Όσο η Δύση δεν ασχολείται, αυξάνονται η πιθανότητες να βυθιστεί η περιοχή στην αστάθεια εκτιμά η αμερικανική εταιρία γεωπολιτικών αναλύσεων. 

Από τον Cameron Munter, εξωτερικό συνεργάτη του Stratfor

Στους έξι πρώτους μήνες της κυβέρνησης Trump, πέντε προκλήσεις στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής κυριαρχούν στο προσκήνιο στο εσωτερικό, αλλά και διεθνώς. Ο αυξανόμενος οικονομικός και στρατιωτικός ρόλος της Κίνας, οι λεπτές σχέσεις της Ρωσίας με την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι σε Αφγανιστάν και Συρία, οι απειλές από τη Βόρεια Κορέα και τη Βενεζουέλα και το μέλλον της Ευρώπης εν μέσω αυξανόμενων λαϊκιστικών κινημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία βρίσκονται στο επίκεντρο των υπευθύνων χάραξης πολιτικής παγκοσμίως.

Μέσα σ’ όλα αυτά, εύκολα ξεχνάμε ότι, όχι πολύ καιρό πριν, μεγάλο μέρος της παγκόσμιας προσοχής ήταν προσηλωμένη στα Βαλκάνια. Με τον πόλεμο να έχει πλήξει την πόρτα της Ευρώπης, πολλοί εξέφραζαν τον φόβο ότι η προκύπτουσα αστάθεια θα πυροδοτούσε μια ευρύτερη σύγκρουση. Οι τρομακτικές μάχες και οι ζωές που θυσιάστηκαν, ιδίως στη Βοσνία (από το 1992 έως το 1995) και το Κοσσυφοπέδιο (το 1999), κατέστρεψαν δεκαετίες επιτυχίας σε ολόκληρη την περιοχή. Και οι Ολυμπιακοί του 1984 στο Σαράγεβο – ένα σύμβολο παγκόσμιας ειρήνης και συνεργασίας – φαινόταν μια μακρινή μνήμη.

Σήμερα, οι πόλεμοι που έφεραν το τέλος της Γιουγκοσλαβία επίσης ξεθωριάζουν. Η τελευταία σημαντική πράξη βίας στην περιοχή – το κάψιμο της αμερικανικής Πρεσβείας στο Βελιγράδι το 2008, ένα γεγονός που θυμάμαι ζωηρά, υπηρετώντας τότε ως πρέσβης των ΗΠΑ – συνέβη πριν από σχεδόν μια δεκαετία. Από τότε, οι προκλήσεις των Βαλκανίων έχουν φύγει από τις πρώτες σελίδες, καθώς και από το μυαλό των περισσότερων ηγετών που τους αφορά η περιοχή.

Όμως, πολλά από τα προβλήματα που υποβόσκουν και ταλαιπωρούν τα Βαλκάνια εξακολουθούν να είναι άλυτα. Η Συμφωνία του Ντέιτον, με την οποία τελείωσε ο πόλεμος της Βοσνίας το 1995, παρέχουν μια αδύναμη και συχνά μη εφαρμόσιμη δομή αυτοδιοίκησης. Η Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο δεν έχουν ακόμη συμφιλιωθεί, ένα απαραίτητο βήμα για την επίτευξη του στόχου προσχώρησης και των δυο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εσωτερικές προκλήσεις εξακολουθούν να παραμένουν στην πΓΔΜ και στο κράτος-μέλος της ΕΕ, την Κροατία. Και οι καλύτεροι και οι ευφυέστεροι της περιοχής φεύγουν, αναζητώντας ευκαιρίες αλλού. Στο μεταξύ, το τεράστιο δυναμικό της περιοχής για οικονομική ανάπτυξη, από τον τουρισμό μέχρι την καινοτομία στην τεχνολογία των πληροφοριών, διερευνάται μόνο οριακά.

Χωρίς αμφιβολία, τα γεωπολιτικά ζητήματα και οι εθνοτικές εντάσεις έρχονται και πάλι στην επιφάνεια στα Βαλκάνια. Το ερώτημα είναι, οι δυτικοί ηγέτες θα δώσουν προσοχή και θα κινηθούν εγκαίρως;

Πρόθυμοι για οικονομική βοήθεια

Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει ελπίδα για πρόοδο, και στην περίπτωση αυτή, ξεκινάει με την οικονομία. Τα Δυτικά Βαλκάνια χρειάζονται οικονομική στήριξη, όπως έγινε σαφές σε πρόσφατη συνάντηση των υποστηρικτών της «Διαδικασίας του Βερολίνου» στην Τεργέστη, η οποία επικεντρώθηκε στην περιφερειακή οικονομική ενσωμάτωση. Για το σκοπό αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει να διαθέσει 48 εκατομμύρια ευρώ (περίπου 57 εκατομμύρια δολάρια) σε νέες ευκαιρίες χρηματοδότησης στον ιδιωτικό τομέα, τα οποία θα προωθήσουν έργα συνδεσιμότητας, θα στηρίξουν την ανάπτυξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και θα ενισχύσουν την περιφερειακή οικονομική συνεργασία. Αυτές οι προσπάθειες αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πλαισίου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε στενότερη συνεργασία και μακριά από πολιτικές παρασιτισμού των χωρών που ανταγωνίζονται για ελεημοσύνη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις επιχειρηματικών ηγετών που δεν άφησαν τα σύνορα να παρεμποδίσουν το έργο τους, προωθώντας την προσπάθεια για στενότερη συνεργασία.

