Της δασκάλας Ελευθερίας Σιώπη

 

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή, των πανελληνίων εξετάσεων, προκύπτουν συζητήσεις γύρω από το επίπεδο απόδοσης και την πτώση της γλωσσικής και κριτικής ικανότητας των μαθητών. Οι προβληματισμοί ωστόσο παραμερίζονται σύντομα και ξαναρχίζουμε κάθε Σεπτέμβριο τη νέα σχολική χρονιά στο ίδιο μοτίβο, με την ίδια λάθος συνταγή και δίχως καμία ουσιαστική ελπίδα να αλλάξει το παραμικρό. Κι όλα αυτά, ενώ συμπληρώνονται ήδη 10 χρόνια από την εισαγωγή-εισβολή των νέων σχολικών εγχειριδίων, των εργαλείων δηλαδή που έχουν στα χέρια τους οι εκπαιδευτικοί (και όχι πλέον παιδαγωγοί, αφού έχει «ποινικοποιηθεί» ιδεολογικά ο τίτλος) για να χρησιμοποιήσουν, ώστε να πετύχουν τον ποθούμενο στόχο της βελτίωσης του μορφωτικού (;) επιπέδου των «πελατών» τους…

Η συζήτηση γύρω από το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων έχει ανοίξει εδώ και χρόνια, χάρη κυρίως στον επίμονο αγώνα του Δασκάλου Δημήτρη Νατσιού. Δυστυχώς όμως διαπιστώνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα δασκάλων και γονέων παραμένει ανυποψίαστη, μη έχοντας συνειδητοποιήσει ακόμη την έκταση του ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, που έχει περάσει πια σε τελικό στάδιο την τελευταία δεκαετία (ενώ η εφαρμογή του έχει βέβαια αρχίσει πολύ νωρίτερα). Η αλλαγή του προσανατολισμού της παιδείας στην πατρίδα μας και η καθήλωση – πνευματική, διανοητική, συμπεριφορική – στα κατώτερα επίπεδα δυναμικότητας, συζητιούνται μόνο σποραδικά και με αφορμή μεμονωμένες διαπιστώσεις δασκάλων ή γονέων. Υποσκελίζονται δε σύντομα από τις ανησυχίες για το οικονομικό ή το όποιο μέλλον της χώρας, χωρίς να έχει συνειδητοποιηθεί ότι η ολοκληρωτική καταστροφή έχει ήδη υπογραφεί μέσα στις σχολικές τάξεις εδώ και δεκαετίες. Το ύπουλο έγκλημα έχει συντελεστεί κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μας…

Τα όμορφα μυαλά όμορφα καίγονται στα σχολικά ιδρύματα της χώρας μας. Ας αναλογιστούν αρχικά γονείς και δάσκαλοι την αμηχανία που προξενεί το επίπεδο α-νοησίας που χρωματίζει κάθε έκφραση κοινωνικής συμπεριφοράς των νέων μας. Στέρηση παντού. (Και δεν πρόκειται απλώς για το διαχρονικό χάσμα των γενεών). Ας επιχειρήσουμε μία απλή επίκληση στη λογική, για ν’αντιληφθούμε τη μετάλλαξη που έχουν υποστεί τα παιδιά μας. Όσοι έχουν έστω φυλλομετρήσει τα σχολικά βιβλία, ας αναλογιστούν τι καλύτερο περιμέναμε να συμβεί, όταν ανεχτήκαμε τον παραγκωνισμό του Αισώπου από τη …Χωχαρούπα (βλ. Γλώσσα Β ́Δημοτικού), της Ορθοδοξίας από φλύαρες αγαπολογίες και θρησκειολογικούς συγκρητισμούς, του Πυθαγόρα από τα κινέζικα τάγκραμ! Ας αναπτύξουμε όμως εξ αρχής τους προβληματισμούς μας, ως προς τους εξής άξονες:

