«Ο λογαριασμός που πληρώνουμε σήμερα είναι λογαριασμός ενός ποδηλάτη που σταμάτησε να ποδηλατεί στον ανήφορο», τόνισε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας απόψε, στο Συνέδριο του Economist.

 «Μιας οικονομίας που σταμάτησε να δουλεύει, με αποτέλεσμα να βρεθούμε πάλι σε ύφεση και να γιγαντωθούν ξανά τα γνωστά συναφή προβλήματα της εξυπηρέτησης του χρέους, της απώλειας πρόσβασης στις αγορές, της ρευστότητας της ιδιωτικής οικονομίας». Και πρόσθεσε: «Η μεγαλύτερη ζημία όμως είναι ο κλονισμός στην εμπιστοσύνη πολιτών και επενδυτών στις προοπτικές της χώρας.  Η απώλεια της αξιοπιστίας μας κάνει το δρόμο ακόμη πιο ανηφορικό. Διότι η ζημία δεν περιορίζεται μόνο στα όσα συνέβησαν αλλά επεκτείνεται και στις πολιτικές που συμφωνήθηκαν. Δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το μέλλον».
 
«H ελληνική οικονομία» υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, «διαθέτει μετά από 6 χρόνια κρίσης τη δυνατότητα για μια φυγή προς τα εμπρός. Πιστεύω ακράδαντα ότι με τις κατάλληλες πολιτικές, με την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των εξαγωγών, μπορούμε να επιτύχουμε ανάπτυξη 4% το χρόνο – κάθε χρόνο για την επόμενη πενταετία». Αναφερόμενος στα σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που έχει η χώρα μας τόνισε: «Η Ελλάδα διαθέτει – και  μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω – ισχυρά, μοναδικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.  Κάποια προέκυψαν ως απόρροια της κρίσης. Αλλά είναι τα δώρα που ο Θεός της Ελλάδας τόσο απλόχερα μας πρόσφερε. Αναφέρω ενδεικτικά: 
 

  • Εκπαιδευμένο, υψηλής ποιότητας, εργατικό δυναμικό
  • Πρωτογενώς ισοσκελισμένο δημόσιο προϋπολογισμό
  • Κομβική γεωγραφική θέση, τόσο γεωστρατηγικά, όσο και ως κόμβο του διαμετακομιστικού εμπορίου και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας
  • Μία αγορά εργασίας απαλλαγμένη από τις ακαμψίες του παρελθόντος
  • Ανταγωνιστικό μισθολογικό κόστος
  • Ελκυστικές αποτιμήσεις πάγιων και άυλων αξιών
  • Ευκαιρίες αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και κλάδων μέσω της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων
  • Φυσικό περιβάλλον ιδιαίτερου κάλλους.

Και κάτι ακόμα σημαντικό.  Η Ελλάδα έχει και το πλεονέκτημα να διαθέτει τομείς συγκριτικού πλεονεκτήματος (αγροδιατροφικός, τουριστικός, ανανενώσιμες πηγές ενέργειας) με τόσο ισχυρά τοπικά χαρακτηριστικά ώστε να μην απειλούνται από ενδεχόμενες εξελίξεις στην τεχνολογία».  
 
Για το δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία, ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τόνισε  την ανάγκη ειλικρινούς αυτοκριτικής, αλλά και ενός νέου ευρωπαϊκού πολιτικού αφηγήματος από μέρους της Ευρώπης και ανέφερε χαρακτηριστικά:«Εύχομαι πραγματικά μια ψήφος υπέρ της παραμονής να δώσει την ευκαιρία στην Ευρώπη για μια ειλικρινή αυτοκριτική. Χρειάζεται επειγόντως ένα νέο ευρωπαϊκό πολιτικό αφήγημα. Ένα αφήγημα που θα εμπνεύσει τους ευρωπαίους πολίτες και θα τονώσει την πίστη τους στη χρησιμότητα της Ένωσης. Ένα αφήγημα που θα επανασυνδέσει την ευρωπαϊκή μεσαία τάξη με την πολιτική… Η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη – εύλογα σε ένα βαθμό κατά τη γνώμη μου – γύρισε την πλάτη στην πολιτική.  Τα παραδοσιακά Κόμματα επαναπαύθηκαν σε μία προσέγγιση ‘’business as usual’’».
 
