Ο επαρχιωτισμός των ευρωπαϊστών

Γράφει ο Άγις

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1782 και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας. Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης έχασε το δεξί του χέρι. Τέλος, συμμετέσχε ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστράτηγου.

Ο Υψηλάντης, όπως πολλοί άλλοι διαπρεπείς και ευγενείς Έλληνες εκείνης της εποχής, έζησε σε μία περίοδο όπου η Ευρώπη βρισκόταν στο απόγειο της δύναμης και της δόξας της. Συναναστρεφόταν πολλούς δυτικούς, μπαινόβγαινε στα ευρωπαϊκά σαλόνια, και διακρίθηκε σε ιστορικές μάχες που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία της Γηραιάς Ηπείρου. Ωστόσο, κατά έναν παράδοξο τρόπο – θα έλεγε ένας ευρωπαϊστής – ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν ξέχασε ποτέ τη γη των προγόνων του και τους υπόδουλους Έλληνες. Ο ίδιος έλεγε στον Ξάνθο: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών». Μία υπόσχεση την οποία τήρησε.

Θα αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο Υψηλάντης με τον ευρωπαϊσμό και τον επαρχιωτισμό. Ο επαρχιωτισμός είναι ένα σύνδρομο ανωτερότητας που συναντάται σε διάφορους ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι αξίζουν καλύτερης μοίρας και νιώθουν μία βαθιά απέχθεια και ξιπασιά για τον τόπο που γεννήθηκαν. Είναι ο άνθρωπος που εγκαταλείπει το χωριό ή την επαρχιακή πόλη στην οποία γεννήθηκε γιατί τον «πνίγει», για να εγκατασταθεί στη μεγαλούπολη, για την οποία υποστηρίζει ότι είναι προορισμένος. Αναφέρεται απαξιωτικά για τη γενέτειρά του όπως και για τους κατοίκους της, υιοθετεί μία υποτιθέμενη αστική συμπεριφορά που τον κάνει να νομίζει ότι έχει επί τέλους ξεπλύνει το επαρχιώτικο παρελθόν του, όμως δυστυχώς το τονίζει με τον χειρότερο και πιο αποκρουστικό τρόπο.

Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί ένα ακόμη είδος επαρχιωτισμού που νιώθει ανάλογη απέχθεια και περιφρόνηση για το σύνολο του ελληνικού έθνους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο βασικότερος σκοπός του ελληνικού πολιτικού κόσμου καθώς και των λεγόμενων «προοδευτικών» και «εκσυγχρονιστικών» δυνάμεων, ήταν και είναι η πολιτική, οικονομική, ιδεολογική και πολιτιστική ένταξη/ενσωμάτωση/αφομοίωση της Ελλάδος στην Ευρώπη. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν» μάς στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Αυτός ο σκοπός δεν καλλιεργήθηκε για λόγους εθνικού συμφέροντος, αλλά λόγω εθνικού επαρχιωτισμού και συμπλέγματος, σύμφωνα με το οποίο οι πολιτιστικά κατώτεροι, οι επαρχιώτες, οι ιθαγενείς, οφείλουν να υιοθετήσουν την κουλτούρα και το αξιακό υπόβαθρο της ανώτερης Μητροπόλεως. Η επαρχία είναι η Ελλάδα, στην προκειμένη περίπτωση, ενώ η Ευρώπη είναι η Μητρόπολη. Η εμφάνιση του επαρχιωτισμού δεν είναι άσχετη με την σταδιακή συρρίκνωση του ελληνικού έθνους, το οποίο κάποτε εκτείνονταν σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, Αν. Μεσόγειο και Ανατολία. Ο εξωστρεφής, υπερήφανος, ναυτικός και επεκτατικός λαός εξέπεσε σε μία άβουλη, μουδιασμένη και συμπλεγματική μάζα που περιορίστηκε σε ένα μόνο μέρος του μητροπολιτικού χώρου της (η Μ. Ασία ανήκε και αυτή κάποτε στον μητροπολιτικό χώρο της Ελλάδος).

Ο πανικός των ευρωπαϊστών για ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν προκλήθηκε μόνο – ή κυρίως – για τις οικονομικές συνέπειες, αλλά γιατί σύμφωνα με το σκεπτικό τους θα γίνουμε «ζιμπάμπουε» (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό), δηλαδή θα επιστρέψουμε στην πρότερη τριτοκοσμική μας κατάσταση, στην οποία θα ξεμείνουν και οι ίδιοι με τους «ανυπόφορους» συμπατριώτες τους. Για τους ίδιους, ενδεχόμενη έξοδος από την Ευρώπη θα σημάνει την αποκοπή μας από την μήτρα του πολιτισμού. Αυτή η νοοτροπία εκπηγάζει από την επαρχιωτική αντίληψη του ευρωπαϊστή, ότι εμείς είμαστε πολιτισμικά και πνευματικά κατώτεροι, επαρχία, επομένως οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τα δώρα της πολιτισμένης Δύσης.

