Η αμερικανική εταιρία γεωπολιτικών αναλύσεων σημειώνει πως αν και είναι αντυπωσιακή η συνεχιζόμενη άνοδος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανία, εντούτοις είναι ανομοιογενής & σύντομα εξαρτημένη από τα ξένα συστήματα

Για εβδομάδες Τούρκοι αξιωματούχοι υπαινίσσονται ότι η χώρα βρίσκεται λίγο πριν την οριστικοποίηση συμφωνιών για εξαγωγές, ύψους πάνω από 2 δις δολαρίων, τις μεγαλύτερες στην ιστορία της Τουρκίας. Οι συμφωνίες, κυρίως για τα ναυτιλιακά, είναι με τη Σαουδική Αραβία και με ακόμα άλλη μια χώρα. Αν και οι εξαγωγές της Τουρκίας στην άμυνα διπλασιάστηκαν από το 2011 έως το 2016, οι συνολικές συμφωνίες στον κλάδο παρέμειναν σχετικά χαμηλές πέρυσι στα 1,68 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο του 1% των εξαγωγών όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι φημολογούμενες επερχόμενες πωλήσεις υπογραμμίζουν όχι μόνο την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να ενισχύσει τις αμυντικές εξαγωγές της, αλλά και τη φιλοδοξία της Άγκυρας να επεκτείνει σημαντικά την εγχώρια αμυντική της βιομηχανία.

Γιατί έχει σημασία η βιομηχανία όπλων

Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι για τους οποίους η Τουρκία επεκτείνει τον συγκεκριμένο τομέα. Το πρώτο είναι να εξοικονομήσει χρήματα και να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη. Η Τουρκία έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στο ΝΑΤΟ, γεγονός που απαιτεί σημαντικές επενδύσεις σε εξοπλισμούς. Η Άγκυρα σχεδιάζει να διοχετεύσει ακόμα περισσότερους πόρους στον στρατό της, την ώρα που επιταχύνει τον εκσυγχρονισμό του, εξαλείφοντας και αντικαθιστώντας τους απαρχαιωμένους εξοπλισμούς της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η επιτυχής κινητοποίηση της τουρκικής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας για την παραγωγή υλικού για τις ένοπλες δυνάμεις όχι μόνο θα μειώσει την ανάγκη δαπάνης τεραστίων κεφαλαίων για εξοπλισμό και όπλα, αλλά και θα συμβάλει στην ανάπτυξη του εγχώριου βιομηχανικού τομέα και της οικονομίας γενικότερα.

 Δεύτερον, η Τουρκία ελπίζει να ενισχύσει την αυτάρκεια και την ανεξαρτησία της. Ιστορικά η Άγκυρα βασίζεται στους βασικούς της εταίρους στο ΝΑΤΟ – ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία – για όπλα, αν και προσπάθειές της να αγοράσει έχουν περιστασιακά απορριφθεί. Τον Δεκέμβριο του 2014, το αμερικανικό Κογκρέσο εμπόδισε τη μεταφορά δύο φρεγατών κατηγορίας OliverHazardPerryστην Τουρκία, αναφέροντας την εχθρική στάση της Άγκυρας απέναντι στο Ισραήλ και την αντίθεσή της στις έρευνες από αμερικανικές εταιρείες για φυσικό αέριο κοντά στην Κύπρο. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το μπλοκάρισμα του Κογκρέσου στην πώληση τεχνολογίας μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην Τουρκία, γεγονός που ανάγκασε την Άγκυρα να προχωρήσει γρήγορα στην ανάπτυξη της δικής της τεχνολογίας από το 2008 και μετά. Τα τελευταία χρόνια και η Γερμανία έχει επίσης κινηθεί απορριπτικά στα τουρκικά αιτήματα για όπλα, αναφέροντας τις ανησυχίες της για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν και οκτώ από αυτά τα αιτήματα απορρίφθηκαν μεταξύ 2010 και 2015, από τον Νοέμβριο του 2016 απορρίφθηκαν τουλάχιστον 11. Ως εκ τούτου, η μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές όπλων είναι πολύ σημαντική για την Άγκυρα. Στην πραγματικότητα, ο στόχος της είναι να πετύχει την πλήρη αυτάρκειά της έως το 2023.

Τέλος, η Τουρκία επιδιώκει να ενισχύσει τις εξαγωγές της σε όπλα. Πέρα από τα προφανή οικονομικά οφέλη, οι πωλήσεις όπλων αποτελούν έναν βασικό τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα μπορεί να αναπτύξει στενές και μακροχρόνιες σχέσεις με τους πελάτες της, προσδοκώντας καλύτερες σχέσεις συνολικά. Για παράδειγμα, η Τουρκία έχει εργαστεί για την ενίσχυση των δεσμών της με τις χώρες του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτά τα κράτη αποτελούν τους βασικούς στόχους της Άγκυρας και για τις εξαγωγές όπλων.

Ο δρόμος για την ανάπτυξη

Η ενίσχυση του τοπικού εμπορίου όπλων της Τουρκίας αποδεδειγμένα αποτελεί το πάθος του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ελπίζοντας ότι θα επιταχύνει και την εθνική αμυντική βιομηχανία. Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν στο δημοψήφισμα του Απριλίου αύξησαν σημαντικά την εποπτεία και τον έλεγχο του Ερντογάν στις προμήθειες στον αμυντικό τομέα. Η προεδρία, για παράδειγμα, εποπτεύει τώρα την εκτελεστική επιτροπή για την αμυντική βιομηχανία, η οποία είναι ο τελικός κριτής των προτζεκτ για τις προμήθειες στον τομέα της άμυνας. Αυτές οι θεσμικές αλλαγές αναμφισβήτητα θα δώσουν ώθηση στους τουρκικούς στόχους στον τομέα των εξοπλισμών.

