Στο τεύχος 133 το 2015 

 
Ἀπὸ τὶς 6 ὣς τὶς 9 Μαρτίου τοῦ 2014 πραγματοποιήθηκε στὸ Φανάρι ἡ Σύναξη τῶν προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν. Στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν της ἐκδόθηκε Μήνυμα1, στὸ ὁποῖο, πλὴν ἄλλων, ἀναφέρονται τὰ ἑξῆς:

 
Ἐπιβεβαιοῦμεν τὴν ἀφοσίωσιν ἡμῶν εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς συνοδικότητος, ἥτις τυγχάνει ὑψίστης σημασίας διὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας […]. Ἡ καρδία ἡμῶν στρέφεται πρὸς τὴν ἀπὸ μακροῦ ἀναμενομένην Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διὰ νὰ μαρτυρήσωμεν τὴν ἑνότητα αὐτῆς, ὡς καὶ τὴν εὐθύνην καὶ τὴν στοργήν της πρὸς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἡ Σύναξις συνεφώνησεν ὅτι ἡ προπαρασκευαστικὴ τῆς Συνόδου ἐργασία πρέπει νὰ ἐντατικοποιηθῇ. Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ θὰ ἀρ­χίσῃ τὸ ἔργον αὐτῆς ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου 2014 καὶ θὰ ὁλοκληρώσῃ αὐτὸ μέχρι τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῦ ἔτους 2015. Θὰ ἀκολουθήσῃ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατὰ τὸ πρῶτον ἥμισυ τοῦ ἔτους 2015. Ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, τόσον κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Συνόδου, ὅσον καὶ κατὰ τὰ προπαρασκευαστικὰ στάδια αὐτῆς, θὰ λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θὰ συγκληθῇ ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐν ἔτει 2016, ἐκτὸς ἀπροόπτου.
 
«Ἐκτὸς ἀπροόπτου» σημαίνει, προφανῶς, ὅτι ἡ Μεγάλη Ὀρθόδοξη Σύνοδος θὰ λάβει χώρα, ἐφ’ ὅσον τὰ πράγματα πορευτοῦν σύμφωνα μὲ τὰ ἐνεστῶτα δεδομένα καὶ δὲν ἀνατραποῦν ἀπὸ κάτι ἀπρόβλεπτο, ἀπὸ κάτι τὸ ὁποῖο δὲν διακρίνεται αὐτὴ τὴ στιγμή.
 
Σοφὴ ἡ φράση, καὶ σωστὴ ἡ ἐπιφύλαξη, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπινους σχεδιασμούς, καὶ θά ’πρεπε νὰ τοὺς συνοδεύει ὅλους: ἀπὸ τοὺς ἁπλούστερους μέχρι τοὺς συνθετότερους. Ἀλλὰ ἂν ἔρθουμε στὸ προκείμενο, δηλαδὴ στὸν σχεδιασμὸ τῆς Μεγάλης Συνόδου (ἡ ὁποία μάλιστα φέρεται ὅτι κυοφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀρχές, περίπου, τῆς δεκαετίας τοῦ 19302), ἡ ἐπίκληση τοῦ «ἀπροόπτου» μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ εἶναι διαφορετική:
 
Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἡ παγκόσμια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία –μ’ ὅλο τὸν πλοῦτο ποὺ κουβαλᾶ– νοσεῖ βαριά, καὶ νοσεῖ ἐπειδὴ πλήττονται βασικὲς λειτουργίες της. Πρέπει νὰ εἶσαι πολὺ ἄστοργος πρὸς τὴν ἴδια σου τὴ μάνα γιὰ νὰ καμώνεσαι ὅτι δὲν βλέπεις νόσο, ἢ γιὰ νὰ ἀντιπαρέρχεσαι τὸ θέμα χρησιμοποιώντας σὰν ξόρκι τὴν εὐαγγελικὴ διαβεβαίωση ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»3. Ἡ διαβεβαίωση ἀφορᾶ, βεβαίως, τὴν αἴσια ἔκβαση τῆς μάχης, ἀλλὰ οὐδὲν προνόμιο προσφέρει στοὺς παπαγαλίζοντές την. Αὐτὸ ποὺ πολιτογραφεῖ τὸν καθέναν μας στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ἤ, ἀντιθέτως, στὰ κόλπα τῶν πυλῶν τοῦ Ἅδη, εἶναι ἡ ἴδια του ἡ πολιτεία, κι ὄχι βεβαίως οἱ ρητορικὲς ταχυδακτυλουργίες του.
 
