Επιτακτική η ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία της Ομογένειας
Ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου εκπέμπει SOS
Γράφει η Κωνσταντία Νάτσιου
Έως το έτος 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε μία ενιαία γεωγραφική ενότητα. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων (1913-1914), οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, αναγνώρισαν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και επιδίκασαν σε αυτή (Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας 1913) το βόρειο τμήμα της Ηπείρου. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν αποδέχτηκε αρχικά την απόφαση αυτή και αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή, στην οποία κατοικούσε αμιγώς ελληνικός πληθυσμός. Το επόμενο όμως έτος και παρά τις νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού που προέλαυνε στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου, αναγκάστηκε να επιλέξει την αναγνωρισμένη ελληνική κυριαρχία επί των νήσων του Αιγαίου αντί αυτής της Βορείου Ηπείρου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αισθάνθηκαν προδομένοι από την απόφαση αυτή, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν να στηριχθούν αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς την επίσημη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Στις 28 Φεβρουαρίου του έτους 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο-Χρηστάκη Ζωγράφο. Η αυτόνομη Βόρειος Ήπειρος περιελάμβανε αρχικά εκτός από το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Άγιους Σαράντα και την Πρεμετή. Έπειτα από συνεχείς στρατιωτικές συγκρούσεις οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν την περιοχή της Κολωνίας και την Κορυτσά, που είχαν παραδοθεί νωρίτερα στην νεοσύστατη Αλβανική χωροφυλακή από τον ελληνικό στρατό κατά την αποχώρησή του.
Η αλβανική κυβέρνηση συμβιβάστηκε και στις 17 Μαρτίου του 1914 υπέγραψε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, σύμφωνα με το οποίο, η Αλβανική κυβέρνηση αναγνώρισε την αυτονομία της Β. Ηπείρου – τότε για πρώτη φορά έλαβε αυτή την ονομασία η περιοχή – και δεσμεύτηκε για την ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία των μειονοτικών περιοχών αλλά και την θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.
Ακολούθησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) με δεύτερη προέλαση του ελληνικού στρατού και στη συνέχεια το καθεστώς του Αχμέτ Ζώγου, κατά τη διάρκεια του οποίου έκλεισαν μέχρι το 1934 όλα τα ελληνικά σχολεία στην αναγνωρισμένη ελληνική μειονοτική ζώνη (Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα και τρία χωριά της Χειμάρρας – 103 χωριά στο σύνολο). Μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το έτος 1935, ένας περιορισμένος αριθμός ελληνικών σχολείων επαναλειτούργησε.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945). Ο ελληνικός στρατός προελαύνει για τρίτη φορά στη Βόρειο Ήπειρο, απελευθερώνοντας πλήθος ελληνικών περιοχών. Μεγάλος ο ενθουσιασμός όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Το 1941, μετά τη συνθηκολόγηση και την παράδοση στους Γερμανούς, οι Ιταλοί σύμμαχοι συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους της Βορείου Ηπείρου με απίστευτη σκληρότητα. Έκαψαν πάνω από 6.200 σπίτια ενώ υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν περίπου 1.700 Έλληνες.
Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα εξάλειψε κάθε ελπίδα για τους βορειοηπειρώτες. Ο σταλινιστής ηγέτης έλαβε δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου.
Στα ελληνικά σχολεία διδάσκονταν η αλβανική ιστορία μεταφρασμένη στα ελληνικά, η «μειονοτική ζώνη» μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), έγινε μετακίνηση πληθυσμών, προκειμένου να υπάρξει δημογραφική αλλοίωση και να εξαλβανιστούν οι Έλληνες ομογενείς. Επίσης τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα αλλοιώθηκαν προς το αλβανικότερο, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης αλλά ακόμη και εντός αυτής. Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, είτε δημόσια είτε ιδιωτική, απαγορεύτηκε αυστηρά και η κατοχή θρησκευτικών εικόνων τιμωρούνταν από το νόμο.
Η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας έληξε επίσημα το 1987. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις, κάποιες με πιο έντονο τρόπο κάποιες με περισσότερη διακριτικότητα, συνέβαλαν στη δημιουργία μίας κατάστασης συνεχούς ανασφάλειας στους Έλληνες ορθόδοξους της περιοχής.
Ειδικότερα, το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνο-ορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά. Το 1994 καταδικάστηκαν πέντε μέλη της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια», με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους. Στο τέλος του ίδιου έτους, η κρίση φάνηκε να ξεπερνιέται, αφού όμως πρώτα η Ελλάδα πάγωσε την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, έκλεισε τα σύνορά της και απέλασε πάνω από 115.000 παράνομους Αλβανούς μετανάστες.