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση που επικρατεί στην οικονομία, ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε πως «κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης από μόνη της είναι αρκετή για να εξισορροπήσει την υφεσιακή επίπτωση των μέτρων που συμφωνήθηκαν». Και εξήγησε: «Δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Κυβέρνηση μεταλλάχθηκε σε όψιμο υπέρμαχο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Είναι σαν να ισχυρίζονται ότι έγινε ευρωπαϊστής ο Nigel Farage!  Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι  μια πρόσκαιρη εκτροπή από τη λεωφόρο του λαϊκισμού που η ελληνική Κυβέρνηση βαδίζει. Μια μανούβρα πολιτικής επιβίωσης και παραμονής στην εξουσία». 
 
«Η Συμφωνία Αλήθειας, το κοινωνικό Συμβόλαιο ειλικρίνειας και συνέπειας που χτίζουμε και θα συνεχίζουμε να χτίσουμε με τους πολίτες δεν είναι πολιτική τακτική. Είναι αναγκαιότητα», τόνισε ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρόσθεσε: «Μπορούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της στασιμοχρεοκοπίας. Μπορούμε να πετύχουμε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη. Μπορούμε να δώσουμε και πάλι ελπίδα σε όσους δεν περιμένουν τίποτε πια από την πολιτική». 
 
Καταλήγοντας, ο κ. Μητσοτάκης, αναφέρθηκε στο χρέος, αλλά και τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η Νέα Δημοκρατία και υπογράμμισε: «Χρέος της Νέας Δημοκρατίας είναι να οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια στην μετα-λαϊκισμό εποχή.  Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα.  Στην Ελλάδα ο λαϊκισμός δοκιμάστηκε στο καμίνι της διακυβέρνησης και έλιωσε στα εξ ων συνετέθη. Έχουμε μπροστά μας μια διπλή πρόκληση: Να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη όσων απέρριψαν τα παραδοσιακά Κόμματα εξουσίας, αλλά διαψεύστηκαν και απογοητεύτηκαν από τα καινούργια. Να αφυπνίσουμε και να εμπνεύσουμε εκατομμύρια συμπολίτες μας που απείχαν από τις εκλογές αφήνοντας τους υπόλοιπους να αποφασίζουν. Αυτό θα το επιτύχουμε εφόσον είμαστε ειλικρινείς με τους πολίτες, τεκμηριωμένοι στις εξαγγελίες μας και συνεπείς αλλά κυρίως αποτελεσματικοί στις πράξεις μας». 
 

Ολόκληρη η ομιλία του κ. Μητσοτάκη έχει ως εξής: 

Κυρίες και Κύριοι,

Παρότι το θέμα του Συνεδρίου του Economist είναι η Ελλάδα, η σκέψη όλων μας είναι στο αυριανό κρίσιμο δημοψήφισμα στη Μ. Βρετανία. Εύλογα. Το συγκεκριμένο γεγονός έχει εξελιχθεί σε ορόσημο όχι μόνο για την Μεγάλη Βρετανία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. 

Σε λίγες ώρες θα ξέρουμε το αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που  θα μας επηρεάσει όλους. Όποιο κι αν είναι αυτό, η Ευρώπη οφείλει να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέπτη.  Εδώ και καιρό συστηματικά το απέφευγε, το μετέθετε συνεχώς για το μέλλον. Εύχομαι πραγματικά η ψήφος υπέρ της παραμονής να δώσει την ευκαιρία στην Ευρώπη για μια ειλικρινή αυτοκριτική. 

Χρειάζεται επειγόντως ένα νέο ευρωπαϊκό πολιτικό αφήγημα. Ένα αφήγημα που θα εμπνεύσει τους Ευρωπαίους πολίτες και θα τονώσει την πίστη τους στη χρησιμότητα της Ένωσης. Ένα αφήγημα που θα επανασυνδέσει την ευρωπαϊκή μεσαία τάξη με την πολιτική. 

Ο νέος ευρωπαϊσμός δεν μπορεί να στηριχτεί σε μεγαλεπήβολα οράματα. Δυστυχώς, οι κοινωνίες των Κρατών μελών δεν είναι σήμερα έτοιμες για ένα επιθετικό σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο νέος ευρωπαϊσμός πρέπει να στηριχτεί βήμα – βήμα πάνω σε πραγματικές και άμεσες παρεμβάσεις που θα βελτιώνουν τη ζωή των Ευρωπαίων πολιτών. Και το βάρος της πειστικής ευρωπαϊκής απάντησης στις προκλήσεις των καιρών θα πέσει στις πλάτες της δικιάς μας γενιάς.

Χρειάζεται, όμως, μια άλλη προσέγγιση απέναντι στην πολιτική.  Η αμφισβήτηση των ελίτ από μια μεσαία τάξη που βλέπει τα όνειρα της να καταστρέφονται είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

Χρειάζεται ένα άλλο είδος πολιτικής. Να ξεπεράσουμε παρωχημένες ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές. Να αφουγκραστούμε τα καθημερινά προβλήματα, τα εμπόδια και τις ακαμψίες που περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών. Να χτυπήσουμε τα συμφέροντα που καταστρέφουν τις ευκαιρίες των νέων ανθρώπων, που υπονομεύουν το μέλλον των οικογενειών και θρυμματίζουν την μεσαία τάξη.