Για τον γνησίως αρχοντικό και πολιτισμένο άνθρωπο, η εν λόγω αντίληψη είναι μία ψευδαίσθηση και μία απέλπιδα προσπάθεια του πνευματικά πτωχού να κλέψει λίγο από το φως ενός υποτιθέμενου προοδευμένου, μιμούμενος και πιθηκίζων τις συνήθειές του. Οι αρχοντικοί Έλληνες με αξιώματα και συνεχή παρουσία στην Ευρώπη, δεν ξέχασαν ποτέ την πατρίδα τους, ούτε ένιωσαν μειονεκτικά λόγω της καταγωγής τους – το αντίθετο θα έλεγα -, ούτε φυσικά απαρνήθηκαν τις παραδόσεις τους στο όνομα κάποιου «εκσυγχρονισμού». Μάλιστα, αυτοί οι Έλληνες στερήθηκαν τα αξιώματα, τις περιουσίες και τις ανέσεις τους όταν κλήθηκαν να αγωνιστούν για το υπόδουλο Ρωμαίϊκο γένος.

Δυστυχώς για τους φίλους ευρωπαϊστές που πιστεύουν ότι η γέννησή τους σ’ αυτό τον τόπο είναι μίας ατυχής συγκυρία από την οποία προσπαθούν να ξεφύγουν, η Ευρώπη έχει πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί το πνευματικό, οικονομικό και πολιτικό κέντρο του κόσμου. Ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της πολυπολικότητας, ήτοι των πολλών πολιτιστικών, οικονομικών και πολιτικών κέντρων. Η παλαιά αίγλη της Ευρώπης ξεθωριάζει όσο περνάει ο χρόνος, ο ευρωπαϊκός αυτοκρατορισμός είναι ήδη παρελθόν, ενώ παρουσιάζει συνεχώς σημάδια πνευματικής κόπωσης και γήρανσης. Δεν τρέφω την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα αφυπνίσει τους ευρωπαϊστές, είμαι βέβαιος ότι οι διεθνείς εξελίξεις – για τις οποίες δεν έχουν πάρει ακόμη είδηση – δεν θα τους εμποδίσουν να αναζητήσουν αργότερα ένα νέο σπουδαίο πολιτισμό για να καλύψουν το εσωτερικό τους κενό, διότι δεν θα πάψουν ποτέ να περιφρονούν και να απαξιώνουν τον δικό τους λαό και πολιτισμό, ως γνήσιοι επαρχιώτες.

«Οι κήρυκες του εξευρωπαϊσμού ό,τι είναι ελληνικό το βλέπουνε σαν φτωχό, τιποτένιο, κι ο,τι έρχεται απ’ έξω το θεωρούνε θαυμαστό, εξαίσιο. Η Ελλάδα είναι ο πλούτος της γης, κι εσείς είσαστε οι φτωχοί, οι σαρακοστιανοί, οι άνθρωποι με τα στενά κολάρα και με τις μπανέλες, κι η δανεική αρχοντιά σας είναι κάποια αραχνιασμένα σκοτεινά σπίτια, με σκονισμένα σερβίτσια, ή πολυκατοικίες «αρτιφισιέλ» στενές σαν ποντικόφακες, μούχλα, ανόητες κουβέντες, θεατρινίστικο ύφος, ανέκδοτα για την Πομπαντούρ, για τον Μέττερνιχ και για τους σκηνοθετημένους Βολταίρους που έχετε για μοντέλα της μικρολογίας σας. [..] Ωστόσο εμείς οι άλλοι μαγκούφηδες, οι καθυστερημένοι «επαρχιώτες», οι παλιοημερολογίτες του πνεύματος, δεν θέλουμε, αλίμονο, να καταλάβουμε την πρόοδο, την εξέλιξη! Μα έλα που θρεφόμαστε με τα ντόπια και θρέφουμε και άλλους, και τους συγκινούμε με τα πατροπαράδοτα, που δεν είναι μικρολογίες φράγκικες, μα κάποια πράγματα «μέγεθος έχοντα« – Φώτης Κόντογλου

Πηγή