Το 2000, όμως, κατά τη διάρκεια των αλβανικών δημοτικών εκλογών, η Αλβανία επικρίθηκε εντόνως από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, όσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων του ΚΕΑΔ (πολιτικού φορέα της ελληνικής μειονότητας). Αντίστοιχες εικόνες και στις εκλογές του 2007, ιδίως στην περιοχή της Χειμάρρας.
Το 2009 η Ελλάδα υπέγραψε με την Αλβανία την «Συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και άλλων θαλασσίων Ζωνών», με την οποία οριοθετήθηκαν τα εκατέρωθεν χωρικά ύδατα. Το 2010, η νεοσυσταθείσα τότε αλβανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Edi Rama, θεώρησε πως η παραπάνω συμφωνία είναι ετεροβαρής υπέρ της Ελλάδος και, την έκρινε αντισυνταγματική και φυσικά ανεφάρμοστη. Ανεφάρμοστη παραμένει και η συμφωνία για τα στρατιωτικά νεκροταφεία, προκειμένου να ταφούν επιτέλους οι Έλληνες πεσόντες.
Η περίοδος της απογραφής του πληθυσμού το έτος 2011 προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις ανάμεσα στη μειονότητα και την αλβανική κυβέρνηση.
Μετά την εκλογή της κυβέρνησης των σοσιαλιστών στην Αλβανία υπό την ηγεσία και την πρωθυπουργία του Edi Rama, η κατάσταση οδηγείται προς ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια. Ο εν λόγω πρωθυπουργός ξεκίνησε με εκδίωξη όλων των Ελλήνων υπαλλήλων από κυβερνητικές θέσεις, συνέχισε με προώθηση αλυτρωτικών θέσεων στα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας, κυνήγησε, σε μια προσπάθεια εκφοβισμού, νεαρούς βορειοηπειρώτες, μέλη συλλόγων νεολαίων των μειονοτικών χωριών (αναφέρω ως το πιο γνωστό παράδειγμα αυτό των νεολαίων Δερβιτσάνης), σέρνοντάς τους στα αστυνομικά τμήματα, επειδή προωθούσαν τις ελληνικές παραδόσεις, τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Ως επιστέγασμα όλων αυτών, εδώ και μία περίπου δεκαετία, η γείτονα χώρα, έχει επιδοθεί σε μια ατέρμονη προσπάθεια υφαρπαγής των μειονοτικών ιδιοκτησιών, με την αιτιολογία της οικονομικής-τουριστικής ανάπτυξης, τρομοκρατώντας τους Έλληνες κατοίκους και επιχειρηματίες της περιοχής της Χειμάρρας και των Αγίων Σαράντα. Το τελευταίο της δε επίτευγμα, αυτό της επίδοσης ειδοποιητηρίων εκκένωσης σε οικίες στη Χειμάρρα, αποκλειστικά και μόνο ομογενών και μάλιστα ανήμερα της Εθνικής μας Εορτής, της 28ης Οκτωβρίου, το λιγότερο προκλητικό μπορεί να χαρακτηριστεί.
Οι Έλληνες ομογενείς της Βορείου Ηπείρου είναι γηγενείς πληθυσμοί, με ιστορική, θρησκευτική και πολιτιστική συνέχεια χιλιάδων ετών. Οι αλυτρωτικές φιλοδοξίες των αλβανικών κυβερνήσεων θα έπρεπε να προσκρούουν στη σθεναρή αντίσταση των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων. Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν οι Έλληνες πολιτικοί ότι η διπλωματία ορίζεται ως η τέχνη και πρακτική της διεξαγωγής διαπραγματεύσεων μεταξύ εκπροσώπων ομάδων ή κρατών, όχι ως ολική οπισθοχώρηση της μίας πλευράς, λόγω φόβου πρόκλησης περαιτέρω επεισοδίων. Ιδίως μετά την απάντηση του Αλβανού ΥΠΕΞ στην επιστολή του Έλληνα ΥΠΕΞ, αλλά και τις συνεχείς προκλήσεις Αλβανίας και Τουρκίας των τελευταίων εβδομάδων, θα πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι τα λόγια από την ελληνική πλευρά δεν αρκούν. Είναι επιτακτική η ανάγκη λήψης μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί άλλωστε ιστορική ευθύνη της χώρας μας η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων ομογενών της Βορείου Ηπείρου αλλά και των απανταχού Ελλήνων.