Η μάχη που άνοιξε το δρόμο στον Μ. Αλέξνδρο για το Βασίλειο της Ασίας

 

Η Μάχη της Ισσού (ή 1η Μάχη της Ισσού) ήταν η σημαντική μάχη που έδωσε ο Αλέξανδρος Γ Μακεδών (Μέγας Αλέξανδρος) το 333 ΠΚΕ στο στενό που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή μεταξύ όρους Ἁμανός και Ισσικού κόλπου[2], κοντά στις Κιλίκιες πύλες, κατά του Δαρείου Γ’ μεγάλου βασιλέα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών (των Περσών). Γνωρίζοντας ο Αλέξανδρος πως ο Δαρείος έχει συγκεντρώσει στην κοιλάδα των Σώχων μεγάλο στρατό έστειλε τον Παρμενίωνα με τους Θράκες, τους Θεσσαλούς και τους άλλους Έλληνες να καταλάβει τη στενή διάβαση που οδηγούσε από την Κιλικία στη Συρία, που διερχόταν μεταξύ του όρους Ἁμανός και της θάλασσας, δηλαδή του Ισσικού κόλπου και το φύλαγε μικρή δύναμη, η οποία τράπηκε αμέσως σε φυγή. Ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε πρώτα με την υποταγή των ορεινών φυλών της τραχείας Κιλικίας[3], επέστρεψε κατόπιν στην Ταρσό και προελαύνοντας με τους επίλεκτους πεζούς και τους ιππείς έφθασε διαδοχικά στους Σόλους και στη Μαλλό, πόλη που απάλλαξε από όλους τους φόρους και τίμησε με άλλους τρόπους, καθώς θεωρείτο αποικία των Αργείων με ιδρυτή τον Αμφίλοχο.

Ο δεύτερος θρίαμβος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί των Περσών μετά τον Γρανικό. Αυτή τη φορά, αντίπαλός του ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς τους, Δαρείος Γ’.

Μετά τη Μάχη του Γρανικού και τη λύση του Γόρδιου Δεσμού, ο Μέγας Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας και στράφηκε προς τη Συρία. Ο Δαρείος ανησύχησε και συγκρότησε -σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Αρριανό- ένα πανίσχυρο στρατό, αποτελούμενο από 600.000 πεζούς (ανάμεσά τους και 30.000 έλληνες μισθοφόροι), και 100.000 ιππείς. Οι αριθμοί φαντάζουν υπερβολικοί για τους σύγχρονους ιστορικούς, που υποστηρίζουν ότι η δύναμη των Περσών δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις 100.000 άνδρες. Επικεφαλής τους τέθηκε ο ίδιος ο Δαρείος, παρά τις περί του αντιθέτου εισηγήσεις των ελλήνων συμβούλων του.

Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου 333 π.Χ. στη στενή πεδιάδα, που ορίζεται από τον κόλπο της Ισσού και το όρος Ακμανός, κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας (σημερινό Ισκεντερούν της Νοτιοανατολικής Τουρκίας). Ο Αλέξανδρος με το ένα τρίτο των δυνάμεων του Δαρείου εφάρμοσε την προσφιλή του τακτική της λοξής φάλαγγας, όπως και στη Μάχη του Γρανικού. Παρέταξε τις δυνάμεις του στην αντίπερα όχθη του ποταμού Πινάρου, έτσι ώστε να καλύπτουν όλο το πλάτος της εχθρικής παράταξης. Ο Δαρείος επανέλαβε το λάθος του Γρανικού. Παρέταξε τον πολυπληθή στρατό του σε στενό χώρο κι έτσι δεν είχε περιθώριο ελιγμών.

Ο Αλέξανδρος διάβηκε πρώτος τον ποταμό και κατόρθωσε να αποκόψει την αριστερή πτέρυγα του εχθρού. Αυτή υποχώρησε και άφησε ακάλυπτο το κέντρο, όπου η Μακεδονική φάλαγγα είχε διαρραγεί από τους έλληνες μισθοφόρους, οι οποίοι τώρα πλήττονταν και από τα πλάγια. Ο Δαρείος πανικοβάλλεται και τρέπεται σε άτακτο φυγή, συμπαρασύροντας και τον στρατό του. Στο πεδίο της μάχης ο πέρσης μονάρχης αφήνει μητέρα και σύζυγο, οι οποίες αιχμαλωτίζονται, καθώς και πολλά λάφυρα. Μεγάλες ήταν οι απώλειες και για τους δύο αντιπάλους. Οι Πέρσες έχασαν 30.000 άνδρες και οι Μακεδόνες 7.000.

Η νίκη του Αλεξάνδρου στην Ισσό εδραιώνει τη φήμη του ως μέγα στρατηλάτη και καταρρακώνει το ηθικό των Περσών. Στη συνέχεια θα καταλάβει τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο και έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της Ανατολικής Μεσογείου θα στραφεί προς το εσωτερικό της Ασίας, όπου θα αναμετρηθεί εκ νέου με τον Δαρείο στη Μάχη των Γαυγαμήλων (331 π.Χ.).