ότι :

Είναι αναγκαία η αναγνώριση ως Οικουμενικών των Συνόδων επί Μεγ. Φωτίου και Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, που έδωσαν απάντηση σε όλες τις κακοδοξίες του Παπισμού (φιλιόκβε, παπικό πρωτείο κλπ.), όπως αναφέρεται στην επιστολή. Μόνο σοβαρές αλλαγές στα κείμενα της Πανορθόδοξης μπορεί να αναπαύσουν όλους τους Ορθοδόξους, γράφουν οι Αγιορείτες. Διαφορετικά, μπορεί η Σύνοδος να γίνει αφορμή για νέα σχίσματα.

Παρακάτω αναφέρονται μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της επιστολής:

α. «… η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος…να αποφύγη τον όρον «Εκκλησία» δια τους ετεροδόξους, χρησιμοποιούσα αντ᾽ αυτού τους όρους «χριστιανικά δόγματα και ομολογίαι».

β. «… η έννοια της ενότητος της Εκκλησίας χρήζει ωσαύτως διασαφήσεως …. εις την ενότητα Αυτής ανήκουν μόνον τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Σώμα Χριστού… Περί τούτων μόνον λέγεται το «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν», κατά την ερμηνείαν των θεοφόρων Πατέρων».

γ. «… Ο τρόπος διεξαγωγής και η πορεία των θεολογικών διαλόγων δεν αναπαύει το σύνολον του πληρώματος της Εκκλησίας, η δε καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης κατά καιρούς και εις διαφόρους περιστάσεις έχει εκφρασθή δι᾽ επισήμων κειμένων κατά θεολογικών συμφωνιών μετά των ετεροδόξων και έχει διαμαρτυρηθή δια συμπροσευχάς και άλλας λατρευτικάς πράξεις (λειτουργικούς ασπασμούς κλπ.), δι’ ων δίδεται η εικών ψευδούς ενώσεως μετ’ αυτών… δέον να αποσαφηνισθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολογιακήν προσαρμογήν η ως συμμετοχήν εις συμπροσευχάς και ετέρας λατρευτικάς πράξεις».

δ. «… δεν δυνάμεθα να μη εκφράσωμεν τον έντονον προβληματισμόν και τας ευλόγους αντιρρήσεις ημών δια την περαιτέρω συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε)».

ε. « … η εκκλησιαστική παράδοσις αναγνωρίζει ως έσχατον κριτήν επί θεμάτων πίστεως την συνείδησιν του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποίαν εκφράζουν ενίοτε μεμονωμένα πρόσωπα ή σύνοδοι ιεραρχών ή ο πιστός λαός και η οποία επικυρούται δια συνοδικών αποφάσεων».

στ. «… δέον να περιληφθή αναφορά και εις τας μετά την αγίαν Ζ´ Οικουμενικήν μεγάλας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας… καθ’ όσον δια της αναφοράς εις αυτάς τας συνόδους αι δογματικαί και εκκλησιολογικαί διαφοραί μετά των ετεροδόξων (περί το Φιλιόκβε, την κτιστήν Χάριν, το παπικόν πρωτείον κλπ.) αποσαφηνίζονται πλήρως».

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΩΣ ΕΧΕΙ

ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ

ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

ΑΘΩ

ΚΑΡΥΑΙ ΤΗ 12η/25η Μαΐου 2016

ΑΡ. ΠΡΩΤ. Φ.2/7/1085

Τη Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητι

Τω Πανσεβάστω ημών Πατρί και Δεσπότη

Κυρίω Κω Βαρθολομαίω

Εις Φανάριον

Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

Υιικώς και βαθυσεβάστως εν Χριστώ Αναστάντι την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα γηθοσύνως προσαγορεύομεν δια της κοσμοποθήτου προσρήσεως «Χριστός Ανέστη».

