Δικαίωμα ή υποχρέωση η συμμετοχή στα συνοδικά όργανα;

Γράφει ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΑΒΟΥΣΚΟΣ

Τις τελευταίες ημέρες διαβάζουμε όλοι στον Τύπο, ηλεκτρονικό και έντυπο, ότι ευάριθμες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δηλώνουν επισήμως, επικαλούμενη η κάθε μια τους δικούς της λόγους, είτε πως δεν θα συμμετάσχουν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας είτε πως θα συμμετάσχουν αλλά υπό προϋποθέσεις. Και όλα αυτά, παρά τα ήδη πανορθοδόξως συμφωνηθέντα, αν μη τι άλλο ομοφώνως, τουλάχιστον για την ημερομηνία συγκλήσεως της Συνόδου αυτής.

Το ερώτημα, λοιπόν, που γεννάται, είναι το εξής: Η συμμετοχή στις εργασίες μιας συνόδου είναι δικαίωμα ή υποχρέωση των συγκροτούντων αυτήν μελών;

Οι ιεροί κανόνες ρυθμίζουν το θέμα επαρκώς και σαφώς, έχοντας βεβαίως ως πρότυπο την επαρχιακή σύνοδο, η διαπίστωση όμως αυτή δεν αναιρεί την καθολικότητα της ισχύος των κανόνων αυτών, δηλαδή την εφαρμογή τους επί όλων των μορφών συνοδικότητας. Ειδικότερα:

Ως Επαρχιακή σύνοδος νοείται η σύνοδος, η οποία συντίθεται από όλους τους επισκόπους, που διαποιμαίνουν τις επισκοπές της επαρχίας, στα εδαφικά όρια της οποίας ανήκουν.
Η παρουσία όλων των επισκόπων της επαρχίας στις εργασίες της συνόδου είναι υποχρεωτική, όπως προκύπτει από τους ιερούς κανόνες. Έτσι:
α) η Α΄ Οικουμενική σύνοδος όρισε με τον 5ο κανόνα: «…ίνα κοινή πάντων των επισκόπων της επαρχίας επί το αυτό συναγομένων»,
β) η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος όρισε με τον 19ο κανόνα: «…δις του ενιαυτού επί το αυτό συντρέχειν καθ’ εκάστην επαρχίαν τους επισκόπους»,
γ) η Πενθέκτη Οικουμενική όρισε με τον 8ο κανόνα: «…καθ’ έκαστον έτος συνόδους των εν εκάστη επαρχία γίνεσθαι επισκόπων»,
δ) η τοπική σύνοδος της Λαοδικείας όρισε με τον 40ο κανόνα: «Ότι ου δεί επισκόπους καλουμένους εις σύνοδον καταφρονείν, αλλ’ απιέναι…».

Σε περίπτωση, που επίσκοπος παραβιάζει την υποχρέωση συμμετοχής του στις εργασίες της συνόδου της οποίας ήταν μέλος, απέχοντας από τις εργασίες της, οι ιεροί κανόνες προβλέπουν την επιβολή από την σύνοδο στον απουσιάζοντα επίσκοπο της ποινής της αδελφικής επιπλήξεως. Και βεβαίως, η πρόβλεψη επιβολής της ποινής από τη σύνοδο, από την οποία απουσιάζει ο τιμωρούμενος επίσκοπος, αποδεικνύει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι η σύνοδος λαμβάνει χώρα κανονικά, ανεξαρτήτως της απουσίας ενός ή περισσοτέρων μελών αυτής.