Οἱ νόσοι λέγονται ἀνταγωνισμοὶ δικαιοδοσιῶν, ἐθνικιστικὴ διαπότιση, κραταίωση τῶν προβλημάτων τῆς «διασπορᾶς», αὐταρχισμός, ἀπεμπόληση τῆς συνοδικότητας, φαντασιακὰ μεγαλεῖα, ἀπαξίωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων, ἀγνόηση τοῦ πληρώματος. Καὶ ἀντιστρατεύονται τὸ μυστήριο τῆς πονετικῆς, φτωχῆς καὶ θυσιαστικῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε καὶ λείπουν ἀκραῖες καταστάσεις, ὅπως ἡ ἀποδόμηση κοινοτήτων οἱ ὁποῖες εἶχαν πετύχει ὑπερεθνικὴ φυσιογνωμία, καὶ ἡ περιθωριοποίηση θεολογικῶν φωνῶν ποὺ ἀρνοῦνται νὰ γίνουν θεραπαινίδες σκοπιμοτήτων καὶ μεθοδεύσεων. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἕνας «συντηρητικὸς» φονταμενταλισμός, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἕνας «προοδευτικὸς» ἀμοραλισμὸς κρατοῦν τὶς φλεγμονὲς τοῦ Σώματος σὲ ἔξαρση.
 
Μέσα, λοιπόν, σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα, ἡ Μεγάλη Σύνοδος θὰ πραγματοποιηθεῖ ὡς ἀληθὴς Σύνοδος, ὄχι ἂν δὲν συμβεῖ κάτι ἀπρόο­πτο, ποὺ θὰ τὴ ματαιώσει ἢ θὰ τὴν ἀναβάλει, ἀλλά –ἀντιθέτως– ἂν κάτι ἀπρόοπτο σὲ σχέση μὲ τὰ σημερινὰ τενάγη συμβεῖ, καὶ ἀπελευθερώσει τὶς δυνάμεις οἱ ὁποῖες θὰ ἀναδείξουν τὴν Ἐκκλησία ὡς μιὰ προφητικὴ παρουσία, φοβούμενη τὸν Κύριό της καὶ ἀνοιχτὴ στὴν ἐκπλήσσουσα δράση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡς ἕνα γεγονὸς μὲ μαγιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, κι ὄχι ὡς συνέδριο γραφειοκρατικῶν μηχανισμῶν.
 
Στὸ τεῦχος αὐτὸ δὲν θελήσαμε νὰ μιλήσουμε γενικόλογα, ἄσχετα ἀπὸ τὸ σήμερα καὶ μᾶλλον θριαμβολογικά, γιὰ τὴν συνοδικότητα, σὰν τάχα αὐτὴ νὰ εἶναι δεδομένη καὶ ἀπρόσκοπτη, σὲ μιὰν ἀνέφελη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα. Ἐπιλέξαμε νὰ εἴμαστε ὅσο μποροῦμε πιὸ συγκεκριμένοι, σημερινοὶ καὶ μετρημένοι. Ἔτσι, καταθέτουμε σκέψεις, ἐρωτήματα καὶ προτάσεις, καὶ τὰ ὑποβάλλουμε ὀφειλετικῶς στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας: στὴν ἱεραρχία της καὶ τὸν λαό της. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ τεῦ­χος ἐπιχειροῦμε ὅ,τι ἐπιχειροῦμε πάντα: Διατυπώνουμε τὴ ματιά μας μὲ ἐπιχειρήματα, ἐκτιθέμεθα παρρησιαζόμενοι, προσδοκοῦμε ὡς μέγιστη χαρὰ τὸν θεολογικὸ ἀντίλογο· χωρὶς χυδαιότητες, χωρὶς παρασκήνιο, χωρὶς φατριασμοὺς καὶ χωρὶς ἄδηλες βλέψεις.
 
