Αφιέρωμα: Από την παιδική ηλικία και την ανήσυχη νιότη στην Προεδρία
Obama out: Το ανθρώπινο πρόσωπο του απερχόμενου προέδρου
«Barack» στα σουαχίλι θα πει «ευλογημένος ». Αλλά οι fans του 44ου προέδρου των ΗΠΑ το προφέρουν διαφορετικά. Επιμένουν πως αυτός ο άντρας «ba- ro(a)cked the word»
Της Κάλλιας Καστάνη
«Σε παρακαλώ μη φύγεις – πρέπει στ’αλήθεια ;» «Δεν είμαι έτοιμη να σου πω αντίο» «Barack Obama σε ευχαριστούμε για αυτά τα 8 χρόνια που μας έδειξες πως ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει οτιδήποτε βάλει στο μυαλό του …». «Μπορεί η Αγγλία να έχει ως πρωθυπουργό έναν πρώην πρόεδρο ; Γιατί αν τελειώσατε με τον Obama, θα τον πάρουμε εμείς, παρακαλώ πολύ». «Ήσουν ο καλύτερος που υπήρξε» . «Αγαπητέ Βarack Obama, μιας και μάλλον θα είσαι ελεύθερος γύρω στο Μάιο, σε πειράζει να κατέβεις για πρόεδρος και στη Γαλλία;» Εκατοντάδες, χιλιάδες, μηνύματα αγάπης προς τον αμερικανό Πρόεδρο κατακλύζουν τα social media αυτές τις μέρες – μηνύματα συγκινητικά, τρυφερά ή αστεία, σε ύφος ελαφρώς ιδιάζουσας οικειότητας για το μέσο Ευρωπαίο πολίτη και τη δική του, απρόσωπη σχέση με τους πολιτικούς/ηγέτες του. Αλλά πάλι, είναι μάλλον απίθανο πως η Μerkel ή ο Renzi θα έγραφαν στο προφίλ του στο Twitter, όπως ο Obama στο προεδρικό account (σ.σ. το περίφημο @POTUS που ακολουθούν σχεδόν 12 εκατομμύρια άνθρωποι ) : «Πατέρας, σύζυγος και 44 πρόεδρος των ΗΠΑ». ης
Barack, το “Αμερικανικό θαύμα”
Θεωρητικά και μόνο το γεγονός πως αντικατέστησε τον George W. Bush, θα αρκούσε για να τον συμπαθήσεις. Συμβολικά, η εκλογή (και η επανεκλογή!) ενός Αφροαμερικανού liberal μεσοαστού, με ατζέντα υπέρ των μειονοτήτων και των μη προνομιούχων, στο ύπατο αξίωμα μιας χώρας που μέχρι πριν από 50 χρόνια επέβαλε στους μαύρους να κάθονται χωριστά από τους λευκούς στα λεωφορεία, έκανε όλη την υπόλοιπη δουλειά. Ο Οbama από μόνος του, υπήρξε ένα θαύμα. Το «αμερικάνικο θαύμα»
Το βιογραφικό του είναι η απόδειξη γι’ αυτό : o Βarack Hussein Obama II, ο γιός του Κενυάτη Οbama Barack Sr, και της Ann Dunham, μιας Αμερικανίδας από τη Wichita του Κάνσας, γεννήθηκε στη Χονολουλού, στις 4 Αυγούστου 1961. Oι γονείς του, ήταν δυό φοιτητές στο East-West Center, του Πανεπιστημίου της Χαβάη – για την ακρίβεια, ο πατέρας του ήταν ο πρώτος Αφρικανός φοιτητής, που σπούδαζε με υποτροφία σε χαβανέζικο πανεπιστήμιο. Παντρεύτηκαν το 1961 – η Ann ήταν ήδη έγκυος τριών μηνών – και χώρισαν 3 χρόνια αργότερα. O Βarack ήταν μόλις τριών, όταν ο πατέρας του έφυγε για σπουδές στο Harvard.(Στη συνέχεια, ο τελευταίος επέστρεψε στην Κένυα όπου εργάστηκε ως αξιωματούχος της κυβέρνησης, πριν σκοτωθεί, αιφνιδιαστικά, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Στην ουσία, τον είδε μόνο άλλη μια φορά, σε μια γρήγορη επίσκεψή του στη Χαβάη. Μεγαλώνοντας, θα ομολογούσε πως το αίσθημα εγκατάλειψης που ένιωσε λόγω της απουσίας του πατέρα του, θα τον ακολουθούσε για αρκετά χρόνια.