Η αλήθεια είναι ότι δεν καταφέραμε να χτίσουμε την Ευρώπη που ονειρεύτηκαν οι πρωτεργάτες της ευρωπαϊκής ιδέας.  Το οικοδόμημα έμεινε ημιτελές.  Και για αυτό είναι και ασταθές και ευάλωτο. 

Ασταθές διότι το εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος δεν συνοδεύτηκε από τις απαραίτητες θεσμικές μεταρρυθμίσεις εμβάθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής.

Ευάλωτο διότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια της ύφεσης και της κρίσης,  ενισχύθηκαν δημαγωγοί πολιτικοί που εκφράζουν εθνικιστικές και λαϊκίστικες τάσεις σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.

Η Ευρώπη απειλείται από ένα κύμα λαϊκισμού που ξεκίνησε να σχηματίζεται την προηγούμενη δεκαετία από πολιτικούς που έχτισαν καριέρες απευθυνόμενοι στα κατώτερα ένστικτα των πολιτών. Φόρτωσαν στην Ευρώπη σχεδόν κάθε δεινό που προέκυπτε. Δυσφήμισαν την ευρωπαϊκή ιδέα και επιβράδυναν την υλοποίησή της. 

Το κύμα αυτό μεγεθύνθηκε στα χρόνια της κρίσης. 

Η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη – εύλογα σε ένα βαθμό κατά τη γνώμη μου – γύρισε την πλάτη στην πολιτική.  Τα παραδοσιακά Κόμματα επαναπαύθηκαν σε μία προσέγγιση «business as usual». Έδωσαν χώρο σε πολιτικά μορφώματα σχεδόν πρωτόγνωρα και σίγουρα αποσταθεροποιητικά. Η μεσαία τάξη συμπιέστηκε και άφησε χώρο στη γιγάντωση των άκρων.

Η Ελλάδα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αυτών των τεκτονικών πολιτικών αλλαγών. Στην πατρίδα μας το κύμα του λαϊκισμού, που εκμεταλλεύτηκε την εύλογη επιφυλακτικότητα των πολιτών απέναντι στην Ευρώπη, έγινε από κίνημα διαμαρτυρίας, πολιτική δύναμη που διαχειρίζεται την εξουσία. 

Εμείς εδώ ζήσαμε πρώτοι, και από πρώτο χέρι, τον τυχοδιωκτισμό και την ανευθυνότητα ενός λαϊκίστικου αντιευρωπαϊκού μορφώματος που θρυμμάτισε την εύθραυστη σταθερότητα που είχαμε πετύχει μέχρι τότε με κόπους και θυσίες. Που δίχασε και τραυμάτισε το κοινωνικό σώμα της πατρίδας μας και επέφερε στην εγχώρια οικονομία ένα δυνατό χτύπημα.

Η Ελλάδα, αδυνατισμένη από την δημοσιονομική προσαρμογή, βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο λόγω μιας οικονομικής πολιτικής χωρίς έρμα, χωρίς πυξίδα, χωρίς καν κάποια συνεκτική ιδέα.

Οι δημαγωγοί έλεγαν στο λαό ότι θα αυξήσουν τους μισθούς και τις συντάξεις και δεσμεύονταν ότι θα καταργήσουν φόρους πριν καλά – καλά καταφέρει να εξέλθει η χώρα από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Ανέστειλαν τις δρομολογημένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και τις αλλαγές που είχε ανάγκη η χώρα. 

Το τσουνάμι του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού έδειχνε να μας ξεβράζει με ταχύτητα εκτός ευρωπαϊκών θεσμών και το Grexit είχε προεξοφληθεί από πολλούς πέρυσι τέτοια εποχή.  Η εξέλιξη αυτή, όπως όλοι γνωρίζουμε, αποσοβήθηκε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή ως αποτέλεσμα της απρόσμενης αλλαγής πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ. 

Η Κυβέρνηση, αφού διέσυρε τη χώρα επί μήνες με μία τακτική επιθετικής επαιτείας και αντιευρωπαϊκής συμπεριφοράς, τελικά συγκρούστηκε με την πραγματικότητα. Αναγκάστηκε να συνομολογήσει το αχρείαστο τρίτο Μνημόνιο, τριετούς διάρκειας.