Κατά τα θέσμια του Ιερού ημών Τόπου συνήλθομεν εις Έκτακτον Διπλήν Ιεράν Σύναξιν και ελάβομεν ευσεβάστως υπ’ όψιν:

α) Το από 11ης Μαρτίου 2016 Υμέτερον Σεπτόν Πατριαρχικόν Γράμμα, δι’ ου ενημερώθη η καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης περί της συγκληθησομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και εκοινοποιήθησαν ημίν ενημερωτικώς τα προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον παραπεμπόμενα εξ προσυνοδικά κείμενα.

β) Την από 20ης Μαρτίου ε.ε. Υμετέραν Πατριαρχικήν και Συνοδικήν Εγκύκλιον, δι’ ης φέρεται ως πρώτιστος σκοπός και σπουδαιότης της Πανορθοδόξου Συνόδου να «καταδειχθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ηνωμένη εν τοις Μυστηρίοις, και μάλιστα τη Θεία Ευχαριστία, και τη Ορθοδόξω πίστει, αλλά και εν τη συνοδικότητι» και γνωρίζεται ότι «τα συμφωνηθέντα πανορθοδόξως και υποβαλλόμενα εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον κείμενα δημοσιοποιούνται και τίθενται εις την διάθεσιν παντός καλοπροαιρέτου πιστού προς πληροφορίαν και ενημέρωσίν του, αλλά και προς έκφρασιν της γνώμης του και των προσδοκιών του από την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον».

Ανταποκρινόμενοι εις την πατρικήν προτροπήν της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος προσευχόμεθα εκτενώς μετά πάντων των εν τω Αγίω Όρει θεοφιλώς ενασκουμένων πατέρων προς τον μόνον Αληθινόν Θεόν ημών, τον Αναστάντα Κύριον Ιησούν Χριστόν, όπως ευλογήση και ευοδώση το υψηλόν έργον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επ’ αγαθώ της Εκκλησίας Αυτού και πράγματι αναδείξη την ενότητα της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτής ταύτης ούσης της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Προς τούτοις μελετήσαντες μετά της δεούσης προσοχής και επιμελείας τα προσυνοδικά κείμενα προαγόμεθα όπως ευλαβώς θέσωμεν υπ’ όψιν Υμών τα κάτωθι:

Σεβόμεθα και αξιοχρέως τιμώμεν την Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν και Υμάς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και Πατέρα ημών. Αδιαλείπτως ευχόμεθα υπέρ της μαρτυρικής Πρωτοθρόνου Εκκλησίας και στηρίζομεν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εις την άρσιν του μακροχρονίου βαρέος σταυρού Αυτού. Οσάκις δε ανακύπτουν θέματα, τα οποία προβληματίζουν την συνείδησιν της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, με υιικόν σεβασμόν και αγάπην, ως έπραττον και οι προ ημών πατέρες, εκφράζομεν ευσεβάστως την γνώμην και τας προτάσεις ημών.

Διαπιστούμεν την σύντονον και φιλότιμον προσπάθειαν των Αντιπροσωπειών των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τας Πανορθοδόξους Προσυνοδικάς Διασκέψεις προς σύνταξιν των εν σχεδίω προσυνοδικών κειμένων, τα οποία εδημοσιεύθησαν κατόπιν αποφάσεως της Συνάξεως των Σεπτών Προκαθημένων (21-28 Ιανουαρίου 2016).

Εν τούτοις φρονούμεν ότι εις τα προσυνοδικά κείμενα σημείά τινα χρήζουν αποσαφηνίσεως, ώστε να αποτυπούται σαφέστερον η διαχρονική παράδοσις των Αγίων Πατέρων και η συνοδική παρακαταθήκη της Εκκλησίας. Επ’ αυτών των σημείων καταθέτομεν ταπεινώς την γνώμην και τας προτάσεις ημών προς αξιολόγησιν και αξιοποίησιν αυτών υπό της Εκκλησίας.

