Η σοσιαλδημοκρατία στη δυτική Ευρώπη γνωρίζει μία βαθμιαία παρακμή

 

Του Φαμπιέν Εσκαλονά

Το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι πέτυχε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα στις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές. Οι επιδόσεις του, όμως, στις βουλευτικές εκλογές του 2013 (πριν αναλάβει ο Ρέντσι την ηγεσία) ήταν χειρότερες από εκείνες του 2008 και οι δημοτικές εκλογές που έγιναν στο μεταξύ δεν ήταν ακριβώς θρίαμβοι. Είναι αλήθεια ότι στις εκλογές αυτές παίζουν συχνά ρόλο τοπικοί παράγοντες. Στη Ρώμη, για παράδειγμα, το σκάνδαλο «Μαφία πρωτεύουσα» συνέβαλε αποφασιστικά στο να βγει πρώτη, στις 5 Ιουνίου, η υποψήφια του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Τα αποτελέσματα όμως ήταν απογοητευτικά για το κόμμα του Ρέντσι και σε άλλες πόλεις, όπως το Τορίνο ή η Μπολόνια. Και στις δημοσκοπήσεις, η διαφορά ανάμεσα στο Δημοκρατικό Κόμμα και το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο είναι μικρή.

Παρ’ όλα αυτά, η ιταλική κεντροαριστερά αντέχει. Ο Ρέντσι κατάφερε να προσφέρει ένα αφήγημα τόσο στο ευρύτερο εκλογικό σώμα όσο και στις ελίτ: Ότι εκείνος θα στείλει την παλιά ηγετική τάξη στο σπίτι της, και θα το κάνει με αποφασιστικό όσο και δημοκρατικό τρόπο, δηλαδή με μια κυβέρνηση της οποίας ο νόμιμος και ισχυρός αρχηγός θα κάνει τις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αποκαταστήσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Η δύναμή του απορρέει επίσης από την αδυναμία των άλλων, δηλαδή μίας Δεξιάς που διέρχεται βαθιά κρίση και μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς που προσπαθεί να οργανωθεί.

Στις υπόλοιπες χώρες της δυτικής Ευρώπης, η σοσιαλδημοκρατία γνωρίζει μια αδιαμφισβήτητη παρακμή. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το ΠΑΣΟΚ, που από 40% έπεσε σε ένα ποσοστό κάτω από 7%, σε διάστημα έξι ετών. Στις άλλες δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες, η πτώση είναι μάλλον σταδιακή. Και ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Οι σοσιαλιστές των νεότερων δημοκρατιών της νότιας Ευρώπης κατάφεραν να ανακάμψουν την επόμενη δεκαετία, αλλά η κρίση της ευρωζώνης αποτέλεσε ένα γερό πλήγμα γι’ αυτούς. Σήμερα, από τον Βορρά μέχρι τον Νότο, η «νόρμα» για ένα μεγάλο κόμμα της κεντροαριστεράς είναι ένα ποσοστό που κυμαίνεται ανάμεσα στο 20 και το 30%. Η κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη είναι πιο ετερογενής: Στην Ουγγαρία και την Τσεχία , τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα γνώρισαν τα τελευταία χρόνια μία απότομη πτώση, ενώ στην Πολωνία η Αριστερά εξαφανίστηκε από το κοινοβούλιο.

Δύο από τους παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή την πτώση είναι η παγκοσμιοποίηση και η σχέση με την Ευρώπη. Υπάρχει μία αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στους θεσμούς όπου λαμβάνονται δεσμευτικές αποφάσεις για τους πληθυσμούς και στους χώρους όπου εξακολουθεί να ασκείται η πολιτική. Αυτό πλήττει ιδιαίτερα τη σοσιαλδημοκρατία, που υποτίθεται ότι επιδιώκει την κυριαρχία της βούλησης των πολιτών επί της δύναμης των αγορών. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό και την απουσία μίας ανάπτυξης που θα επέτρεπε, χωρίς σύγκρουση με τους επιχειρηματικούς κύκλους, να συνεχιστούν τα υπάρχοντα δημόσια προγράμματα και να ικανοποιηθούν τα νέα αιτήματα των λαϊκών τάξεων, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος των δυσκολιών για τη σοσιαλδημοκρατία.

Ποιος επωφελείται από αυτή την παρακμή; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, χρειάζεται προσοχή. Είναι γεγονός ότι πολλές ψήφοι προς τη σοσιαλδημοκρατία μετατρέπονται σε ψήφους για τη ριζοσπαστική Δεξιά. Δεν υπάρχει, όμως, ένα μαζικό φαινόμενο συγκοινωνούντων δοχείων. Σε γενικές γραμμές, οι ψήφοι που χάνει η σοσιαλδημοκρατία πηγαίνουν σε άλλα κόμματα ή στην αποχή! Και σε ορισμένες χώρες όπου η ριζοσπαστική Δεξιά είναι αδύναμη ή ανύπαρκτη, όπως στη νότια Ευρώπη, εκείνη που επωφελείται από την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας και προσελκύει νέους ψηφοφόρους είναι η ριζοσπαστική Αριστερά.

(Πηγή: Le Figarο-ΑΠΕ)

* Ο Φαμπιέν Εσκαλονά διδάσκει στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών της Γκρενόμπλ και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.