Στο ενδιάμεσο όμως, προκάλεσε μία κολοσσιαία ζημία στην ελληνική οικονομία. Συνολικά, η χώρα γύρισε τουλάχιστον τρία χρόνια πίσω.

Όμως, ο χαμένος χρόνος κοστίζει. Κοστίζει 21 δις ευρώ χαμένα σε Α.Ε.Π. για τη διετία 2015 – 2016, χαμένες επενδύσεις, χαμένες θέσεις εργασίας.

Ο λογαριασμός που πληρώνουμε σήμερα είναι λογαριασμός ενός ποδηλάτη που σταμάτησε να ποδηλατεί στον ανήφορο. Μιας οικονομίας που σταμάτησε να δουλεύει, με αποτέλεσμα να βρεθούμε πάλι σε ύφεση και να γιγαντωθούν ξανά τα γνωστά συναφή προβλήματα της εξυπηρέτησης του χρέους, της απώλειας πρόσβασης στις αγορές, της έλλειψης ρευστότητας στην ιδιωτική οικονομία.

Η μεγαλύτερη ζημία όμως είναι ο κλονισμός στην εμπιστοσύνη πολιτών και επενδυτών στις προοπτικές της χώρας. Η απώλεια της αξιοπιστίας μας, κάνει το δρόμο ακόμη πιο ανηφορικό. Διότι η ζημία δεν περιορίζεται μόνο στα όσα συνέβησαν αλλά επεκτείνεται και στις πολιτικές που συμφωνήθηκαν. Δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά και το μέλλον.

Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής το οποίο επελέγη με επιμονή της Κυβέρνησης – αλλά δέχτηκαν και οι θεσμοί – βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση κάθε είδους φόρων. Φόροι στην κατανάλωση, στα εισοδήματα και την περιουσία.

Εδώ θα χρειαστεί να πω και μερικά λόγια που πιθανώς να δυσαρεστήσουν τους εταίρους φίλους μας. Επιτρέψατε μια πραγματικά ακατανόητη αύξηση των φόρων αντί μιας λελογισμένης περικοπής δαπανών για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Και για να καλύψετε τα νώτα σας συμφωνήσατε στον λεγόμενο «κόφτη δαπανών». Προεξοφλώντας εκ των προτέρων την αποτυχία του δημοσιονομικού μείγματος που εφαρμόζεται.

Αν αυτή η φορολογική πολιτική δεν αποδώσει, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξει πρόσθετο κόστος. Και το κόστος δεν θα το επωμισθούν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Θα το επωμισθούν πρωτίστως, οι εταιρείες που θα κλείσουν γιατί θα βρεθούν αντιμέτωπες με ταμειακές υποχρεώσεις που δεν είχαν προϋπολογίσει. Γιατί η εγχώρια ζήτηση για τα προϊόντα τους καταρρέει υπό το βάρος μιας πρωτοφανούς φοροκαταιγίδας που τις αναγκάζει στο τραγικό δίλημμα: Ή αυξάνω τις τιμές ή μειώνω τα περιθώρια κέρδους.

Είναι κοινός τόπος ότι στην κατάσταση στην οποία είναι αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία, η υφεσιακή επίδραση των φόρων θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή μιας στοχευμένης περικοπής δαπανών.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης από μόνη της είναι αρκετή για να εξισορροπήσει την υφεσιακή επίπτωση των μέτρων που συμφωνήθηκαν. Δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στην πραγματική οικονομία.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Κυβέρνηση μεταλλάχθηκε σε όψιμο υπέρμαχο των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Είναι σαν να ισχυρίζονται ότι έγινε ευρωπαϊστής ο Nigel Farage!

Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι πρωτίστως μια μανούβρα πολιτικής επιβίωσης και παραμονής της Κυβέρνησης στην εξουσία. 

Δεν πιστεύω ότι Κόμματα που χτίστηκαν επάνω σε ιδεοληψίες, λαϊκισμό και δημαγωγία μπορούν να μεταλλαχθούν. Το πολιτικό DNA δεν μεταλλάσσεται.  Μπορεί να μεταμφιεστεί ευκαιριακά για να επιβιώσει, όμως παραμένει σαθρό και επικίνδυνο.

Την προηγούμενη εβδομάδα ο κ. Τσίπρας μας παρουσίασε το σχέδιό του για την ανάπτυξη της Ελλάδας.  Ήταν σαν να άκουγες πολιτικό του προηγούμενου αιώνα.  Κράτος, ΕΣΠΑ, Αναπτυξιακός νόμος, μεγάλα έργα.  Αυτή είναι η πρότασή του.  Στην ομιλία του δεν υπήρξε ούτε μια αναφορά στην επιχειρηματικότητα. Στη δύναμη των επιχειρήσεων να δημιουργούν θέσεις εργασίας. Ούτε μια αναφορά στην Παιδεία, τις δεξιότητες και το ανθρώπινο δυναμικό. Στην τεχνολογική επανάσταση που συντελείται και που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η εργασία και η παραγωγή στις σύγχρονες κοινωνίες.