Η αποχή αυτή υπόκειται στην ποινή αυτή, εφόσον είναι αδικαιολόγητη. Και ως αδικαιολογήτως απών από τις εργασίες της συνόδου νοείται ο επίσκοπος, ο οποίος παραμένει στην επαρχία του, δίχως η παραμονή αυτή να οφείλεται στην ενασχόλησή του με υποθέσεις της επαρχίας του που δεν επιδέχονται αναβολή ή σε λόγους υγείας. Έτσι ορίζουν, ο 19ος της Δ΄ Οικουμενικής: «Τους δε μη συνιόντας επισκόπους, ενδημούντας ταις εαυτών πόλεσι, και ταύτα εν υγεία διάγοντας, και πάσης απαραιτήτου και αναγκαίας ασχολίας όντας ελευθέρους, αδελφικώς επιπλήττεσθαι», ο 8ος της Πενθέκτης: «Τους δε μη συνιόντας επισκόπους, ενδημούντας ταις εαυτών πόλεσι, και ταύτα εν υγεία διάγοντας, και πάσης απαραιτήτου και αναγκαίας ασχολίας όντας ελευθέρους, αδελφικώς επιπλήττεσθαι».

Παρά ταύτα, η απόλυτη αυτή υποχρέωση της συμμετοχής των επισκόπων στις εργασίες της συνόδου, της οποίας είναι μέλη, υπόκειται σε εξαιρέσεις, οι οποίες είναι θεσμοθετημένες από τους ιερούς κανόνες. Δύναται, συνεπώς, κάθε επίσκοπος να απέχει από τις εργασίες της συνόδου, που μετέχει ως μέλος, εφόσον υπάρχει λόγος ανωτέρας βίας. Ως λόγος ανωτέρας βίας δεν νοείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή δικαιολογία απουσίας, αλλά μόνον εκείνοι οι λόγοι, οι οποίοι επέρχονται ανεξαρτήτως της θελήσεως του απέχοντος επισκόπου.

Ως τέτοιοι λόγοι νοούνται a contrario προς τα ανωτέρω λεχθέντα είτε προβλήματα υγείας είτε η ανάγκη διεκπεραιώσεως υποθέσεων της επισκοπής του, οπότε καθίσταται αναγκαία η παραμονή του στην περιφέρειά του και δικαιολογείται η απουσία του από τις εργασίες της συνόδου, της οποίας είναι μέλος.

Οι ως άνω κανόνες, αν και έχουν ως πρότυπο συνοδικής εκφράσεως την επαρχιακή σύνοδο, αφορούν σε όλα τα συνοδικά όργανα, ανεξαρτήτως της μορφής αυτών ή του τακτικού ή έκτακτου χαρακτήρα τους, εφαρμοζόμενοι για τις λοιπές περιπτώσεις αναλογικώς.

Κατά τον Κανονισμό λειτουργίας της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, η Σύνοδος συντίθεται από όλες τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες παρίστανται στις εργασίες της συνόδου διά των Αρχιερέων, τους οποίους επέλεξε κάθε μια εκ των Αρχιερέων της κανονικής δικαιοδοσίας της.

Τούτο σημαίνει ότι τη θέση του μέλους της Συνόδου κατέχει η κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, η οποία έχει μεν δική της βούληση ως οντότητα, αυτή όμως εκφράζεται μέσω των φυσικών προσώπων, που την εκπροσωπούν. Συνεπώς, η εκ των ιερών κανόνων υποχρέωση για συμμετοχή στις εργασίες της Συνόδου βαρύνει την κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Εξίσου, όμως, οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι αυτές, που απολαμβάνουν και του ευεργετήματος της επιτρεπτής απουσίας από τις εργασίες της Συνόδου, εφόσον συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας, λόγος δηλαδή που είναι ανεξάρτητος της θελήσεως τους, που η επέλευσή του ή η αποτροπή της επευλεύσεώς του δεν εξαρτάται από την δική τους βούληση. Τέτοιος δε λόγος κατά τους ιερούς κανόνες μπορεί να είναι είτε λόγος ισάξιος αυτού της ασθενείας (π.χ. εμπόλεμη κατάσταση), είτε η ενασχόληση με υποθέσεις που δεν επιδέχονται αναβολή (π.χ. ζήτημα δογματικής ή κανονικής τάξεως μείζονος σημασίας), που πράγματι καθιστούν απαγορευτική τη συμμετοχή των εκπροσώπων της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στις εργασίες της Συνόδου.