Η κυρίαρχη φιγούρα στα χρόνια που με διαμόρφωσαν ήταν η μητέρα μου. Οι αξίες που με δίδαξε, συνεχίζουν να είναι για μένα ο άξονας του πως κινούμαι στο χώρο της πολιτικής.
Η Αnn Dunham, μια έξυπνη, δυναμική φεμινίστρια – σίγουρα, αρκετά θαρραλέα για να σχετιστεί με έναν έγχρωμο στην Αμερική των 60’s,να γεννήσει ένα παιδί στα 18 της και να αναλάβει μόνη της την ανατροφή του. Μεγάλωσε τον γιό της για να γίνει κάτι μεταξύ «Albert Einstein, Mahatma Gandhi και Ηarry Belafonte». Mε μουσικές της Mahalia Jackson και – αντί για παραμύθια – με ηχογραφήσεις από τους λόγους του Martin Luther King Jr. Δεν έπαυε ποτέ να του επαναλαμβάνει πως ήταν «τόσο έξυπνος που θα μπορούσε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ» αν το ήθελε…
Το 1966, η Ann ξαναπαντρεύτηκε με τον Lolo Soetoro, έναν φοιτητή γεωγραφίας από την Ινδονησία. Oι δυό τους και ο Barack μετακόμισαν στην Τζακάρτα όταν ο πιτσιρικάς ήταν μόλις 6 χρονών. Στα 10 του, μετά από τέσσερα χρόνια «έκθεσης» στην τρομαχτική ομορφιά και εξαθλίωση των τροπικών επέστρεψε στη Χαβάη, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Οι αντιθέσεις, ήταν και κει παρούσες : ο μικρός Βarack Obama ήταν ένα έγχρωμο αγόρι, που μεγάλωνε σε μια κοινωνία λευκών και έγχρωμων (αλλά όχι Αφρικανών), από ένα ζευγάρι λευκών, μεσοαστών Αμερικανών. Κι επίσης ήταν ο μιγάς γιός μιας ανήσυχης, ακτιβίστριας ανθρωπολόγου από το Κάνσας και ενός ευφυούς Κενυάτη οικονομολόγου. Πράγμα που σήμαινε πως σχεδόν δεν είχε φυλή, δεν είχε πατρίδα, σταθερή κουλτούρα ή «κανονική» οικογένεια. Δεν ανήκε πουθενά, ανήκε παντού. Ήταν ένα μικρό παιδί που μετεωριζόταν στο κενό, κι αργότερα ένας μπερδεμένος έφηβος – ένας έφηβος με σκούρο δέρμα που σπούδαζε με υποτροφία στο Punahou School, ένα καλό, «λευκό» ιδιωτικό σχολείο. Aκόμα κι εκεί, ένιωθε ξένος, εισβολέας. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και αναρωτιόταν «τι είχε πάει στραβά», στην περίπτωσή του. Ή έψαχνε κάτι για να κρατήσει «τις ερωτήσεις για το ποιος ήμουν μακριά από το κεφάλι μου».Mαριχουάνα, κατά προτίμηση. Ή αλκοόλ.
Στη βιογραφία του προέδρου των ΗΠΑ, με τίτλο «Βarack Obama: The Story», που υπογράφει ο βραβευμένος με Pulitzer δημοσιογράφος David Maraniss αποκαλύπτει πως «μια παρέα αγοριών από το γυμνάσιο Punahou, με κοινά στοιχεία την αγάπη τους για το μπάσκετ και την μαριχουάνα, δημιούργησαν το Choom Gang Club και άρχισαν να κάνουν βόλτες σε ένα VW βανάκι και να καπνίζουν όλη μέρα. Αγαπημένο τους στέκι ήταν το Pumping Stations, ένα άνοιγμα στην μέση περίπου ενός χωμάτινου δρόμου πριν από την κορυφή του όρου Τάνταλους. Πάρκαραν το βανάκι, έβαζαν να παίζει στο στέρεο Aerosmith, Blue Oyster Cult και Stevie Wonder, άναβαν τα τσιγάρα και άνοιγαν τις πράσινες μπύρες που τους άρεσαν».
