Το ισχυρό μήνυμα της Αθήνας-Ανάλυση με αφορμή της επίσκεψη Τσίπρα στο Βελιγράδι
Κίνδυνος για μια νέα Βαλκανική περιπέτεια
Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος
Η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού Τσίπρα στη Σερβία, οι συζητήσεις που είχε εκεί με τον ομόλογό του κ. Βούτσιτς, το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών και -κυρίως- τα μηνύματα που θέλησε να στείλει η ελληνική διπλωματία για την κατάσταση στη Βαλκανική έχουν πολύ ενδιαφέρον.
Πέραν όλων των άλλων, δείχνουν μια ετοιμότητα της Αθήνας να παρακολουθήσει και να προκαταλάβει με κάποιο τρόπο δραματικές εξελίξεις, συγκρούσεις, εκδήλωση εθνικισμών και αναθεωρητισμό ως προς τη χάραξη των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ελλάδα έστειλε ένα «παρών» ισχύος προς όλες τις δυνάμεις των κεντρικών Βαλκανίων. Υπενθύμισε ότι, ακόμη και στην κατάσταση χρεοκοπίας της, παραμένει η πιο ισχυρή και εξοπλισμένη χώρα στην περιοχή, ενώ γεωστρατηγικά διατηρεί τα «κλειδιά» σύνδεσης της βαλκανικής «ενδοχώρας» με τα διεθνή θαλάσσια περάσματα. Η σιδηροδρομική γραμμή από τον Πειραιά στο Βελιγράδι, με κόμβο τη Θεσσαλονίκη, είναι πρακτική απόληξη τέτοιων περιφερειακών διακρατικών σχεδιασμών.
Σε επίπεδο δηλώσεων, ο Ελληνας πρωθυπουργός κινήθηκε στις νόρμες της ευρωπαϊκής «πολιτικής ορθότητας» και της ελληνικής παράδοσης. «Το μέλλον των Βαλκανίων», σημείωσε, «μπορεί να χτιστεί μόνον στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, του αμοιβαίου σεβασμού, του διαλόγου και της συνεργασίας. Οχι με παραβιάσεις, με επεμβάσεις, όχι με προκλήσεις, με αναθεωρητικές λογικές ως προς τις διεθνείς συνθήκες». Το κλίμα των συζητήσεων στο Βελιγράδι κινήθηκε σε πολύ θετικό επίπεδο, με δεδομένο ότι η Σερβία προσφάτως προχώρησε σε άρση της αναγνώρισης των Σκοπίων ως «Μακεδονίας», ενώ η Ελλάδα δεν έχει αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο.
Οι διεργασίες στο Βελιγράδι έχουν μια ιδιαίτερη σημασία και ενδιαφέρον, με δεδομένο ότι, παρά τη θέληση της Αθήνας να επικρατεί το Διεθνές Δίκαιο και οι συνεννοήσεις στη Βαλκανική, η συγκυρία δείχνει απολύτως διαφορετική. Οι εθνικισμοί και οι αναθεωρητικές λογικές για σύνορα που δεν έχουν «κλείσει» ιστορικά συνδέονται με τις «μαύρες τρύπες» της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας με πολύ θερμό τρόπο στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τις πληροφορίες των τελευταίων εβδομάδων για συγκρότηση πυρήνων των μουτζαχεντίν στη Βαλκανική, με μετοίκηση πολεμιστών του Χαλιφάτου (ISIS) από τα πεδία των μαχών στη Μεσοποταμία. Κομβικό ρόλο παίζει η Αλβανία, που στη βάση του αλυτρωτισμού για πληθυσμούς της στο Κοσσυφοπέδιο και το Τέτοβο προσβλέπει, ενθαρρυμένη και από τη στρατιωτική συμμαχία της με την Τουρκία, σε πρόσκτηση εδαφών.
Η Ελλάδα στο συγκεκριμένο πεδίο δεν μπορεί να ορίσει τη συγκυρία επιβάλλοντας όρους Διεθνούς Δικαίου και διπλωματίας στην επίλυση διαφορών ή την εναρμόνιση διεκδικήσεων, άρα θα πρέπει να προετοιμάζεται, με την Ευρώπη απούσα ουσιαστικά από την περιοχή, πέραν της εμπλοκής της Αυστρίας, που δεν προδιαθέτει διασφάλιση των ελληνικών συμφερόντων, για έναν δεύτερο γύρο αποσταθεροποίησης στη Βαλκανική.
Η επαναδραστηριοποίηση του UCK σε συνδυασμό επιχειρήσεων της Τζιχάντ ενάντια στους χριστιανικούς πληθυσμούς, με διατυπώσεις αναθεωρητισμού της Συνθήκης της Λωζάννης από την Τουρκία και η νέα πραγματικότητα, από την εποχή Κλίντον, στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας συγκροτούν ένα παζλ -τουλάχιστον- εκρηκτικό. Η Ελλάδα, κινούμενη «εμπρόθεσμα», όπως ήδη επιχειρεί από το Βελιγράδι, θα πρέπει να επιδιώξει έναν άξονα ισχύος και σταθερότητας Ελλάδας – Βουλγαρίας – Σερβίας, που και σε στρατιωτικό επίπεδο θα μπορούν να αντιδράσουν στην απειλή της τρομοκρατίας Τζιχάντ – UCK.
Πέραν αυτού, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη σε στρατηγικό επίπεδο για αλλαγή συνόρων. Πρώτον, με τη διχοτόμηση του Κοσσυφοπεδίου μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας. Δεύτερον, με την πολυδιάσπαση των Σκοπίων μεταξύ Βουλγαρίας – Αλβανίας αλλά και με προσάρτηση εδαφών από Ελλάδα (Μοναστήρι) και Σερβία (Κουμάνοβο). Στη διανομή αυτών των εδαφών βρίσκεται η πρακτική βάση μιας νέας βαλκανικής συμφωνίας, που απεύχεται η Αγκυρα. Τρίτον, με την προστασία και τη θωράκιση των πληθυσμών της Βόρειας Ηπείρου, μαζί με την επίλυση της οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αλβανία.