Η περιφρόνηση της παραγωγικής οικονομίας και της δύναμης της επιχειρηματικότητας δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από αφηρημένες σοφιστείες περί δίκαιης ανάπτυξης.  Έχουν χάσει πια τη σημασία τους και οι λέξεις. Διότι η έννοια του «δικαίου» αποκτά νόημα στη διανομή του πλούτου, όχι την παραγωγή του. 

Εμείς στη Νέα Δημοκρατία έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι το μέρισμα της ανάπτυξης πρέπει να αφορά όλους.  Πρωτίστως τους λιγότερο προνομιούχους, τους ανέργους. Αναγνωρίζουμε ότι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων απαιτεί στοχευμένες πολιτικές προστασίας των πιο αδύναμων συμπολιτών μας. Αλλά το πρώτο μας μέλημα παραμένει η δημιουργία πλούτου και όχι η μοιρασιά της φτώχιας.

Κυρίες και κύριοι,

Αντιλαμβάνομαι απόλυτα ότι, σε μία κοινωνία θυμωμένη και κουρασμένη, ο ορθός λόγος της μετριοπάθειας και του πολιτικού ρεαλισμού συχνά μπορεί να ξενίζει. Άλλωστε όλα τα Κόμματα έχουν τις ευθύνες τους για την ευκολία με την οποία πρότασσαν κίβδηλες υποσχέσεις που δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν. Και δεν εξαιρώ ούτε τη Νέα Δημοκρατία από την κριτική μου.

Η ώρα έχει έρθει για να τραβήξουμε μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με το παρελθόν. Για τη Νέα Δημοκρατία το διαζύγιο με το λαϊκισμό και τον κρατισμό είναι οριστικό. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στις κακές συνήθειες της μεταπολίτευσης.

Έχουμε υποστηρίξει ότι στην Ελλάδα η πολιτική δημιούργησε  το πρόβλημα και η πολιτική θα το λύσει. Ποια πολιτική όμως; H πολιτική της αλήθειας, της ευθύνης, της συνέπειας, της αποτελεσματικότητας. Η πολιτική που αψηφά το πολιτικό κόστος. Η πολιτική των 5 «Α» που έχουμε υιοθετήσει ως κορωνίδες: Της αξιοκρατίας, της αριστείας, της ανάπτυξης, της αλληλεγγύης, της αξιοπιστίας.

Ο ιδρυτής της παράταξής μας ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε παρατηρήσει ότι «στην πολιτική γίνονται πράγματα που δεν λέγονται και λέγονται πράγματα που δεν γίνονται». Ήρθε η ώρα να προσαρμόσουμε αυτό το αξίωμα στις επιταγές της εποχής μας. Σήμερα στη Νέα Δημοκρατία λέγονται αυτά που γίνονται και όσα δεν μπορούν να γίνουν δεν λέγονται.  Για αυτό και η Συμφωνία Αλήθειας, το κοινωνικό Συμβόλαιο ειλικρίνειας και συνέπειας που χτίζουμε και θα συνεχίζουμε να χτίσουμε με τους πολίτες δεν είναι πολιτική τακτική. Είναι αναγκαιότητα.

Μπορούμε να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της στασιμοχρεοκοπίας.  Μπορούμε να πετύχουμε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη. Μπορούμε να δώσουμε και πάλι ελπίδα σε όσους δεν περιμένουν τίποτε πια από την πολιτική. 

Την εμπιστοσύνη τους θα την κερδίσουμε βήμα -βήμα. Και το πρώτο δείγμα γραφής για την κοινωνία θα δοθεί νομοτελειακά στο γήπεδο της οικονομίας.  Όσο και αν η Κυβέρνηση προσπαθεί να αλλάξει την ατζέντα, στο τέλος της ημέρας «it’s always the economy stupid». 

H ελληνική οικονομία διαθέτει μετά από 6 χρόνια κρίσης τη δυνατότητα για μια φυγή προς τα εμπρός. Πιστεύω ακράδαντα ότι με τις κατάλληλες πολιτικές, με την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των εξαγωγών, μπορούμε να επιτύχουμε ανάπτυξη 4% το χρόνο – κάθε χρόνο για την επόμενη πενταετία.