Το πρώτον σημείον αφορά εις την εκκλησιολογίαν. Η διατύπωσις «η Ορθόδοξος Εκκλησία, ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» ορθώς ετέθη ως προμετωπίς εις την αρχήν του κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»,υπό την έννοιαν και κατανόησιν ότι εκφράζει την μοναδικότητα Αυτής. Εν τούτοις η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, ως συνοδικόν όργανον μείζον των προσυνοδικών Διασκέψεων, θα έδει να συμπληρώση την διατύπωσιν του σχετικού κειμένου και να αποφύγη τον όρον «Εκκλησία» δια τους ετεροδόξους, χρησιμοποιούσα αντ᾽ αυτού τους όρους «χριστιανικά δόγματα και ομολογίαι». Ούτως οι ετερόδοξοι θα γνωρίζουν πλέον σαφώς τι περί αυτών φρονούμεν ως ειλικρινείς Ορθόδοξοι συνομιληταί των. Προς την κατεύθυνσιν ταύτην ορθοτέρα θα ήτο, εις το β ἐδάφιο της παρ. 6 του αυτού κειμένου, η διατύπωσις: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει (αντί του αναγνωρίζει) την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών ομολογιών…».

Εν συνεχεία η έννοια της ενότητος της Εκκλησίας χρήζει ωσαύτως διασαφήσεως. Πιστεύομεν ότι εις την ενότητα Αυτής ανήκουν μόνον τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως Σώμα Χριστού, τα μετέχοντα της «δόξης» (της θεοποιού Χάριτος του Αγίου Πνεύματος), περί της οποίας ηυχήθη ο Μέγας Αρχιερεύς Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Περί τούτων μόνον λέγεται το «ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν», κατά την ερμηνείαν των θεοφόρων Πατέρων (Μεγ. Αθανασίου, αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας). Είναι προς όφελος όλων, της τε αυτοσυνειδησίας του Ορθοδόξου ποιμνίου, αλλά και των ετεροδόξων, να ομιλώμεν περί επιστροφής των διεστώτων εις την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ήτοι την καθ’ ημάς αγίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήτις διακρατεί αδιατάρακτον «τον μεταξύ της ορθής πίστεως και της μυστηριακής κοινωνίας υφιστάμενον άρρηκτον δεσμόν», ως ούτος εξεφράσθη υπό των αγίων Οικουμενικών Συνόδων.

Εν τη εννοία ταύτη της ενότητός της η Εκκλησία «εκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά των εξ αυτής διεστώτων, των εγγύς και των μακράν», και εν τούτω τω πλαισίω δύναται να εκφράση την αποστολικήν Αυτής φύσιν «εντός των νέων ιστορικών συνθηκών», με αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της επιστροφής τούτων εις την αγιοπνευματικήν ενότητα Αυτής. Συγκεκριμένως προτείνομεν όπως εις το άρθρον 5 η τελική φράσις «της απωλεσθείσης ενότητος των Χριστιανών» να διατυπωθή ως εξής: «της επανόδου εν αληθεία των απομακρυσθέντων εξ Αυτής Χριστιανών».

Το δεύτερον σημείον εις το οποίον τα προσυνοδικά κείμενα θα έδει να δεχθούν τροποποιήσεις, ώστε να αποτυπώσουν την διαχρονικήν αυτοσυνειδησίαν της Εκκλησίας, είναι όσα αναφέρονται εις τους διμερείς και πολυμερείς διαχριστιανικούς διαλόγους. Ο τρόπος διεξαγωγής και η πορεία των θεολογικών διαλόγων δεν αναπαύει το σύνολον του πληρώματος της Εκκλησίας, η δε καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης κατά καιρούς και εις διαφόρους περιστάσεις έχει εκφρασθή δι᾽ επισήμων κειμένων κατά θεολογικών συμφωνιών μετά των ετεροδόξων και έχει διαμαρτυρηθή δια συμπροσευχάς και άλλας λατρευτικάς πράξεις (λειτουργικούς ασπασμούς κ.λπ.), δι’ ων δίδεται η εικών ψευδούς ενώσεως μετ’ αυτών, ως αναφέρεται εις το κείμενον της ημετέρας ΕΔΙΣ της 9ης/22ας Απριλίου 1980. Συγκεκριμένως, εις το άρθρον 18 του κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» δέον να αποσαφηνισθή ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδόλως δύναται να δεχθή την ενότητα της Εκκλησίας ως τινα διομολογιακήν προσαρμογήν η ως συμμετοχήν εις συμπροσευχάς και ετέρας λατρευτικάς πράξεις, αι οποίαι δημιουργούν σύγχυσιν εις την συνείδησιν του Ορθοδόξου πληρώματος. Ωσαύτως δεν δυνάμεθα να μη εκφράσωμεν τον έντονον προβληματισμόν και τας ευλόγους αντιρρήσεις ημών δια την περαιτέρω συμμετοχήν των Ορθοδόξων εις το «Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε).