Η τουρκική κυβέρνηση επιθυμεί να δημιουργήσει μια αξιόπιστη βιομηχανία, βασισμένη σε ένα ευρύ φάσμα αμυντικών έργων – μερικά για τα οποία έχει έντονο το ενδιαφέρον ο Ερντογάν – από πλοία μέχρι στρατιωτικά οχήματα και έργα αεροναυπηγικής. Στο ναυτιλιακό τομέα, η τουρκική αμυντική βιομηχανία, όπως τα Ναυπηγεία στην Κωνσταντινούπολη και στο Golcuk, βρίσκεται κοντά στη διασφάλιση συμφωνιών για πολεμικά πλοία και υποβρύχια, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων με χώρες όπως το Πακιστάν, η Ινδονησία και η Σαουδική Αραβία. Στο μεταξύ, ο τουρκικός παραγωγός αμυντικών ηλεκτρονικών προϊόντων, Aselsanεξάγει ήδη σε περισσότερες από 60 χώρες παγκοσμίως. Η NurolMachinery, μια αναπτυσσόμενη εταιρία παραγωγής τεθωρακισμένων οχημάτων, παρουσίασε είκοσι φορές αύξηση των πωλήσεων σε διάστημα τεσσάρων ετών και άρχισε να κάνει εξαγωγές. Αυτές είναι μόνο μερικές από τις τουρκικές αμυντικές εταιρείες, μεγάλες και μικρές, που αυξάνουν τα χαρτοφυλάκια παραγωγής τους, καθώς εκμεταλλεύονται την προσπάθεια της κυβέρνησης να ενισχύσει την τουρκική αμυντική βιομηχανία.

Ωστόσο, ακόμη και με την αύξηση των παραγγελιών για εξαγωγές όπλων, η μεγαλύτερη αγορά για τις τουρκικές αμυντικές εταιρείες είναι η ίδια η τουρκική κυβέρνηση. Ο τουρκικός στρατός όχι μόνο προσθέτει δυνατότητες που δεν είχε ποτέ πριν, αλλά εργάζεται παράλληλα για την αντικατάσταση των μεγάλων αποθεμάτων του γερασμένου εξοπλισμού εποχής Ψυχρού Πολέμου. Για παράδειγμα, αυτή την περίοδο η SedefShipbuildingκατασκευάζει το πρώτο αμφίβιο επιθετικό πλοίο για το τουρκικό ναυτικό, ένα σκάφος που τελικά θα αποτελέσει τη βάση του προγράμματος για το τουρκικό αεροπλανοφόρο.

 Επίσης, οι τουρκικές βιομηχανίες αεροναυπηγικής ηγούνται των προσπαθειών για την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών, όπως το UAVτης Anka, για το στρατό, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες εισαγωγής της εν λόγω τεχνολογίας. Αναφορικά στα προϊόντα αντικατάστασης για τους γερασμένους τουρκικούς εξοπλισμούς, τα κυριότερα προγράμματα περιλαμβάνουν το τανκ Altay, από την τουρκική αμυντική εταιρεία Otokar, όπως επίσης και το ελικόπτερο επίθεσης T129 που παράγει η τουρκική αεροναυπηγική βιομηχανία σε συνεργασία με την αγγλο-ιταλική εταιρεία AgustaWestland. Όπως συμβαίνει με το ελικόπτερο T129, οι τουρκικές αμυντικές εταιρείες προσπάθησαν σε στρατηγικό επίπεδο να συνεργαστούν με ξένες εταιρείες για την ανάπτυξη πολυάριθμων οπλικών προγραμμάτων, προκειμένου να καλύψουν τις συνεχιζόμενη ανεπάρκειά τους στην τεχνογνωσία.

Η Τουρκία έχει προχωρήσει πολύ στην ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, βασικό μέρος των φιλοδοξιών της προκειμένου να ενισχύσει τον στρατό της και τα περιφερειακά της συμφέροντα. Από το 2002, έχει αυξηθεί ο ρυθμός με τον οποίο η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας έχει ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Άγκυρας για εξοπλισμούς από το 24% σε 64%, και εξακολουθεί να αυξάνεται. Ωστόσο, ενώ τα νούμερα είναι πράγματι εντυπωσιακά, είναι παράλληλα και κάπως παραπλανητικά. Αυτό που χαρακτηρίζει η Τουρκία ως εγχώρια προγράμματα, τις περισσότερες φορές συνδέονται με  ξένες εταιρικές σχέσεις και σχεδόν πάντα περιλαμβάνουν εισαγόμενα υποσυστήματα. Έτσι, ενώ η συνεχιζόμενη άνοδος της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας είναι εντυπωσιακή στην ονομαστική της αξία, η πραγματικότητα είναι ότι η πρόοδος θα παραμείνει ανομοιογενής και η Άγκυρα δεν θα μπορέσει να αποφύγει σύντομα την εξάρτησή της από τα ξένα συστήματα. 

Δημοσιεύθησε στον Τύπο της Κυριακής