Οι χαμένοι εργαζόμενοι της Αμερικής

 

 Tου Τζεφ Μάντρικ*

Οι φετινές εκλογές στην Αμερική παρουσιάζουν ένα οικονομικό μυστήριο: με δεδομένη την υγιή αμερικανική οικονομία, γιατί τόσο πολλοί ψηφοφόροι, και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, θέλουν μια δραματική αλλαγή; Τα τελευταία χρόνια, η επίσημη ανεργία έχει πέσει σε προϋφεσιακά επίπεδα. Τα νέα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι το 2015 τα νοικοκυριά σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια κέρδισαν περισσότερα χρήματα. Παρ’ όλα αυτά, αντισυστημικοί υποψήφιοι όπως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπέρνι Σάντερς απολαμβάνουν απροσδόκητα ισχυρής υποστήριξης.

Μια πιθανή απάντηση δίνει το νέο βιβλίο του Nicholas Eberstadt με τίτλο «Men Without Work: America’s Invisible Crisis» (Ανθρωποι Χωρίς Δουλειά: η Αόρατη Κρίση της Αμερικής). Από τον τίτλο, καταλαβαίνει κανείς ότι ο συγγραφέας μιλά για άνεργους ή χαμηλά αμειβόμενους ανθρώπους στην Αμερική – και ιδιαίτερα λευκούς. Πράγματι, λίγοι είναι οι Αμερικανοί που πιστεύουν ότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας (5%) απεικονίζει με ακριβή τρόπο τη σημερινή αγορά εργασίας. Η δυσαρέσκεια μεταξύ των εργαζομένων είναι υψηλή, καθώς οι μισθοί τους είναι στάσιμοι και οι περίοδοι ανεργίας είναι συχνά μεγάλες. Αν υπολογίσουμε εκείνους που έχουν σταματήσει να ψάχνουν για δουλειά ή εκείνους που βρίσκουν μόνο δουλειές μερικής απασχόλησης, το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας είναι γύρω στο 10%.

Το πιο δυσάρεστο απ’όλα, γράφει ο Eberstadt, είναι ότι παρόλο που τα μακροοικονομικά στοιχεία δείχνουν μια σχετικά υγιή αμερικανική οικονομία, η συνολική συμμετοχή στην εργατική δύναμη – γνωστή ως λόγος απασχόλησης προς τον πληθυσμό – είναι ιστορικά χαμηλή. Ο συγγραφέας ασχολείται κυρίως με τους άνδρες. Και διαπιστώνει ότι το 2015 εργαζόταν το 84,3% των ανδρών ηλικίας 25 ως 54 ετών, έναντι 94,1% το 1948. Αν εξετάσει κανείς μια ευρύτερη ηλικιακή κατηγορία, βρίσκει ότι το 2015 εργαζόταν μόνο το 68,2% των ανδρών άνω των 20 ετών, έναντι 85,8% το 1948. Αν τα σημερινά ποσοστά ήταν τα ίδια με το 1965, θα εργάζονταν επιπλέον 10,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι πολύ περισσότεροι Αμερικανοί πηγαίνουν σήμερα στο σχολείο σε σχέση με το 1965, και πάλι όμως προκύπτει ότι ο αριθμός των εργαζομένων είναι κατά 9,5 εκατομμύρια μικρότερος. Αν οι άνθρωποι αυτοί δούλευαν και είχαν ικανοποιητικούς μισθούς, το ΑΕΠ της χώρας θα ήταν σημαντικά υψηλότερο.

Όλα αυτά βέβαια έχουν αναφερθεί και από άλλους συγγραφείς και αναλυτές. Σε αντίθεση με εκείνους, όμως, ο Eberstadt αποδίδει την αιτία του προβλήματος στο γενναιόδωρο κοινωνικό δίχτυ της Αμερικής. Το πρόβλημα, σημειώνει, δεν είναι η μείωση των θέσεων εργασίας, αλλά η «δραπέτευση από τη δουλειά». Το ότι δουλεύουν λιγότεροι άνδρες οφείλεται στο ότι το κοινωνικό δίχτυ της Αμερικής τους επιτρέπει να το κάνουν.