Α) Θεματολογία

Σε όλες τις τάξεις επαναλαμβάνονται μονότονα οι ίδιες θεματικές ενότητες: διατροφή και συνταγές μαγειρικής, οδηγίες χρήσης συσκευών, πολυπολιτισμικότητα, ρατσισμός, ειρήνη στον κόσμο, κυκλοφοριακή αγωγή, διαφήμιση και καταναλωτισμός, το αττικό μετρό (!!!), το νερό, το περιβάλλον, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές,και λοιπά υψίστου ενδιαφέροντος θέματα. Το σχολείο γίνεται προέκταση του κόσμου της τηλεόρασης και του διαδικτύου. Ενώ θα έπρεπε να αποθαρρύνουμε τα παιδιά από την κατάχρηση αυτών των μέσων, στην πράξη τα αποθεώνουμε, προσδίδοντάς τους κύρος. Και μάλιστα με θέματα που κάθε άλλο παρά συγκινούν τις παιδικές ψυχές. Υποτιμούμε την αισθαντικότητά τους και μας επιστρέφουν την ανία με ποικίλες παρεκτροπές συμπεριφοράς.

Στο «Σκολειό του κόσμου» – όπως τιτλοφορείται το Ανθολόγιο – εκπαιδεύονται οι αυριανοί φρόνιμοι πολίτες του παγκοσμιοποιημένου χυλού, εξ ου και ο περιορισμός στην εν λόγω θεματική ατζέντα. Ούτε λόγος βέβαια για καλλιέργεια της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας. Τα παιδιά μας – λένε -πρέπει να προετοιμαστούν για τον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς όμως να γνωρίσει πρώτα τον κόσμο της δικής του κοινότητας, της δικής του πατρίδας;

Β) Μεθοδολογία

Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα σεμινάρια των εκπαιδευτικών δίνουν βαρύτητα αποκλειστικά στις μεθόδους διδασκαλίας και ποτέ στο περιεχόμενο της διδασκαλίας. Όποτε εκδηλώνουμε ενδιαφέρον για το περιεχόμενο, μάς αποκαλούν σ χ ε δ ό ν … ε μ μ ο ν ι κ ο ύς (προφανώς όμως δεν είναι εμμονή το να επιμένουμε να χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο, υποστηρίζοντας συστηματικά αποτυχημένες διδακτικές μεθόδους). Η επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας προτάθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’70 ως μία προσέγγιση στη διδασκαλία της αγγλικής ως δεύτερης γλώσσας. Προβλήθηκε λοιπόν από τους εγχώριους θιασώτες της ως μέθοδος διδασκαλίας και της μητρικής! Διανθίστηκε συν τω χρόνω και με άλλες βαρύγδουπες θεωρίες περί κριτικού ή ψηφιακού γραμματισμού και κειμενοκεντρικές προσεγγίσεις στη βάση πάντα της διαθεματικότητας, της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας και της καινοτομίας. Πραγματικές προφάσεις εν αμαρτίαις, σε μια απόπειρα κάποιων να δικαιολογήσουν τις ιδεοληψίες τους και να τις καλύψουν κάτω από μανδύες επιστημονικοφανείς.

Αλήθεια, ως πότε οι δάσκαλοι θ’ ανεχόμαστε αυτή την άκρως φασιστική επιβολή στη δουλειά μας δοκιμασμένων προ πολλού στο εξωτερικό και αποδεδειγμένα πλέον αποτυχημένων ψευδοεπιστημονικών θεωριών, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά κακέκτυπες αντιγραφές και πειραματισμοί της Ψυχολογίας ή της Κοινωνιογλωσσολογίας; Ως Παιδαγωγοί είμαστε οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουμε ποια από τα πορίσματα των άλλων επιστημών είναι κατάλληλα για τη διδακτική πράξη. Δυστυχώς ο φόβος και τα συμπλέγματα λόγω έλλειψης… επιστημοσύνης, μάς έχουν μετατρέψει από λειτουργούς σε πειθήνιους υπαλλήλους, χωρίς αναφορές σε στοιχειώδη κριτική σκέψη.

Κι έπειτα αναρωτιόμαστε γιατί οι μαθητές μας πάσχουν εκείνοι από έλλειψη κριτικής σκέψης.

ΠΗΓΗ: Αντιφωνητής