Οι περούκες και η κυβέρνηση…
Του Γιάννη Παντελάκη
Μοιάζει αντιφατικό, αλλά ο υπουργός Παππάς, που φέρεται σαν το θύμα μια τραγελαφικής υπόθεσης, αλλά και γενικότερα η κυβέρνηση, έχουν κάθε λόγο για να είναι ικανοποιημένοι από την ιστορία μεταμφίεσης δυο δημοσιογράφων στη Ν. Υόρκη. Η περίπτωσή τους, απαξίωσε ακόμα περισσότερο έναν -κατά κοινή ομολογία- μειωμένης αξιοπιστίας κλάδο, ο οποίος σαν σκοπό (θα έπρεπε να) έχει τον έλεγχο της εξουσίας. Όσο ενισχύεται αυτή η αναξιοπιστία, τόσο το καλύτερο για την κυβέρνηση, την εξουσία, την κάθε εξουσία. Όσοι επιχειρούν να την ελέγξουν έχουν μειωμένο κύρος, είναι απαξιωμένοι, άρα ακόμα και όταν κάποιες αποκαλύψεις για την δράση της έχουν ρεαλιστική βάση, είναι ανίσχυρες και αδύναμες.
Για να αναφερθεί κάποιος στην αναξιοπιστία ή για την ακρίβεια στην χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει πολλές χιλιάδες λέξεις. Είναι ένα φαινόμενο που έχει σχεδόν διαχρονικό χαρακτήρα και πολλές αιτίες. Οι περισσότερες από αυτές αποδίδονται -όχι άδικα- στους ίδιους τους δημοσιογράφους, την προσωπική αλλά και την συλλογική τους στάση. Οποιοσδήποτε μπορεί να υποδυθεί με ιδιαίτερη άνεση τον δημοσιογράφο χωρίς κάποιες ιδιαίτερες προϋποθέσεις και κανόνες, ενώ οι μηχανισμοί τήρησης της δεοντολογίας υπολειτουργούν. Η δεοντολογία ποτέ δεν υπήρξε κυρίαρχο αίτημα στις διεκδικήσεις του κλάδου. Περιοριζόμασταν στα χρόνια της ευημερίας, στα αιτήματα για αυξήσεις μισθών.
Μια βασική παράμετρος που ενίσχυσε σημαντικά αυτή την παθογένεια της δημοσιογραφίας, είναι αυτή που συνδέεται με την ίδια την εξουσία και τις προσπάθειές της προς αυτή την κατεύθυνση, της απαξίωσης του κλάδου. Με δυο μεθόδους. Προσέγγιση και χρησιμοποίηση των δημοσιογράφων από τη μια, στοχοποίησή τους από την άλλη. Στην μια περίπτωση, βρέθηκαν πρόθυμοι να ανταποκριθούν, στην δεύτερη περίπτωση δεν βρέθηκαν πολλοί για ν’ αντιδράσουν. Και επειδή πάντα το συμπέρασμα έχει σημασία, η εξουσία βγήκε και βγαίνει κερδισμένη.
Στον διαδικτυακό πόλεμο που ξέσπασε με αφορμή την γελοία ιστορία της Νέας Υόρκης, δημιουργήθηκαν και τα γνωστά μέτωπα που συνέδεσαν τα δυο πρόσωπα με κόμματα και καταστάσεις. Οι μεν και οι δε. Αυτοί που περιέγραψαν με έμφαση το γεγονός ότι ο ένας ή και οι δυο (μικρή σημασία έχει) δημοσιογράφοι αποθέωναν παλαιότερα τον ΣΥΡΙΖΑ και έβγαζαν φωτογραφίες με τον πρόεδρό του. Και αυτοί που σημείωναν με ανάλογη ένταση πως η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούν τα θύματα αυτής της θλιβερής υπόθεσης.
Η κατηγοριοποίηση και ένταξη των δημοσιογράφων στους φιλικούς ή μη φιλικούς προς την κυβέρνηση, αποτελεί και μια μεγάλη ήττα της δημοσιογραφίας. Ενδεικτικό το προαναφερόμενο φαινόμενο, αλλά αναδεικνύει το πρόβλημα. Οι δημοσιογράφοι, σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον, ανήκουν σε φίλους ή εχθρούς κυβερνήσεων και κομμάτων. Για όποιον δεν συμβαίνει αυτό, υπάρχουν πολλά ερωτηματικά. Είναι δυνατόν ένας δημοσιογράφος να μην ανήκει κάπου;
Οι δημοσιογράφοι όπως και όλοι οι υπόλοιποι θνητοί, προφανώς και έχουν πολιτικές ή ιδεολογικές προσεγγίσεις. Αυτό ωστόσο αφορά στην έκφραση απόψεων και γνώμης και όχι στην καταγραφή των γεγονότων. Δεν θα έπρεπε (αν και μια τέτοια αξίωση αποτελεί ψύλλους στ’ άχυρα) να τους μετατρέπει σε παρακολουθήματα κομμάτων, κυβερνήσεων ή άλλων εξουσιών. Όταν ένας δημοσιογράφος συμπεριφέρεται σαν εκπρόσωπος κόμματος (επιχειρηματιών κ.ο.κ.) αυτόματα έχει ακυρώσει τον χαρακτήρα της δουλειάς του. Δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μονόπλευρά και σε μεγάλο βαθμό παραπλανητικά. Ζημιωμένος θα έχει βγει και ο ίδιος αλλά και αυτοί οι αποδέκτες της δουλειάς του(αναγνώστες, θεατές, ακροατές).
Το «δια ταύτα» μιας ακόμα μικρής ιστορίας της χαμένης τιμής της δημοσιογραφίας, είναι πως η κυβέρνηση (όπως θα συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη), έχει κάθε λόγο για να τρίβει τα χέρια της από ικανοποίηση…