Αν η ανάλυση του Eberstadt είναι σωστή, τότε οι ιδέες του Σάντερς – όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η επιβολή υψηλότερων φόρων στους πλούσιους – και οι προοδευτικές κοινωνικές προτάσεις της Χίλαρι Κλίντον δεν αποτελούν το σωστό φάρμακο. Αυτό που χρειαζόμαστε, λέει ο συγγραφέας, είναι περισσότερες μικρότερες επιχειρήσεις και λιγότερα κοινωνικά επιδόματα. Τα επιχειρήματά του συμφωνούν με την οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, παρόλο που ο τελευταίος δεν έχει διατυπώσει και πολλές προτάσεις. Το βέβαιο είναι ότι ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος διάκειται αρνητικά προς τα προγράμματα για τους φτωχούς και τους ανέργους. Και έχει δηλώσει ότι οι μισθοί είναι υπερβολικά υψηλοί.

Η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη ενός γενναιόδωρου κοινωνικού κράτους διευκολύνει ορισμένους εργαζόμενους να μένουν σπίτι τους. Η ανάλυση του Eberstadt, όμως, είναι παραπλανητική. Ας πάρουμε τα επιδόματα αναπηρίας: ακόμη και με βάση τα στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα, η αύξηση των εργαζομένων που εισπράττουν τέτοια επιδόματα είναι πολύ μικρή για να εξηγήσει την πτώση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Ο Eberstadt επικαλείται επίσης μια κυβερνητική μελέτη που δείχνει ότι οι άνεργοι περνούν πολύ περισσότερο χρόνο σε κοινωνικές συναναστροφές από τους εργαζόμενους. Δηλαδή τι περιμένει εκείνος να κάνουν οι άνθρωποι που δεν έχουν δουλειά;

Στην πραγματικότητα, τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι είναι λίγοι εκείνοι που «δραπετεύουν» από τη δουλειά τους για να εισπράξουν επιδόματα ή κουπόνια για συσσίτια. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, αντίθετα, τα νέα κοινωνικά προγράμματα εξαρτούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πριν την πρόσβαση στα επιδόματα από την εργασία. Υπάρχει λοιπόν μια πολύ ισχυρότερη εξήγηση για το χάσμα στην απασχόληση: για τους άνδρες αυτούς δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές. Είναι απλό: όσο περισσότερες δουλειές προσφέρονται, τόσο περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν.

Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι η μεγάλη πτώση της συμμετοχής των ανδρών στην αγορά εργασίας επικεντρώνεται κυρίως στους λιγότερο μορφωμένους. Οι δουλειές γι’ αυτούς είναι ακόμη λιγότερες. Και όσες υπάρχουν αμείβονται όλο και λιγότερο. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που οι χαμηλότεροι λόγοι απασχόλησης έναντι του πληθυσμού παρατηρούνται μεταξύ των Αφροαμερικανών.

Ο Eberstadt παραγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουν απομακρυνθεί από την αγορά εργασίας και οι γυναίκες. Άλλη μια απόδειξη ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη δουλειών, όχι η «δραπέτευση» από τη δουλειά. Το συμπέρασμα είναι ότι η οικονομία χρειάζεται μεγαλύτερη δημοσιονομική τόνωση, κυρίως με τη μορφή δημοσίων επενδύσεων στις υποδομές, την εκπαίδευση και την έρευνα. Η πολιτική της λιτότητας που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλη ζημιά. Η αύξηση του ελάχιστου μισθού θα ενθάρρυνε τους εργαζόμενους των χαμηλών κλιμακίων να αναζητήσουν δουλειά.

Δεν υπάρχει λοιπόν φυγή από τη δουλειά. Απλώς δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές.

* Ο Τζεφ Μάντρικ είναι δημοσιογράφος, αναλυτής και τακτικός συνεργάτης του New York Review of Books

(Πηγή: New York Review of Books-ΑΠΕ)