Αρχαία Ελληνικά, ναι ή ου;

Του Κωνσταντίνου Μελίδη 

Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, τόσο σχετικά με τις ώρες όσο και με τις μεθόδους διδασκαλίας του, περνάει σοβαρή κρίση στην εποχή μας. Είναι γεγονός. Είναι όμως επίσης γεγονός, όχι και τόσο γνωστό στο ευρύ κοινό, πως η κρίση αυτή δεν είναι σημερινή, ούτε και χτεσινή, και βέβαια δεν είναι δημιούργημα ενός, πέντε ή δέκα μορφωμένων ή αμόρφωτων πολιτικών. Το ζήτημα είναι αρκετά περίπλοκο και φυσικά δεν θα πρέπει να αρκούμαστε σε υπερ-φιλολογικούς, εθνοκεντρικούς ή αστείους ιδεολογικούς αφορισμούς περί απώλειας των ριζών μας ή αφελληνισμού της παιδείας μας.

Το πρόβλημα θα πρέπει καταρχάς να τοποθετηθεί στη σωστή του βάση, η οποία δεν είναι άλλη από τη μονοδιάστατη τεχνοκρατική θεώρηση του ρόλου της εκπαιδευτικής λειτουργίας που επικρατεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Η προβολή των οικονομικών επιδιώξεων ως των μόνων ρεαλιστικών σκοπιμοτήτων της σύγχρονης ζωής δεν αφήνει περιθώριο στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για το μορφωτικό αγαθό των ανθρωπιστικών επιστημών γενικά (λογοτεχνία, φιλοσοφία, μουσική, εικαστικές τέχνες κ.λπ.)
Μετά τις απαράδεκτες εξαγγελίες εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και τις θυελλώδεις αντιδράσεις σχετικά με την υποτιθέμενη και υπό εξέταση -για να λέμε την αλήθεια- κατάργηση του γνωστικού αυτού αντικειμένου από το Γυμνάσιο (στην Ελλάδα), θα ήθελα να παραθέσω κάποια στοιχεία κυρίως για προβληματισμό.
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία διδάσκεται σχεδόν αδιάλειπτα από την αρχαιότητα έως σήμερα όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Το γιατί είναι αυτονόητο∙ δεν προτίθεμαι εδώ να εξηγήσω όρους όπως κλασικός, διαχρονικός, πανανθρώπινος, ούτε να σχολιάσω τις καινοτομίες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Η διδασκαλία των κλασικών γλωσσών άρχισε λοιπόν να κλονίζεται κατά το τέλος του 19ου αιώνα, όταν, μετά από δύο βιομηχανικές επαναστάσεις, η δυτική κοινωνία ενδύεται το σχήμα της θετικιστικής εκπαίδευσης και συνδέει άμεσα το σχολείο πρωτίστως με την παραγωγική διαδικασία. Πλήγμα δέχονται τότε τα κλασικά γράμματα στις ΗΠΑ, τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Παραδόξως, το πλήγμα αυτό δεν απουσιάζει από το σχετικά καινούργιο τότε νεοελληνικό κράτος. Ενώ ήδη από το 1836 με υπουργικά διατάγματα και σχολικά αναλυτικά προγράμματα τα Αρχαία Ελληνικά χαρακτηρίζονται ως θεμέλιον πάσης παρ’ ημίν παιδείας, κατά τη δεκαετία του 1880 (περίοδος που εισάγονται τα Νέα Ελληνικά στο Γυμνάσιο -ως καθαρεύουσα) κάνουν την εμφάνισή τους φωνές υπέρ της μείωσης των ωρών διδασκαλίας τους, ευνοώντας έτσι την ενίσχυση των Νέων Ελληνικών. Εκατό περίπου χρόνια πριν από σήμερα, το 1913, στα περίφημα νομοσχέδια Τσιριμώκου (όπως είναι γνωστά) με εμπνευστή τον Δημήτριο Γληνό, που αποσκοπούσαν στην περαιτέρω μείωση των ωρών διδασκαλίας της Αρχαίας, η τότε Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών απαντά σε σχετικό υπόμνημά της: Διά των νομοσχεδίων καταφέρεται πληγμα δεινό κατά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσης και της ανθρωπιστικής καθόλου εκπαιδεύσεως. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται… Στις προ ημερών εξαγγελίες της υπό εξέταση κατάργησης της Αρχαίας, ο τομέας Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών απαντά με μια εξαίσια ανακοίνωση (31/5/2016) που χαρακτηρίζεται από καθαρή επιστημοσύνη. Βεβαίως η κατάσταση του τότε και του τώρα δεν είναι συγκρίσιμη, εφόσον τότε τα Αρχαία γίνονται από κύριο μάθημα δευτερεύον (κάτι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό, παρόλες τις αντιδράσεις), ενώ σήμερα συζητάμε για τον εξοβελισμό τους ως άχρηστη γνώση.
Η αξία και η σημασία της αρχαιοελληνικής κειμενικής παραγωγής και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού εν γένει δεν έχουν ποτέ κι από κανέναν αμφισβητηθεί. Κατά τη γνώμη μου, η διδασκαλία της αρχαίας μορφής της γλώσσας μας δεν είναι προϋπόθεση ούτε για την αντίληψη και τη μετάδοση των ιδεών και των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων του αρχαίου πολιτισμού ούτε φυσικά της εμπέδωσης της εθνικής μας ταυτότητας. Θεωρώ όμως τη διδασκαλία της εξαιρετικά σημαντική, αν όχι απαραίτητη.
Γιατί διδασκαλία των Αρχαίων από το πρωτότυπο σε παιδιά 12-14 ετών; Επειδή πρόκειται για μια άσκηση δύσκολη αλλά ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική, που μπορεί να εμφυτεύσει στους εφήβους την αρετή της ευαισθησίας της εμβάθυνσης, δηλαδή της συστηματικής προσπάθειας βαθιάς κατανόησης των έργων του αρχαίου πολιτισμού, σε πείσμα μιας επιφανειακής και βιαστικής επαφής με τα έργα τέχνης που η σύγχρονη εποχή επιβάλλει, αγνοώντας τη (γλωσσική) μορφή που αυτά έλαβαν. Για τους αντιφρονούντες, θα πρέπει να πω ότι δεν είναι εθνοκεντρισμός, ούτε ιδεοληψία να ασκούνται οι έφηβοι στα έργα της αρχαίας γραμματείας εάν αυτό γίνεται με τρόπο επιστημονικό και ουσιώδη.
Πρωτίστως όμως, είναι μείζον θέμα πολιτικής βούλησης, σχετικά με την κατεύθυνση της εκπαίδευσης, να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στην ερώτηση εάν θέλουμε ή όχι, ως κοινωνία και ως Πολιτεία, να εκπαιδεύσουμε ανθρώπους με πνευματική συγκρότηση, να καλλιεργήσουμε την κριτική ικανότητα και σκέψη, την αισθητική ευαισθησία, τη φαντασία, δεξιότητες που η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής εγγυάται με τρόπο στέρεο. Σε κάθε περίπτωση είναι εποικοδομητικός ο διάλογος που ανοίγεται σήμερα για τη διατήρηση ή μη των ανθρωπιστικών σπουδών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αρκεί να απομακρυνθούμε από κάθε είδους φανατισμούς, προκειμένου να επιτύχουμε να εμπλουτίσουμε με τρόπο σύγχρονο παρά να ακρωτηριάσουμε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Ο Κωνσταντίνος Μελίδης είναι διδάκτορας Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Σορβόννης (ParisIV)

Πηγή