60 χρόνια από τη Συνθήκη της Ρώμης: Η προοπτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος

Η Ρώμη δεν είναι πια Ρώμη

Γράφει η Ρένα Δούρου

Η Ρώμη δεν είναι πια στη Ρώμη: 60 χρόνια Ευρώπη και μετά;». Ο τίτλος της εκδήλωσης-συζήτησης που διοργανώνει, μαζί με άλλες ευρωπαϊκές «δεξαμενές σκέψης», το Ινστιτούτο Ντελόρ, στις 23 Μαρτίου, στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση, είναι από μόνος του ενδεικτικός της κατάστασης που βρίσκεται σήμερα το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: σε σταυροδρόμι, εν όψει κρίσιμων εξελίξεων.4

Και τούτο γιατί σήμερα ο απολογισμός της εξηντάχρονης πορείας προκαλεί μάλλον προβληματισμό. Η οικονομική κρίση αναδεικνύει όλες τις ενδογενείς αδυναμίες της Ευρωζώνης και παράλληλα, η εθνικιστική ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο. Η γενικευμένη κρίση ταυτότητας, που ακολούθησε την οικονομική κρίση, έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί σε κρίση Δημοκρατίας. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, ακριβώς στον αντίποδα των στόχων που έθεταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ιδρυτές πατέρες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος: την εδραίωση της Δημοκρατίας και της οικονομικής ανάπτυξης, στα ερείπια της καταστραμμένης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ηπείρου.

 

Σήμερα, η πολυεπίπεδη κρίση επιβάλλει μία διαπίστωση και μία πρόταση, καθοριστική για το μέλλον του εγχειρήματος που οραματίστηκαν οι Μονέ, Σουμάν, Σπινέλι, ντε Γκάσπερι και οι υπόλοιποι ιδρυτές πατέρες της ΕΟΚ.

Η διαπίστωση σχετίζεται με το τριπλό έλλειμμα που χαρακτηρίζει σήμερα την ΕΕ. Ελλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας, έλλειμμα κοινού σχεδίου για το μέλλον. Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι η αντιμετώπιση των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών προβλημάτων που απορρέουν από αυτά τα ελλείμματα, δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά υπόθεση τεχνοκρατικών οργάνων, που δεν είναι εκλεγμένα από τους πολίτες και τα οποία, κατά συνέπεια, δεν διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση.

 

Η αποξένωση των πολιτών από τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης των αποφάσεων, η υποβάθμιση του ρόλου αντιπροσωπευτικών οργάνων, η επιλογή αυστηρότατων δημοσιονομικών περιορισμών, στο πλαίσιο μιας «ordoliberal», όπως τη χαρακτηρίζει ο Γ. Χάμπερμας σε πρόσφατη συνέντευξή του1, προσέγγιση της Κομισιόν, έχουν οδηγήσει σε πολλαπλά αδιέξοδα. Η αναιμική ανάπτυξη, η υψηλή ανεργία κυρίως των νέων στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η αύξηση της εσωστρέφειας (με αφορμή τις μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές και την αποτυχία του συστήματος του Δουβλίνου) αποτελούν ενδείξεις αυτών των αδιεξόδων. Αδιεξόδων τα οποία εκμεταλλεύονται, δυστυχώς με επιτυχία, ακροδεξιά κόμματα – η ρητορική της Λεπέν στη Γαλλία (αναφέρθηκε πρόσφατα στην «Ευρωπαϊκή Σοβιετική Ενωση») ή του Βίλντερς στην Ολλανδία, μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Οι πολίτες απορρίπτουν το σημερινό μοντέλο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η απόφαση των Βρετανών για το Brexit είναι ενδεικτική…

 

Πλέον τεχνοκρατικές λύσεις αλλά και προσεγγίσεις σαν αυτή της πρόσφατης συνάντησης Γαλλίας, Ιταλίας, Γερμανίας, Ισπανίας, στις Βερσαλλίες, όπου αναθερμάνθηκε μια παλιά ιδέα, εκείνη της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων», είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Οχι λόγω έλλειψης καλών προθέσεων αλλά δομικής αδυναμίας να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Δηλαδή την κοινωνική σταθερότητα και τη συνοχή, την ανάπτυξη που δημιουργεί δουλειές, τη διασφάλιση αξιοπρεπούς μέλλοντος για τους νέους. Στόχους που οφείλουν να βρεθούν στο επίκεντρο ενός νέου Σχεδίου/Προτάγματος για την Ευρώπη, με έμφαση στις ανάγκες των πολιτών και το μέλλον των κοινωνιών. Ενός προωθητικού σχεδίου που πρέπει να εισαγάγει, με σεβασμό στις ευρωπαϊκές αξίες και με διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, μια νέα, δημοκρατικά νομιμοποιημένη, σχέση μεταξύ εθνικής και υπερεθνικής δομής, προς όφελος των πολιτών και όχι επιμέρους οικονομικών συμφερόντων. «Δεν θέλω να υποδείξω ότι υπάρχει κάτι το ενδογενώς ανώτερο στους εθνικούς θεσμούς έναντι άλλων, αλλά πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα των εθνών και των κρατών και να παρατηρήσουμε τον κίνδυνο ότι όταν αυτά αγνοούνται, μετατρέπονται σε εκλογικό πλεονέκτημα ένθερμων εθνικιστών», τόνιζε, προνοητικά, το 1996 ο ιστορικός Τόνι Τζουντ, πριν ο αντίκτυπος της κατάρρευσης της Λίμαν Μπρόδερς περάσει τον Ατλαντικό και αναδείξει τις δομικές αδυναμίες του ευρώ.

Και μπορεί το 2017 να μην είναι 1957, καθώς οι διεθνείς, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες έχουν ριζικά αλλάξει, ωστόσο το διακύβευμα παραμένει και σήμερα το ίδιο: ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που θα λαμβάνει υπόψη του τις ανάγκες των πολιτών για ανάπτυξη, εργασία, ασφάλεια, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και που θα ακούει τη φωνή τους. Ενα οικοδόμημα από τους πολίτες, με τους πολίτες, για τους πολίτες. «Δεν ενώνουμε κράτη, ενώνουμε ανθρώπους», έγραφε ο Ζαν Μονέ.

Εξήντα χρόνια από το ξεκίνημά του, το ευρωπαϊκό εγχείρημα ή θα βρει την προωθητική δύναμη που το έκανε ξεχωριστό ή θα δώσει τη θέση του στους εθνικούς εγωισμούς και απομονωτισμούς.

*1 https://www.socialeurope.eu/2016/07/core-europe-to-the-rescue/

Ρένα Δούρου, περιφερειάρχης Αττικής

Πηγή