Η Ελλάδα διαθέτει – και  μπορεί να αναπτύξει περαιτέρω – ισχυρά, μοναδικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.  Κάποια προέκυψαν ως απόρροια της κρίσης.  Αλλά είναι τα δώρα που ο Θεός της Ελλάδας τόσο απλόχερα μας πρόσφερε.

Αναφέρω ενδεικτικά:

·         Εκπαιδευμένο, υψηλής ποιότητας, εργατικό δυναμικό

·         Πρωτογενώς ισοσκελισμένο δημόσιο προϋπολογισμό

·         Κομβική γεωγραφική θέση, τόσο γεωστρατηγικά, όσο και ως κόμβο του διαμετακομιστικού εμπορίου και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας

·         Μία αγορά εργασίας απαλλαγμένη από τις ακαμψίες του παρελθόντος

·         Ανταγωνιστικό μισθολογικό κόστος

·         Ελκυστικές αποτιμήσεις πάγιων και άυλων αξιών

·         Ευκαιρίες αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και κλάδων μέσω της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων

·         Φυσικό περιβάλλον ιδιαίτερου κάλλους.

Και κάτι ακόμα σημαντικό. Η Ελλάδα έχει και το πλεονέκτημα να διαθέτει τομείς συγκριτικού πλεονεκτήματος (αγροδιατροφικός, τουριστικός, ανανενώσιμες πηγές ενέργειας) με τόσο ισχυρά τοπικά χαρακτηριστικά ώστε να μην απειλούνται από ενδεχόμενες εξελίξεις στην τεχνολογία. 

Τουναντίον, στους τομείς αυτούς η τεχνολογία μπορεί να αξιοποιηθεί αυξάνοντας την παραγωγικότητα και μειώνοντας το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής.

Αλλά για να αξιοποιήσουμε αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα χρειάζονται συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες σε τρία επίπεδα:

Πρώτον, στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου.

Δεύτερον, στην ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας.

Τρίτον και σημαντικότερο, στην εφαρμογή τολμηρών διαρθρωτικών  μεταρρυθμίσεων.

Καμία από αυτές τις πολιτικές, από μόνες τους, δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα. 

Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε ότι ο φαύλος κύκλος στον οποίο έχουμε περιέλθει δεν μπορεί να σπάσει αν δεν υπάρξει ταυτόχρονη παρέμβαση και στο μέτωπο της προσφοράς και στο μέτωπο της ζήτησης. Και αν δεν πειστούν οι πιστωτές μας ότι μία νέα μεγάλη συμφωνία με την Ελλάδα είναι περισσότερο απαραίτητη παρά ποτέ. 

Μια συμφωνία που να στηρίζεται στην εφαρμογή τολμηρών μεταρρυθμίσεων από ελληνικής πλευράς και στη δέσμευση των Ευρωπαίων για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και μια λελογισμένη παρέμβαση στο χρέος.

Όλοι γνωρίζουν, άσχετα αν δεν το ομολογούν, ότι οι στόχοι τήρησης δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% του Α.Ε.Π. είναι απλά ανέφικτοι. Δεν το λέει μόνο το Δ.Ν.Τ. Το αναγνωρίζει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας και αλλά και η πλειονότητα των κορυφαίων οικονομολόγων.

Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% για το διάστημα από το 2018 και μετά, πρέπει να αποτελεί εθνικό στόχο. Αυτή η θέση έχει πολλαπλά θετικά οφέλη:

1.      Δίνει τη δυνατότητα αποκλιμάκωσης των φορολογικών συντελεστών. Η μείωση των φόρων θα έχει ένα ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στο Α.Ε.Π. χωρίς παράλληλα να επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό τα έσοδα

2.      Σε περιβάλλον ανάπτυξης της οικονομίας, θα επιτρέψει την ευκολότερη εφαρμογή επιθετικών μεταρρυθμίσεων  οι οποίες με τη σειρά τους θα επιτρέψουν την επιτάχυνση της ανάπτυξης

3.      Η όποια αρνητική επίδραση στο προφίλ της βιωσιμότητας του χρέους μπορεί να αντιμετωπιστεί από τη δέσμη μέτρων αναπροσαρμογής του χρέους που έχει ήδη δεχτεί να εξετάσει το Eurogroup.

Ο δεύτερος άξονας πολιτικής έχει να κάνει με την τόνωση της ρευστότητας της οικονομίας. Η καταστροφική πολιτική της Κυβέρνησης η οποία οδήγησε στα capital controls και στη σημαντική απώλεια καταθέσεων, έχει μειώσει σημαντικά την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Απριλίου), οι πιστοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις τρέχουν με αρνητικό ρυθμό 6,6%. Η ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει ότι σπανιότατα επιτυγχάνεται οικονομική ανάπτυξη με αρνητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης.