“Ήταν ανήσυχα, άγρια χρόνια, μια εφηβεία διάτρητη που προσπαθούσε να γεμίσει με θολό καπνό. Δεν κράτησαν πολύ. Πριν τελειώσει το γυμνάσιο, ένας από τους φίλους του πιάστηκε για κατοχή ναρκωτικών. Η ιστορία μαθεύτηκε και ο «Barry» – έτσι τον φώναζαν τότε – χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την έκρηξη της μητέρας του. Μετά από λίγο, η «συμμορία» διαλύθηκε. Στο γυμνασιακό του λεύκωμα, ο Βarry ευχαριστεί « τον Tut, τον Gramps, την Choom Gang και τον Ray για όλες τις ωραίες στιγμές». Ο Ray, το φιλαράκι του και ο dealer της παρέας, θα βρισκόταν λίγο αργότερα άγρια δολοφονημένος από έναν παράφρονα gay εραστή, με σφυριές στο κεφάλι. Ο Barry θα γινόταν Barack. Και πρόεδρος των ΗΠΑ.
Στο δρόμο προς την κορυφή
Το 1981, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, να σπουδάζει Πολιτικές Επιστήμες, με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις, στο Columbia University. Εκεί, στην κοιλιά της πόλης που υπερηφανεύεται πως «χωνεύει» τους πάντες, πρωτογνώρισε τη ρατσιστική βία. Ήταν μια ένταση – θα έγραφε αργότερα στην αυτοβιογραφία του «Όνειρα από τον πατέρα μου»- που κυκλοφορούσε παντού, όχι μόνο στους δρόμους, αλλά και στα αποδυτήρια και στους τοίχους στις τουαλέτες του Πανεπιστημίου. Όσο και αν η διεύθυνση τους έβαφε και τους ξανάβαφε, παρέμεναν το πεδίο μιας αισχρής αλληλογραφίας με παραλήπτες τους «νέγρους» και τους «βρωμοεβραίους».
Μετά την αποφοίτησή του, το 1983, εργάστηκε ένα χρόνο σε μια πολυεθνική, όμως παραήταν ιδεαλιστής για χωρέσει σε σιδερωμένους γιακάδες, γεύματα εργασίας και cocktail parties. Τα παράτησε όλα και μετακόμισε στο Σικάγο για να εργαστεί σε μια μη κερδοσκοπική επιχείρηση, βοηθώντας τις μικρές ενορίες να οργανώσουν προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης των απολυμένων από εργοστάσια στις φτωχογειτονιές. Έμεινε εκεί τρία χρόνια. Ήταν μια δουλειά, που του άνοιξε το δρόμο για τον πυρήνα της Μεγάλης Αμερικάνικης Απελπισίας, της ανεπάρκειας των πολιτικών, της οργής της μαύρης κοινότητας.
Όταν πίστεψε πως είχε δει αρκετά, έφυγε για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή του Harvard. Το 1990 έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος της νομικής επιθεώρησης «Harvard Law Review» και το’91 πήρε πτυχίο μετ’ επαίνων. Θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, να δουλέψει οπουδήποτε. Oι επιφανέστερες δικηγορικές εταιρείες σέρνονταν στα πόδια του – του προσφέρθηκε ακόμα και υπαλληλική θέση με βασιλικό μισθό στο Ανώτατο Δικαστήριο. Την απέρριψε. Επέστρεψε στο Σικάγο, συνεργάστηκε με μια μικρομεσαία φίρμα με ειδίκευση σε θέματα δικαιωμάτων των πολιτών και δίδαξε δίκαιο στο University of Chicago Law School.
