Μια αλληγορική ιστορία για την Δημοκρατία και την σύγχρονη ελληνική παροδία της
Διάκριση σωτηρία, για να μην είναι κάλπικη η δημοκρατία
Από τον Γιάννη Γ. Δημητροκάλλη

Μια, βραδυά, που ο Μιχάλης, ο νεαρός δικηγόρος του χωριού Ηλιόφωτο, της Χώρας του Ήλιου και της Θάλασσας, έτρωγε παρέα και έπινε ένα ποτήρι κρασί, με παληούς συμμαθητές του, ο Βαγγέλης, ένας προκομμένος νεαρός του, που του άρεσε να μαθαίνει κάθε τι, τον ρώτησε: 
«Την περασμένη εβδομάδα παρακολουθούσα στην τηλεόραση την Βουλή και άκουσα έναν βουλευτή να λέει και να ξαναλέει για μια διάκριση εξουσιών. Τι είναι αυτό το πράγμα;»    
Ο Μιχάλης γέλασε, με την ερώτηση του συμμαθητή του και του είπε. 
«Α, ρε Βαγγέλη, όλο θέλεις να μαθαίνεις, μα αυτό που με ρωτάς θέλει πολλή κουβέντα για να εξηγηθεί και θα βαριούνται οι υπόλοιποι, που ήρθαμε για ένα ποτήρι κρασί, να ακούν.»  
Όμως, όλοι οι άλλοι, που εκτιμούσαν την φιλομάθεια του Βαγγέλη, του είπαν να του εξηγήσει και καλό ήταν να μάθουν κάτι και αυτοί, αντί να λένε σαχλαμάρες.   
Ο Μιχάλης, έχοντας αποσώσει, σχεδόν, το φαγητό του, αποφάσισε να απαντήσει, με τον δισταγμό, όμως,  αν θα τα καταφέρει να εξηγήσει στο Βαγγέλη, με δυο λόγια, ένα καθαρά συνταγματικό όρο. Ξεκίνησε, λοιπόν, αρχίζοντας από πολύ παληά:   
«Στους αρχαίους λαούς, το κουμάντο για να υπάρχει τάξη και  ασφάλεια,  απαραίτητες για να ζουν με ομόνοια οι άνθρωποι, αναλάμβανε ένας αρχηγός, που είχε το δικαίωμα να αποφασίζει ό,τι ήθελε για κάθε τι. Αυτός έφτιαχνε τους νόμους που ήθελε, αυτός τους εφάρμοζε όπως νόμιζε και αυτός δίκαζε, όπως του άρεσε. Όλοι ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν στο θέλημά του, για το κάθε τι.
Αυτός ήταν ο Μονάρχης, που για κάθε λαό είχε διαφορετική ονομασία.  Βασιλιάς, Φαραώ, Μίνως, Τύραννος, Αυτοκράτορας και άλλες. Ο τρόπος που έπαιρνε την απόλυτη δύναμή του ήταν διαφορετικός σε κάθε τόπο. Παντού, όμως, ήταν ένα και μόνο πρόσωπο, που αποφάσιζε για όλα και φάνταζε σαν θεός. Αυτό, όμως, τα ήθελε όλα για τον εαυτό του και οι απλοί άνθρωποι δυστυχούσαν.
Οι πρώτοι που ωρίμασαν πολιτικά, περισσότερο από τους άλλους λαούς, και δεν τους άρεσε να είναι όλοι υποταχτικοί ενός ανθρώπου, ήταν οι αρχαίοι Έλληνες,. Αυτοί αποφάσισαν  ότι μπορούσαν να έχουν τάξη και ασφάλεια, με νόμους που θα τους έφτιαχναν αναμεταξύ τους και θα τους τηρούσαν όλοι το ίδιο, για να είναι ίσοι. 
Επειδή πάντα υπάρχει η ανάγκη στους λαούς, για να ζουν ειρηνικά, κάποιοι να κάνουν τους άρχοντες, και το αρχοντιλήκι αρέσει σε όλους, η αγωνία τους ήταν, μην τυχόν και κάποιοι μπορέσουν να συγκεντρώσουν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους και βάλουν τους υπόλοιπους στη γραμμή και τους διατάζουν. Έτσι, κανόνισαν, άλλοι να κάνουν τους Νόμους, άλλοι να τους εφαρμόζουν και άλλοι να δικάζουν. 
Ο πιο μεγάλος πολιτικός σοφός, ο Αριστοτέλης, είχε γράψει στην τότε γλώσσα τους. « Έστι δε τρία μόρια των πολιτειών πασών,…το βουλευόμενον, το περί τα αρχάς, …τρίτον δε το δικάζον…»
Αυτός είναι που πρώτος μίλησε γι αυτό το σωτήριο ξεχώρισμα, που τώρα το λένε «διάκριση των εξουσιών».
 