Για να τα πω απλά, τι να τον κάνει τον αναπτυξιακό νόμο μια μικρομεσαία εξαγωγική επιχείρηση αν δεν μπορεί να βρει κεφάλαιο κίνησης για να προμηθευτεί πρώτες ύλες; Επομένως, απαιτούνται συντονισμένες ενέργειες για την ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας. Ενέργειες όπως επιτάχυνση της διαχείρισης των προβληματικών δανείων, η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης μέσω διεθνών αγορών για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και η αξιοποίηση διαθέσιμων ευρωπαϊκών όρων και εργαλείων κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Το βασικότερο, όμως, απαιτείται εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της χώρας, το οποίο θα επιτρέψει την ταχύτερη άρση των κεφαλαιακών ελέγχων και θα «κινητροδοτήσει» την επιστροφή καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες. Αυτή την εμπιστοσύνη, μόνο μία φιλομεταρρυθμιστική Κυβέρνηση μπορεί να χτίσει.

Ο τρίτος άξονας πολιτικής αφορά στην ταχεία εφαρμογή τολμηρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα σήμερα χρειάζεται  μία πραγματική επενδυτική επανάσταση.

Για να έχουμε μία αίσθηση των μεγεθών, το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της ελληνικής οικονομίας στο τέλος του 2016 θα είναι, σε σταθερές τιμές (του 2010) περίπου 68δις ευρώ μικρότερο από το αντίστοιχο του 2010.

Εάν κανείς υπολογίσει και την αναπλήρωση των αποσβέσεων, χρειαζόμαστε κατ’ ελάχιστον 100 δις ευρώ επενδύσεων μόνο και μόνο για να φθάσουμε στο επίπεδο κεφαλαιακού αποθέματος, και άρα Α.Ε.Π., που ήμασταν το 2010. Πρέπει να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 20% των επενδύσεων ως ποσοστό του Α.Ε.Π., αν θέλουμε να συγκλίνουμε ξανά με το βιοτικό επίπεδο της υπόλοιπης Ευρώπης.

Παράλληλα, απαιτείται οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών να αυξάνουν ταχύτερα από το Α.Ε.Π. ώστε σε λίγα χρόνια το μερίδιο τους στο Α.Ε.Π. να φθάσει τουλάχιστον τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. 

Όλη η προσπάθεια της οικονομικής μας πολιτικής πρέπει να προσανατολίζεται στο στόχο της προσέλκυσης επενδύσεων και την τόνωση των εξαγωγών. Κάθε επιμέρους δράση και παρέμβαση πρέπει να σχεδιάζεται, να εφαρμόζεται και να αξιολογείται με γνώμονα αυτές τις προτεραιότητες.

Εάν αποτύχει αυτή η προσπάθεια, καμία άλλη πολιτική δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα και η χώρα θα καταδικαστεί σε μακροχρόνια στασιμότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όπως εύστοχα μου είπε πρόσφατα ένας συμπολίτης μου: «Ή θα εξάγουμε προϊόντα και υπηρεσίες ή θα εξάγουμε τα παιδιά μας»!

Ως προς τον άξονα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, γνωρίζουμε πολύ καλά τις περιοχές παρεμβάσεων στις οποίες πρέπει να δοθεί βάρος προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές.

Ενδεικτικά αναφέρω:

     Παρεμβάσεις για την εξάλειψη ολιγοπωλιακών στρεβλώσεων και την άρση εμποδίων εισόδου και εξόδου επιχειρήσεων από τις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών

·         Παρεμβάσεις για την μείωση του βάρους το οποίο επιφέρει η γραφειοκρατία και η διαφθορά στην επιχειρηματικότητα (αδειοδοτήσεις, διαδικασίες πιστοποιήσεων κ.τ.λ.)

·         Παρεμβάσεις για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους

·         Παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, ιδίως στις υποθέσεις με οικονομικό ενδιαφέρον

·         Παρεμβάσεις για τη σύνδεση της Παιδείας με την παραγωγή και την ποιοτική της αναβάθμιση μέσω της άμιλλας δημόσιων και ιδιωτικών φορέων

·         Παρεμβάσεις για τη βελτίωση του πλαισίου χρήσεων γης

·         Παρεμβάσεις για τη μείωση της ανεργίας των νέων και της αντιστροφής της εκροής ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων στο εξωτερικό

·         Θέσπιση εξασφαλίσεων αυξημένου τυπικού κύρους για την μακροχρόνια σταθερότητα του φορολογικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος των επενδύσεων και του επιχειρείν.