Το επόμενο βήμα του, ήταν μια υποψηφιότητα για το σώμα της Γερουσίας του Illinois, το 1996. Εξελέγη και έβαλε πλώρη για την Γερουσία των ΗΠΑ. Στις προκριματικές για το χρίσμα των Δημοκρατικών πήρε 52%, υπερφαλαγγίζοντας έξι ισχυρούς αντιπάλους, και στις εκλογές, της 2ας Νοεμβρίου 2004 «σάρωσε», κερδίζοντας με 70% τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο, ακόμα και σε περιοχές που θεωρούνταν «κάστρα των λευκών». Τα υπόλοιπα, όπως λένε τα κλισέ, «είναι Ιστορία».
O “ανθρώπινος πρόεδρος”
Τα κλισέ λένε επίσης πως «πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα βρίσκεται μια ισχυρή γυναίκα». Στην περίπτωση του Obama ήταν δύο : η Ann Dunham και η Michelle Robinson. Το επίσημο love story τους λέει πως το ζευγάρι συναντήθηκε το 1989, όταν ο νεαρός, ιδεολόγος Barack Obama (φοιτητής ακόμα, στη Νομική Σχολή του Harvard), συνεργάστηκε με τη δικηγορική εταιρεία Sidley&Austin, στο Σικάγο ως μαθητευόμενος-καλοκαιρινός βοηθός. Η Michelle ήταν το «αφεντικό» του. Μετά από λίγο καιρό, της ζήτησε να βγουν ραντεβού. Αρνήθηκε. Την πολιόρκησε. Όταν, τελικά, του είπε το «ναι», πέρασαν μια ολόκληρη μέρα μαζί : βόλτα στο Art Institute of Chicago, ποτό στην κορυφή του John Hancock Center και μετά σινεμά, στο «Do the right thing» του Spike Lee. Η Michelle θυμάται πως την «συνάρπασε το χιούμορ, η ευγένεια, το πάθος του, οι γνώσεις του για τις τέχνες». Αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί έξω από ένα παγωτατζίδικο. («Το φιλί της είχε γεύση σοκολάτα») . Παντρεύτηκαν στις 3 Οκτωβρίου 1992. Η Μalia Ann και η Νatasha (Sasha), οι κόρες του, έκλεισαν φέτος τα 18 και τα 15, αντίστοιχα. Τη μισή τους ζωή, την πέρασαν μέσα στο Λευκό Οίκο – οι Αμερικανοί θεωρούν πως, δεδομένων των συνθηκών, οι Obamas μεγάλωσαν τις κόρες τους με «αξιοπρέπεια, αγάπη και σοφία». Και ανθρωπιά.
Όλα, εν τέλει, καταλήγουν σ’αυτό : το «ανθρώπινο» πρόσωπο του προέδρου Obama. Αλήθεια ή ψέματα, ο μέσος πολίτης, δεν δυσκολεύτηκε να ταυτιστεί έναν πρόδρο που ήταν παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλωμένο από μια single μητέρα, από παππούδες και γιαγιάδες και είχε μια «κανονική» εφηβεία, με κολλητούς, πλάκες, μπίρες και τσιγαριλίκια. Που σπούδασε με φοιτητικά δάνεια και υποτροφίες, δούλεψε σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των πολιτών και παντρεύτηκε μια γυναίκα η οποία θυμάται ακόμα την εποχή που «ήμασταν νέοι, ερωτευμένοι και τόσο χρεωμένοι», ή που «το μόνο αξιοπρεπές ζευγάρι παπούτσια που είχε ο Barack του ήταν μισό νούμερο μικρότερο». Έναν ψηλό, χαμογελαστό, αθλητικό και καλοντυμένο άντρα, που έχει δυό σκυλιά και δυό τρισχαριτωμένες κόρες, που μοιάζουν να τον σέρνουν από τη μύτη. Α, και που ξέρει καλό μπάσκετ – τελεία.