Σταμάτησε ο Μιχάλης, σήκωσε το ποτήρι, ήπιε μια γουλιά στην υγειά όλων και ρώτησε τον Βαγγέλη αν λύθηκε η απορία του. Εν τάξει, απάντησε αυτός, με ικανοποιημένη την περιέργειά του, μα ο Μιχάλης συνέχισε, για να του εξηγήσει όχι μόνο για τα παληά χρόνια, αλλά και για τα τωρινά:
«Όταν, μετά τις αρχαίες πόλεις, με τις λίγες δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, φτιάχτηκαν τα κράτη, που είχαν εκατομμύρια, τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Δεν ήξεραν πια ο ένας τον άλλο και δεν μπορούσαν να συγκεντρώνονται όλοι σε ένα μέρος, για να ψηφίζονται αναμεταξύ τους. Γι αυτό συνεννοήθηκαν να διαλέγουν οι κάτοικοι κάθε περιοχής έναν Αντιπρόσωπό τους, και αυτοί να παίρνουν τις αποφάσεις, για λογαριασμό όλων. 
Γεννήθηκε, έτσι, η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, στην οποία, όμως, μπήκε πάλι βασική προϋπόθεση άλλοι θα είναι που θα ψηφίζουν τους Νόμους, άλλοι  που θα κυβερνούν και άλλοι στα Δικαστήρια που θα δικάζουν.  Αντέγραψαν το ξεχώρισμα, από τους αρχαίους Έλληνες, για να μην υπάρχει ο κίνδυνος να πάρει ένας αντιπρόσωπος, ένας  βουλευτής δηλαδή, όλη την δύναμη στα χέρια του και να κάνει όλον τον κόσμο υποταχτικούς του, όπως οι μονάρχες, τα παληά χρόνια. 
 Με το ξεχώρισμα, το κουμάντο της χώρας, έχει πάντα 3 κέντρα, που λειτουργεί το καθένα ξεχωριστά, ώστε να αποκλείει, το ένα στο άλλο, να κάνει ό,τι θέλει στην Πολιτεία. Έτσι, κανένας δεν μπορεί να πάρει το πάνω χέρι και να κάνει του κεφαλιού του. 
 Αυτό το ξεχώρισμα στο κουμάντο της Πολιτείας, το ονόμασαν Διάκριση των Λειτουργιών της Εξουσίας.  Δεν εννοείται Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία,  χωρίς την διάκριση της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής λειτουργίας.  Είναι όρος απαράβατος, η κάθε μια  να κάνει ξεχωριστά την δουλειά της, για να μην αποκτά κανένας παντοδυναμία. Εμείς, οι απλοί άνθρωποι, το μόνο δικαίωμα που έχουμε  είναι να διαλέγουμε τους βουλευτές κάθε τέσσερα χρόνια. Αυτό το λένε Λαϊκή Κυριαρχία.»
 