Περαιτέρω, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το θέμα και από μια άλλη οπτική γωνία.

Αν ήθελε θεωρηθεί ότι την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο συνθέτουν όχι οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες αλλά τα φυσικά πρόσωπα που την εκπροσωπούν, δηλαδή οι ορισθέντες από κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία Αρχιερείς, τότε η υποχρέωση συμμετοχής στις εργασίες της Συνόδου βαρύνει ως υποχρέωση τους Αρχιερείς – εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών αλλά και το ευεργέτημα της δικαιολογημένης απουσίας αναγνωρίζεται μόνον υπέρ αυτών. Στην περίπτωση όμως αυτή, και για να είναι δικαιολογημένη η αποχή μιας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας από τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα πρέπει όλοι οι Αρχιερείς, που θα μπορούσαν να επιλεγούν ως εκπρόσωποί της, ή να είναι ασθενείς ή να είναι υποχρεωμένοι να επιληφθούν υποθέσεων μη επιδεχομένων αναβολής. Και τέτοιο θέμα, εξ όσων γνωρίζω δεν τίθεται.

Πέραν δε αυτών, η αποδοχή μιας τέτοιας απόψεως περί συνθέσεως της Αγίας και Ιεράς Συνόδου από τους Αρχιερείς – εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών συνεπάγεται:
α) την κατάρριψη του αβάσιμου κατά τα λοιπά ισχυρισμού ότι η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι σύνοδος των Προκαθημένων και όχι Σύνοδος των Επισκόπων, και
β) την αμφισβήτηση του δεδομένου σημαίνοντος ρόλου των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών σ’ αυτήν την τόσο σημαντική στιγμή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ρόλος ο οποίος όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Κατόπιν των ανωτέρω, και εξ όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ουδεμία Αυτοκέφαλη Εκκλησία εξ αυτών που έθεσαν θέμα μη συμμετοχής τους στην Αγία και Ιερά Σύνοδο, θεμελιώνει λόγο σύμφωνο με τους ιερούς κανόνες δικαιολογημένης αποχής της από τις εργασίες της Συνόδου αυτής. Αντιθέτως, οι Αυτοκέφαλες αυτές Εκκλησίες, όπως άλλωστε και όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, έχουν υποχρέωση συμμετοχής στις εργασίες της Συνόδου αυτής άνευ ετέρου. Παρά ταύτα, η αντίθετη προς τους ιερούς κανόνες αποχή κάποιων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών από την πανορθόδοξη αυτή σύναξη σε καμμία περίπτωση δεν παρεμποδίζει την σύγκληση της και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, οι οποίες θα έχουν πανορθόδοξη δεσμευτικότητα, από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που θα συμμετάσχουν. Και οι οποίες δύνανται να επιβάλλουν την ποινή της αδελφικής επιπλήξεως σε όσες τελικώς απουσιάσουν.

Η δε ομοφωνία στη λήψη των αποφάσεων λογίζεται και δεσμεύει τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, που μετέχουν στη σύνοδο συμφώνως προς τους ιερούς κανόνες και δεν είναι επικλητή από όσες απέχουν από τις εργασίες της κατά παράβασιν των ιερών κανόνων, παρεμποδίζοντας έτσι την ομοφωνία στη λήψη των αποφάσεων. Ο αντικανονικώς φερόμενος δεν δύναται να επικαλείται δικαίωμα εκ των κανόνων. Και όπως ορίζεται στη νομική επιστήμη: «ο εξ οικείου πταίσματος ζημιούμενος, ου δοκεί ζημιούσθαι». Άρα, για την κανονικότητα των ληφθησομένων αποφάσεων, αρκεί η ομοφωνία των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, που παρουσιάσθηκαν στη σύνοδο.