Επίσης, εξωτερικοί παράγοντες αφήνουν το σημάδι τους στις οικονομίες της περιοχής. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει επιδείξει σημαντικό ενδιαφέρον για επενδύσεις στις υποδομές των Βαλκανίων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» – ένα φιλόδοξο πολυεθνικό πρόγραμμα που έχει γίνει πολιτική προτεραιότητα για το Πεκίνο. Η Κίνα έχει ήδη αισθητό αντίκτυπο σε πολλά έργα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης μιας σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας που συνδέει το Βελιγράδι με τη Βουδαπέστη, τον αυτοκινητόδρομο της Αδριατικής, ο οποίος θα συνδέει την Αλβανία, το Μαυροβούνιο και τα μέλη της ΕΕ, Ελλάδα και Ιταλία, και το λιμάνι του Πειραιά, το οποίο έχει αγοράσει μια κινεζική εταιρεία για να δημιουργήσει μια οδό μεταφοράς από την Ελλάδα μέσω των Δυτικών Βαλκανίων στις αγορές της ΕΕ.

Η λύση ξεκινά από το εσωτερικό

Αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ, τα Βαλκάνια ενδιαφέρονται να εμπλακούν στενότερα με τη Δύση για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της περιοχής. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, και κυρίως η Γερμανία, εξακολουθούν να παρακολουθούν την περιοχή, όσο η Ρωσία διατηρεί την παρουσία της – προς μεγάλη ανησυχία ορισμένων παρατηρητών – στον ενεργειακό τομέα της Σερβίας. Παρά τις συχνά δύσκολες σχέσεις τους με την περιοχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστεί να ξανακάνουν την παρουσία τους αισθητή για άλλη μια φορά. Άλλωστε, η Ουάσινγκτον έχει σημαντικά συμφέροντα στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα τη δύναμη υπό το ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. (Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, από το 2003 έως το 2012 οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επενδύσει 147 εκατομμύρια δολάρια στα Δυτικά Βαλκάνια). Επιπλέον, είναι εξίσου σημαντικό ο λαός των Βαλκανίων να έχει μια σαφή και ακριβή κατανόηση των συνεπειών από την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, η οποία θα δραστηριοποιηθεί στην περιοχή τα επόμενα χρόνια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ξένοι παράγοντες αποτελούν πανάκεια για τα ζητήματα που προκύπτουν στην περιοχή. Είναι μάλλον σημαντικότερο ότι όχι μόνο οι κυβερνήσεις, αλλά και οι βασικοί κοινωνικοί παράγοντες στα Βαλκάνια – από επιχειρήσεις έως πανεπιστήμια και μη κυβερνητικές οργανώσεις – να συνεργάζονται με εξωτερικές δυνάμεις για να βοηθήσουν στη διαμόρφωση του μέλλοντος της περιοχής. Η λύση αρχίζει εκ των έσω.

Πράγματι, υπάρχει μια κάποια ελπίδα από το γεγονός ότι το Βελιγράδι και η Πρίστινα έχουν ανοίξει διάλογο με στόχο την χαλάρωση της μεταξύ τους έντασης. Στο μεταξύ, η νέα κυβέρνηση της πΓΔΜ, η οποία ήρθε στην εξουσία τον Ιούνιο, έχει ήδη κάνει μεγάλα βήματα για τη βελτίωση των σχέσεων με τους γείτονές της, αντιμετωπίζοντας πιθανές λύσεις στην διαμάχη με την Ελλάδα για την αναγνώριση του ονόματος της πΓΔΜ, υποσχόμενη αυξημένη συνεργασία μεταξύ Σκοπίων και Τιράνων, και, μετά από δύο δεκαετίες διαπραγματεύσεων, υπογράφοντας συνθήκη φιλίας με τη Βουλγαρία.

Παρόλα αυτά, η πρόοδος αυτή θα πρέπει να επιταχυνθεί, όσο άλλες προβληματικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης ροής των μεταναστών στην περιοχή από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, επιτείνουν την άνοδο των Μουσουλμανικών, κροατικών και σερβικών εθνικιστικών φωνών που ενισχύουν την εθνική και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Τα Δυτικά Βαλκάνια θα αντιμετωπίσουν καλύτερα τις προκλήσεις αυτές μόνο με την βοήθεια του υπόλοιπου κόσμου.

 Τα Βαλκάνια θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ανέλπιστο success story τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, καθώς η περιοχή ξεφεύγει από την προσοχή σημαντικών ηγετών παγκοσμίως, οι πιθανότητές της να βυθιστεί στην αστάθεια του παρελθόντος θα αυξάνονται, όσο ο πλανήτης συνεχίζει να παρακολουθεί εκ του μακρόθεν.

**Οι «Απόψεις Συνεργατών» αποτελούν πληροφορίες από κορυφαίους στοχαστές του κόσμου. Αν και δεν ανήκουν στο Stratforκαι δεν ακολουθούν την μεθοδολογία του, εντούτοις οι συνεργάτες της αμερικανικής εταιρίας παράγουν εύστοχα κείμενα που σχετίζονται με τη γεωπολιτική. 

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής (3/9/2017)