Πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις με την Τουρκία: Το Κυπριακό και η πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης

Υπόθεση εθνική και όχι δικαστική οι 8 Τούρκοι

Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου

Η υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών πραγματικά είναι συγκλονιστική. Και η εκδίκαση από τον Άρειο Πάγο της υπόθεσης έκδοσής τους ή μη στην Τουρκία έρχεται σε μία ιδιαίτερα ευαίσθητη στιγμή, ενόψει και των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Σε αυτή την υπόθεση η ελληνική κυβέρνηση έχει κρυφτεί και έχει υπάρξει «κομπάρσος». Και αφήνει τη δικαιοσύνη να… βγάλει το φίδι από την τρύπα.

Γιατί τα πράγματα είναι μάλλον ξεκάθαρα σε ό,τι αφορά το μέλλον των συγκεκριμένων ανθρώπων αν εκδοθούν στην Τουρκία. Με βάση τα όσα έχουμε δει να συμβαίνουν στη γείτονα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και το πώς αντέδρασε στη συνέχεια το καθεστώς Ερντογάν, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι το επικρατέστερο σενάριο δεν είναι αυτό που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των αιτούντων άσυλο αξιωματικών. Με αυτό το δεδομένο, το ζήτημα μπορεί να εμφανίζεται ως δικαστικό αλλά είναι βαθύτατα πολιτικό και εθνικό.

Βεβαίως, το ερώτημα που ενδεχομένως τίθεται είναι αν η Ελλάδα επιθυμεί ή μπορεί να ρισκάρει να εκτοξεύσει στα ύψη την ένταση με την Τουρκία ακριβώς σε αυτή τη συγκυρία συνεκτιμώντας όχι μόνο το προσφυγικό και τις πιθανές επιπτώσεις ως «αντίποινα» αλλά ακόμα και την απειλή που υποκρύπτει ο Ερντογανικός μεγαλοϊδεατισμός που φτάνει στην αμφισβήτηση ακόμη και της συνθήκης της Λωζάννης. Γιατί είναι σαφές ότι αν τελικά η Ελλάδα αποφασίσει να μην εκδόσει τους 8 αξιωματικούς, η ένταση με την Τουρκία πιθανώς θα χτυπήσει κόκκινο.

Από την άλλη πλευρά όμως τίθεται σαφώς και ζήτημα ηθικό, πολιτιστικό, ανθρωπιστικό. Το ζήτημα αν θα εκδόσεις ανθρώπους που γνωρίζεις ότι θα αντιμετωπίσουν απάνθρωπη μεταχείριση, θα κινδυνεύσουν με βασανισμό ή και με την θανατική ποινή, έχει να κάνει με τις αξίες όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης συνολικότερα. Και η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία δεν μπορεί να αγνοήσει τις αξίες αυτές.

Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και τεράστιο αλλά και κατανοητό ίσως το δίλημμα που σήμερα αντιμετωπίζει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Στο οποίο έχει περιέλθει και με δική του ευθύνη. Χωρίς να έχει ούτε την εμπειρία, ούτε την ιστορική γνώση, αλλά ούτε και την ισχύ (λόγω γενικότερης αδυναμίας της χώρας), να το διαχειριστεί με σχετική ευχέρεια. Και το γεγονός ότι αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, μαζί με τον κάκιστο εξ αρχής χειρισμό, τον φέρνει ίσως αρκετά κοντά στην αναζήτηση συναινετικής λύσης. Μόνο που συναίνεση στην ουσία σημαίνει αποδοχή του αιτήματος έκδοσης. Και καλώς ή κακώς, η αίσθηση που έχει δημιουργηθεί εντός και εκτός συνόρων είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση ρέπει προς την απόφαση για έκδοση, όσο και αν θα ήθελε ίσως να το αποφύγει…