Οι ειδικοί της επικοινωνίας επισημαίνουν πως ο επόμενος – ή οι επόμενοι πρόεδροι των HΠΑ – θα χρειαστεί να «ιδρώσουν» πολύ ώστε να σταθούν στο επίπεδο αυτού του μετρ της επικοινωνίας, ο οποίος είναι, καταρχάς, εξαιρετικός ομιλητής. Ο Obama, λένε, έχει έναν τρόπο να απευθύνεται στο ακροατήριο, σαν να μιλάει σε κάθε άνθρωπο χωριστά. Ο λόγος του – απλός, κατανοητός, άμεσος, απαλλαγμένος από πολύπλοκα ρητορικά σχήματα – εστιάζει πάντα σε λύσεις, σε απαντήσεις, σε κοινές ανθρώπινες αξίες, στην ελπίδα και τη θετικότητα. Το «Time» έγραψε κάποτε πως οι ομιλίες του είναι «το πολιτικό αντίστοιχο του ουράνιου τόξου- ένα ξαφνικό γεγονός που σε γεμίζει δέος και έκσταση», o δε τρόπος που ο κόσμος αντιδρά στην παρουσία του, αναβιώνει τον μύθο των Κennendy («Είναι κάπως σαν να βλέπουν έναν rock star»).
Τhe King of Cool
Κι επιπλέον είναι cool. Διάολε, είναι ο Bασιλιάς του Cool – δεν είναι τυχαίο το ότι ένα από τα παρατσούκλια του είναι «no drama Obama». Σε δρόμους, σε ομιλίες, μπροστά σε κάμερες, σε μπαρ ή μέσα σε γραφεία, είτε συναντά τον Putin είτε τη Beyonce, είτε κάνει crashing, σε γάμο, ο Barack Obama δείχνει πάντα χαλαρός και απόλυτα ελεγχόμενος. Σαν να ξέρει ακριβώς τι πρέπει να πει, πότε και πως – με ψυχραιμία και χιούμορ. Ήταν ο ιδανικός καλεσμένος στα σατιρικά talk shows και στα late night shows, στον Seinfeld, τον Jimmy Fallon, το Saturday Night Live, το Βetween Two Ferns – πιθανόν και ο μόνος που μπορούσε να κάτσει απέναντι από τον Zack Galifianakis «πλασάρει» ένα ανέκδοτο με το ήρεμο timing επαγγελματία κωμικού. Ήταν ο πολιτικός που μπορούσε να χορέψει στην Ellen de Generes, να τραγουδήσει, να φλερτάρει δημόσια για τη γυναίκα του ή να παριστάνει πως ξέρει να χειρίζεται ένα selfie stick και να δείχνει γλυκός, χαριτωμένος ή αστείος. Ποτέ γελοίος. Ο ιδανικός πρόεδρος της millenial γενιάς, που μεγάλωσε «δικτυωμένη» , μακριά από τα παραδοσιακά media – αλλά μάθαινε για το ObamaCare, το φιλόδοξο πρόγραμμα υγείας του απερχόμενου προέδρου, από το αστείο βιντεάκι του στο BuzzFeed (σ.σ. Όχι και τόσο αστείο, αν σκεφτεί κανείς πως το συγκεκριμένο βίντεο είχε, από τον περασμένο Ιανουάριο, 60.000.000 views…)
Η συνολική αποτίμηση της θητείας του και της κληρονομιάς που αφήνει στην Αμερική ανήκει, βέβαια, στους πολιτικούς αναλυτές. Κι αυτοί, γκρινιάζουν πως υπήρξαν στιγμές που ο Barack Obama «παραήταν celebrity πρόεδρος» – ακόμα και για τα αμερικάνικα δεδομένα. H περίφημη άνεσή του μπροστά στις κάμερες, λένε, συχνά «έγερνε» προς την αλαζονεία ή τον ελιτισμό».
Αλλά στο τέλος της ημέρας, ο Barack Obama, θα είναι πάντα ο άνθρωπος που θέλει να ολοκληρώσει την αμερικάνικη θητεία του, με συμβολικό φόντο την ελληνική Ακρόπολη – την «καρδιά» της Δημοκρατίας . Που είπε πως «η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που «δουλεύει» , αλλά πρέπει να την θέλουμε – όχι μόνο την ημέρα ή τη χρονιά των εκλογών, αλλά και όλες τις ημέρες, στο ενδιάμεσο». Ο πολιτικός που δίδαξε – ή μάλλον υπήρξε – η τόλμη της ελπίδας : «Yes, we can». Υes he could.