Ο Μιχάλης, με τον φόβο ότι αν έλεγε παραπάνω θα μπέρδευε τον Βαγγέλη, σταμάτησε να μιλά.  Στην παρέα ήταν και ο Γιάννης, που είχε σπουδάσει μηχανικός και είχε ασχοληθεί και με την πολιτική, μα τα είχε παρατήσει. Ηλικιωμένος πια, καλλιεργούσε το πατρογονικό του περιβόλι. Ακούγοντας όλα αυτά, σκέφτηκε πως καλά τα λέει ο Μιχάλης, αλλά στην Δημοκρατία της Χώρας του Ήλιου και της Θάλασσας, που ζούσαν, τίποτα από αυτά δεν εφαρμοζόταν και η Λαϊκή Κυριαρχία ήταν εντελώς αχαμνή. 
Θέλησε, λοιπόν, ο Γιάννης, πέρα από την θεωρία, να μεταφέρει στον Βαγγέλη, την δική του απογοήτευση από την πράξη στην πολιτική, που αυτή τον είχε κάνει να την παρατήσει. Περιγράφοντάς την, θα βοηθούσε τον Βαγγέλη, να καταλάβει, πιο καλά, την σημασία της Διάκρισης, για την οποία είχε ρωτήσει. Πήρε, λοιπόν, τον λόγο και είπε σε όλη την παρέα: 
«Για να δούμε τι συμβαίνει στην Ελλάδα : Κάθε 4 χρόνια ψηφίζουμε τους Βουλευτές. Στη συνέχεια, οι βουλευτές ψηφίζουν τους Νόμους στη Βουλή και  σχηματίζουν οι ίδιοι Κυβέρνηση, από την όποια εξαρτώνται, πλάγια, και οι Δικαστές.
Δηλαδή και οι τρεις λειτουργίες της Δημοκρατίας, που μας είπε ο Μιχάλης ότι πρέπει να είναι ξεχωριστές, συγκεντρώνονται στα ίδια πρόσωπα. Και δεν φτάνει αυτό, αλλά όλοι τους κουμαντάρονται, μέσα στα κόμματα, από τους αρχηγούς τους. Ο αρχηγός του πιο μεγάλου, κάθε φορά,  κόμματος γίνεται πρωθυπουργός και κυβερνά, αλλάζοντας τους Νόμους όπως τον βολεύει, διότι απαιτεί κομματική πειθαρχία στην ψήφισή τους.  
Ο ίδιος άνθρωπος αποφασίζει, στην ουσία, ποιος θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ποιοι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων, για να του κάνουν τα χατίρια του. Έτσι, ο κάθε πρωθυπουργός έχει όλους με το μέρος του και εμάς μας βλέπει, ουσιαστικά, σαν υποτακτικούς του. 
Τίποτα δεν υπάρχει που να τον υποχρεώνει να σκέπτεται και να αποφασίζει αυτά που θέλουμε εμείς, όπως απαιτεί η λαϊκή κυριαρχία. Ούτε να κρατά τις υποσχέσεις που έκανε στο διάστημα που ήταν υποψήφιος. Αυτός νοιώθει κυρίαρχος της εξουσίας και εμάς μας βλέπει σαν ένα πολιτικό Τίποτα. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μας καλοπιάνει για να τον ξαναψηφίσουμε, για τα επόμενα 4 χρόνια. 
Αυτά όλα τα παλαβά γίνονται Βαγγέλη, διότι δεν υπάρχει στο πολίτευμά μας διάκριση των λειτουργιών. Στα είπα, διότι άμα δεν δούμε το κακό, δεν καταλαβαίνουμε πόσο αξίζει το καλό.»   
 
Η ώρα είχε περάσει και στην παρέα, που είχαν μαζευτεί για να ξεσκάσουν με ένα ποτήρι κρασί, ήταν όλοι ικανοποιημένοι, γι’ αυτά που είχαν μάθει, μα και προβληματισμένοι, γι αυτά που συνέβαιναν στην Χώρα τους. 
Είχαν καταλάβει όλοι, ότι δεν υπήρχε δημοκρατία στην Χώρα του Ήλιου και της Θάλασσας, παρά μόνο στην ψυχή τους. Αυτή ήταν βαθειά δημοκρατική και έπρεπε να της δώσουν την χαρά να ζει και δημοκρατικά. Πως;  Αυτό είναι μια άλλη ιστορία.   
 
www.politizo.gr