Σε πρώτο στάδιο βέβαια είναι σημαντικό να προχωρήσει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι η πιο γρήγορη αποτελεσματική ατμομηχανή προσέλκυσης επενδύσεων αυτήν τη στιγμή. 

Αφήνω τελευταία τα ζητήματα που αφορούν στη Δημόσια Διοίκηση και τους Θεσμούς. Είναι πλήρως τεκμηριωμένο ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη μίας χώρας είναι η ποιότητα των θεσμών της.

Ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης απέδειξα ότι μπορούμε να κάνουμε σημαντικά βήματα στον εξορθολογισμό της λειτουργίας του Κράτους. Δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στην καλύτερη αξιοποίηση του συχνά εξαιρετικού ανθρωπίνου δυναμικού που διαθέτει η Δημόσια Διοίκηση. Και βάζοντας διαδικασίες αξιολόγησης στο επίκεντρο των πολιτικών μας.

Οι μεγάλες θεσμικές παραβάσεις, όμως, απαιτούν μία σοβαρή προϋπόθεση: Να μην γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης για την επίτευξη εφήμερων κομματικών κερδών. Σε όσους επιχειρήσουν να πράξουν ακριβώς αυτό θα έδινα μια συμβουλή: Η κοινωνία είναι πολύ υποψιασμένη και μπορεί να διαγνώσει αμέσως τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τέτοιες πρωτοβουλίες. 

Εξάλλου, το πιο σημαντικό στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε είναι η αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες.  Και η εμπιστοσύνη  κερδίζεται μόνο αν οι πολιτικοί μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας αντί να καταφεύγουν σε δήθεν θεσμικές παρεμβάσεις που μόνο σκοπό έχουν τη διαχείριση της επερχόμενης εκλογικής ήττας.  

Κυρίες και κύριοι,

Χρέος της Νέας Δημοκρατίας είναι να οδηγήσει τη χώρα με ασφάλεια στην μετα – λαϊκισμό εποχή.  Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα.  Στην Ελλάδα ο λαϊκισμός δοκιμάστηκε στο καμίνι της διακυβέρνησης και έλιωσε στα εξ ων συνετέθη. Έχουμε μπροστά μας μια διπλή πρόκληση: Αφενός να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη όσων απέρριψαν τα παραδοσιακά Κόμματα εξουσίας, αλλά διαψεύστηκαν και απογοητεύτηκαν από τα καινούργια. Αφετέρου να αφυπνίσουμε και να εμπνεύσουμε εκατομμύρια συμπολίτες μας που απείχαν από τις εκλογές αφήνοντας τους υπόλοιπους να αποφασίζουν για λογαριασμό τους.

Αυτό θα το επιτύχουμε εφόσον είμαστε ειλικρινείς με τους πολίτες, τεκμηριωμένοι στις εξαγγελίες μας και συνεπείς αλλά κυρίως αποτελεσματικοί στις πράξεις μας.  Μπορεί αυτά να μην ηχούν πολύ οραματικά.  Μπορεί να φαίνονται αυτονόητα. Θα αποτελέσουν, όμως, μεγάλη κατάκτηση μετά τη λαίλαπα του λαϊκισμού.

Χρειάζεται να αποδραματοποιήσουμε την πολιτική. Να την επαναφέρουμε στην κανονικότητα. Και τότε θα έχουμε κάνει το πιο αποφασιστικό βήμα προς την πρόοδο και την συνολική ευημερία των πολιτών.

Θα τελειώσω επανερχόμενος στην αρχική μου σκέψη. 

Θέλω να θυμίσω στους φίλους μας τους Βρετανούς μια αξία που πάντα τόνιζε ο μεγάλος οραματιστής της Ευρώπης J. Delors, την αξία της προσωπικής ευθύνης. Θέλω να τους προτρέψω να κρατήσουν τη μεγάλη τους χώρα στην Ευρωπαϊκή οικογένεια θυμίζοντάς τους τη παρακάτω φράση του: “The European Model is in danger if we obliterate the principle of personal responsibility”.

Είναι αυτή η ευθύνη που πέφτει σήμερα στους ώμους τους. Είναι αυτή η ευθύνη που πέφτει στους ώμους κάθε ευρωπαϊστή πολιτικού, κάθε φιλο – ευρωπαίου πολίτη. Και είναι στιγμές σαν ετούτες που ειλικρινά πιστεύω ότι τόσο οι Βρετανοί όσο και οι λοιποί Ευρωπαίοι θα σταθούμε με ευθύνη απέναντι στην κρίση της Ιστορίας. Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι για άλλη φορά η Μεγάλη Βρετανία αλλά και η Ευρώπη συνολικά θα βρεθούν από τη σωστή μεριά της.

 

Ευχαριστώ.