Τρίτον, ως προς τον «Κανονισμόν οργανώσεως και λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας»,κατανοούμεν τας πρακτικάς δυσχερείας, δι᾽ ο και παρακάμπτομεν τον γενικόν προβληματισμόν περί του τρόπου οργανώσεως και της ισοτίμου συμμετοχής των επισκόπων. Συναφώς πάντως, το άρθρον 22 του κειμένου«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», όπου γίνεται αναφορά εις το ποίος είναι «ο έσχατος κριτής επί θεμάτων πίστεως», δύναται να γίνη σαφέστερον με την διευκρίνισιν ότι η εκκλησιαστική παράδοσις αναγνωρίζει ως έσχατον κριτήν επί θεμάτων πίστεως την συνείδησιν του πληρώματος της Εκκλησίας, την οποίαν εκφράζουν ενίοτε μεμονωμένα πρόσωπα η σύνοδοι ιεραρχών η ο πιστός λαός και η οποία επικυρούται δια συνοδικών αποφάσεων.

Επίσης θεωρούμεν ότι εις τας αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δέον να περιληφθή αναφορά και εις τας μετά την αγίαν Ζ´ Οικουμενικήν μεγάλας Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας (τας επί Μεγ. Φωτίου το 879, επί αγ. Γρηγορίου Παλαμά 1341-1351, και εκείνας αι οποίαι ηκύρωσαν τας εν Λυώνι και Φλωρεντία ενωτικάς ψευδοσυνόδους), καθ’ όσον δια της αναφοράς εις αυτάς τας συνόδους αι δογματικαί και εκκλησιολογικαί διαφοραί μετά των ετεροδόξων (περί το Φιλιόκβε, την κτιστήν Χάριν, το παπικόν πρωτείον κ.λπ.) αποσαφηνίζονται πλήρως.

Το τέταρτον και, όσον εις το καθ’ ημάς, τελευταίον σημείον αφορά εις το πνεύμα του κειμένου «Αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω». Το κείμενον διακρίνεται υπό πνευματικής ευαισθησίας, πλην όμως φρονούμεν ως Αγιορείται και κληρονόμοι της ησυχαστικής ασκητικής παραδόσεως ότι τούτο θα συνεπληρούτο προσφυέστερον (κατά προτίμησιν εις την παράγραφον ΣΤ´ 13) με πλέον ανεπτυγμένην αναφοράν εις την αντίστοιχον ορθόδοξον ανθρωπολογίαν και κοσμολογίαν, ως αύτη διετυπώθη κυρίως υπό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Συγκεκριμένως δύναται να συμπληρωθή:

«Ο Θεός δύναται να αποκαλυφθή εις τον άνθρωπον με άμεσον κοινωνίαν μαζί του, όταν ο τελευταίος εφαρμόζη την κατά Χριστόν άσκησιν και τον αναζητή συνεχώς με την νοεράν προσευχήν. Σκοπός αυτής της αυστηράς και μυσταγωγικής πνευματικότητος είναι η θέωσις, δηλ. η προσωπική βίωσις από τον προσευχόμενον του Θείου Φωτός της Μεταμορφώσεως. Απαραίτητος όρος τούτων τυγχάνει ότι η προσωπική ολοκλήρωσις, η κοινωνία με τον Θεόν και η αποκάλυψίς Του επιτυγχάνονται μόνον μέσα εις τον χώρον της Εκκλησίας. Ο όλος ασκητικός αγών πραγματώνεται μόνον με την Χάριν του Θεού και όχι ανεξαρτήτως αυτής (ήτοι με την εφαρμογήν διαφόρων τεχνικών συναντωμένων εις διάφορα παλαιά και σύγχρονα μυστικιστικά ρεύματα η με την αυτόνομον ανάπτυξιν της ανθρωπίνου νοήσεως και γνώσεως).