Τὰ κείμενα ἐπικεντρώνουν σὲ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴ συνοδικότητα καὶ τὴν ἔννοια τῆς Συνόδου, τὶς προϋποθέσεις τους καὶ τὶς εὐκαιρίες τους σήμερα (Παν. Νέλλας καὶ π. Ἀντ. Πινακούλας) καὶ διαχρονικά (Δημ. Μόσχος). Διατυπώνονται ἐρωτήματα γιὰ τὴ Μεγάλη Σύνοδο (π. Χριστοφ. Ντ’ Ἀλοΐζιο), τὸν δὲ τρόπο λήψης τῶν ἀποφάσεών της, ποὺ ἔχει ἀνακοινωθεῖ, τὸν συνεξετάζουν ἑπτὰ θεολόγοι (Ἀθ. Βλέτσης, Στ. Γιαγκάζογλου, Χρ. Γιανναρᾶς, π. Ν. Λουδοβῖκος, π. Δ. Μπαθρέλλος, Β. Σταθοκώστα καὶ Χρυσ. Σταμούλης), οἱ ὁποῖοι καὶ καταδεικνύουν ὅτι τὰ τεχνικὰ θέματα εἶναι, σὲ μεγάλο βαθμό, ἐκφάνσεις τῶν οὐσιαστικῶν. Παράλληλα μελετᾶται ἕνα ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα θέματα τῆς μέλλουσας Συνόδου, ἡ νηστεία (Θ. Ν. Παπαθανασίου).
 
Τὰ μελετήματα τοῦ παρόντος ἀφιερώματός μας οὐσιαστικὰ συνεχίζουν ἐρωτήματα καὶ εἰσηγήσεις ποὺ ἔχουν κατατεθεῖ ἀπὸ τὸν πρωτομάστορά μας Παναγιώτη Νέλλα καί, στὴ συνέχεια, ἀπὸ μᾶς, σὲ πολλὰ προηγούμενα τεύχη μας4. Καί, βέβαια, καὶ ἡ συνέχεια θὰ ἔχει συνέχεια, ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέψει. Ἄλλωστε τὸ εἴπαμε: Προσδοκοῦμε ὡς μέγιστη χαρὰ τὴ θεολογικὴ ἀνταπόκριση. Μὲ πολλὴ πολλὴ ὑπομονή.
 
Θ.Ν.Π.
 
 
 
1. http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1873&tla=gr
2. Βλ. Ἰωάννης Καρμίρης, «Ἡ Πανορθόδοξος Διάσκεψις Ρόδου, 24 Σεπτεμβρίου – 1 Ὀκτωβρίου 1961», Θεολογία 32 (1961), σσ. 497-529.
3. Ματθ. 16: 18.
4. Πέρα πλήθους διάσπαρτων μελετημάτων, βλ. τὰ ἀφιερώματα: «Γιὰ τὸν ἐπίσκοπο», 127 (2013). «Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα. Ἡ ἀνάδειξη τῶν ἐπισκόπων καὶ ἡ θέση τῶν λαϊ­κῶν», 97 (2006). «Ἐλευθερία καὶ φόβος στὴ ζωὴ καὶ τὶς δομὲς τῆς Ἐκκλησίας», 82 (2002). «Ἀπὸ τὴ Βαβὲλ στὴν Πεντηκοστή: Ἑνότητα καὶ διαφορετικότητα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας», 76 (2000). Βλ. καὶ Παναγιώτη Νέλλα, «Βασίλειον ἱεράτευμα. Μελέτη ἐπὶ τοῦ προβλήματος τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου», 83 (2002), σσ. 48-60.