Κι όμως θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετική διαχείριση. Και η δικαιοσύνη να είναι αρωγός και όχι προσδοκόμενο… «άλλοθι». Για παράδειγμα, οι παλιότεροι θυμούνται ίσως την υπόθεση του συλληφθέντος Παλαιστίνιου Ρασίντ, στη δεκαετία του ΄80. Του οποίου την έκδοση ζητούσαν πεισματικά οι Αμερικανοί προκειμένου να δικαστεί ως τρομοκράτης. Για την υπόθεση αυτή ο ίδιος ο πρόεδρος Ρέιγκαν είχε ασκήσει πολύ μεγάλη πίεση στον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ είχε εκδοθεί και τουριστική οδηγία κατά της Ελλάδας. Μόνο που την ίδια στιγμή η οργάνωση του Αμπού Νιντάλ απειλούσε με βομβιστικές επιθέσεις – αντίποινα αν η Ελλάδα προχωρούσε στην έκδοσή του…

Τι έκανε τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου για να υπερβεί το πολύ κρίσιμο πρόβλημα; «Φρόντισε» να καταδικαστεί ο Ρασίντ από την ελληνική δικαιοσύνη για άλλα αδικήματα σε τέσσερα χρόνια φυλακή. Όχι με κάποια ωμή παρέμβαση στη δικαιοσύνη, αλλά αξιοποιώντας έξυπνα συγκεκριμένες… δυνατότητες. Ο Ρασίντ οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού για να εκτίσει την ποινή και η χώρα κέρδισε πολύτιμο χρόνο… Ούτε οι ΗΠΑ δεν αξίωσαν τότε από τη χώρα να παραιτηθεί του δικαιώματός της στην απονομή δικαιοσύνης…

Ίσως λοιπόν να μπορούσαν να έχουν γίνει ελιγμοί που θα έβγαζαν το βάρος πάνω από τους ώμους της χώρας ή έστω θα εξασφάλιζαν περισσότερο χρόνο. Τι θα μπορούσε να έχει κάνει η ελληνική πλευρά στο ξεκίνημα αυτής της ιστορίας; Για παράδειγμα δύο ενδεχόμενες κινήσεις. Αφενός να διαχειριστεί μέσω της ελληνικής δικαιοσύνης διαφορετικά τις κατηγορίες προς τους «8» από ελληνικής πλευράς. Να τους προσδώσει πολύ μεγαλύτερο βάρος ως προς την τέλεση αξιόποινων για το ελληνικό δίκαιο παραβιάσεων. Να τους αποδώσει έτσι πολύ μεγαλύτερες ποινές κερδίζοντας χρόνο αφού πρώτα θα έπρεπε να ολοκληρωθεί η εντός Ελλάδας κράτησή τους. Γιατί επί της ουσίας τελέστηκαν αξιόποινες πράξεις από τους 8 Τούρκους…

Αφετέρου να κάνουν την υπόθεση ευρωπαϊκό και όχι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Να διαπραγματευτεί με τους εταίρους και την Ε.Ε., να αναζητήσει νομικά τρόπους να κάνει την υπόθεση ζήτημα του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ή της Ε.Ε. ή όποιου άλλου αρμόδιου ευρωπαϊκού θεσμικού οργάνου και όχι ελληνικού. Ακόμη και να τους προωθήσει αν ήταν δυνατόν προς τα ευρωπαϊκά ενδότερα θέτοντας πιεστικά το ζήτημα στη βάση της αδυναμίας της χώρας να το διαχειριστεί, λόγω της ιδιαιτερότητας της θέσης και των ευαίσθητων σχέσεών της με την Τουρκία.

Τίποτα από αυτά δεν έγινε. Η ελληνική διπλωματία παρέμεινε σιωπηλή, η κυβέρνηση αμήχανη και τώρα περιμένουν την όποια λύτρωση από τον Άρειο Πάγο. Και όποια και αν είναι η εξέλιξη, η χώρα θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Δυστυχώς, η προχειρότητα κοστίζει. Και εδώ το κόστος δεν είναι μόνο οικονομικό…

Πηγή