»Εις το πλαίσιον τούτο κεντρικήν θέσιν κατέχει η διάκρισις ανάμεσα εις την ουσίαν και εις τας ακτίστους ενεργείας του Θεού. Ο Θεός δεν παραμένει απρόσιτος εις τον άνθρωπον, αλλ᾽ έρχεται εις άμεσον σχέσιν και προσωπικήν κοινωνίαν μετ᾽ αυτού δια των ακτίστων ενεργειών Του. Ούτως ο άνθρωπος μετέχει της θείας ζωής και γίνεται θεός κατά χάριν. Η ενέργεια του Θεού δεν είναι αόριστός τις δύναμις η υπερδύναμις· είναι ο ζων προσωπικός και Τριαδικός Θεός, ο οποίος γίνεται προσιτός και μεθεκτός εις τον άνθρωπον, εισέρχεται εις την ιστορίαν και την ζωήν του, ίνα ούτος «γένηται κοινωνός θείας φύσεως» φέρων το «κατ’ εικόνα» και οδεύων προς το «καθ’ ομοίωσιν» δια της ασκήσεως, της εναρέτου ζωής και της απαθείας».

Δια της ανωτέρω θεοποιού οδού επέρχεται εις την καρδίαν του ανθρώπου η κατά Χριστόν ειρήνη, η «άνωθεν ειρήνη», ήτις δέον να αντιδιασταλή προς την έννοιαν της ενδοκοσμικής ειρήνης, της επιδιωκομένης δια των διαθρησκειακών πρωτοβουλιών και εκδηλώσεων.

Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,

Βαθύτατα εκτιμώντες τους κόπους των μοχθησάντων εις τας Προσυνοδικάς Διασκέψεις, δυνάμεθα να είπωμεν συμπερασματικώς ότι τα προσυνοδικά κείμενα χρήζουν βελτιώσεών τινων, ώστε να εκφράζουν το καθολικόν φρόνημα της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υποβάλλομεν υιϊκήν παράκλησιν όπως, μεταξύ άλλων, λάβητε υπ᾽ όψιν και τας κατόπιν περισκέψεως, προσοχής και προσευχής εκτεθείσας ημετέρας προτάσεις, ώστε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος να «αποτελέση αυθεντικήν έκφρασιν της κανονικής παραδόσεως και της διαχρονικής εκκλησιαστικής πράξεως δια την λειτουργίαν του συνοδικού συστήματος» της Εκκλησίας. Τότε χαρά μεγάλη γενήσεται εν ουρανώ και επί γης και θα αποφευχθούν τυχόν διαστάσεις και σχίσματα, άπαν δε το πλήρωμα της Εκκλησίας «εν ενί στόματι και μια καρδία» θα δοξάση τον Πανάγιον Τριαδικόν Θεόν, την ελπίδα της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.

Επί δε τούτοις, προσευχάς ενθέρμους ολοκαρδίως αναπέμποντες προς τον Αναστάντα Κύριον υπέρ της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος και υπέρ της αισίας εκβάσεως της συγκληθησομένης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, διατελούμεν μετά βαθυτάτου σεβασμού και υιικής αφοσιώσεως.

Άπαντες οι εν τη Εκτάκτω Διπλή Ιερά Συνάξει Αντιπρόσωποι και Προϊστάμενοι των Κ´ Ιερών και Ευαγών Μονών του Αγίου Όρους Άθω

Κοινοποίησις:

Εις τας Αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας

Εις Κ´ Ι. Μονάς Αγίου Όρους Άθω