Οι ιδρυτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι και η μόνη εγγύηση για το μέλλον της

Αναζητείται ο νέος Ντε Γκωλ της Ευρώπης

Είχε παρέλθει ικανός χρόνος από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που διαίρεσε την Ευρώπη, αθροίζοντας συνολικώς 36 εκατομμύρια νεκρούς –ασχέτως εάν αφορούν στην πλευρά των νικητών ή των ηττημένων–, και τα ερείπια αλλά και ο πόνος καθιστούσαν αναγκαία την επαναδιαμόρφωση και επαναδιάταξη αρχών και αξιών για μια Ενωμένη Ευρώπη. Πράγματι, η μεταπολεμική αυτή Ευρώπη προέκυψε. Οικοδομήθηκε όμως από μεγάλους ηγέτες των μητροπολιτικών χωρών που, δυστυχώς, στην εποχή μας ελλείπουν.
Ειδικότερα, ωστόσο, δεδομένου ότι οι γαλλικές προεδρικές εκλογές προηγούνται των ομοσπονδιακών που θα διεξαχθούν στη Γερμανία, κρίσιμο και χρήσιμο είναι να καταπιαστούμε όσο γίνεται πιο επιγραμματικά με το παράδειγμα του στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλ.

 

Ο θρυλικός Γάλλος στρατηγός

Όταν το 1958 η Δ’ Γαλλική Δημοκρατία εισήλθε στην τελευταία της κρίσιμη δοκιμασία, ο στρατηγός Ντε Γκωλ ανέλαβε την εξουσία με στόχο την απεμπλοκή της Γαλλίας από τον πόλεμο της Αλγερίας και την ολοκλήρωση μιας αποαποικιοποίησης. Ταυτοχρόνως, ανέλαβε το καθήκον της μετάβασης στην Ε’ Δημοκρατία μέσω συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, με την εγκαθίδρυση πράγματι Προεδρικής Δημοκρατίας. Όπως ανέλαβε ακόμη το καθήκον να επαναπροσδιορίσει τη θέση της Γαλλίας σ’ ένα παγκόσμιο μεταπολεμικό μεν, αλλά ψυχροπολεμικό σύστημα, επιβάλλοντας πολιτική «μεγαλείου» (grandeur) μέσω της ανάδειξης της Γαλλίας σε πυρηνική δύναμη. Επίσης, στόχος τής υπό τον στρατηγό Ντε Γκωλ Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας ήταν να αναδειχθεί μια Ευρώπη η οποία θα λειτουργούσε μεταξύ των δύο τότε υπερδυνάμεων (Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ένωση) στο πλαίσιο της διπλωματίας αλλά και της πολιτικής ισχύος.

Περαιτέρω, η εξέλιξη που αφορούσε στην πρόοδο της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) απέφερε στη Γαλλία σημαντική πρόοδο, μια και στα περίπου δέκα χρόνια από την ίδρυση της ΕΟΚ οι εξαγωγές της χώρας αυξήθηκαν πέντε φορές, την ίδια ώρα που η υπό διαμόρφωση Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) εξασφάλιζε προνομιακές ρυθμίσεις για το σύνολο των γαλλικών αγροτικών προϊόντων.

Όταν όμως διαπιστώθηκε από τον Ντε Γκωλ ότι η διαμορφούμενη τότε ΚΑΠ ήταν σε βάρος της αγροτικής οικονομίας της Γαλλίας, δεν δίστασε να εισαγάγει την πολιτική της «κενής καρέκλας». Τούτο σήμαινε πως παν ό,τι αφορούσε στο ζωτικό εθνικό συμφέρον της Γαλλίας θα επιβαλλόταν όχι μόνο μέσω του δικαιώματος της αρνησικυρίας (βέτο), αλλά και διά της ίδιας της αποχής από τη λήψη των αποφάσεων! Παρά δε το γεγονός ότι στις 11 Ιουνίου του 1965 ο Ντε Γκωλ μετέβη στη Βόννη προκειμένου να συναντηθεί με τον τότε καγκελάριο Έρχαρτ και να επιλυθεί το ζήτημα της ήδη διαμορφωμένης κρίσης, η επίσκεψη αυτή δεν αποτέλεσε εμπόδιο ώστε μόλις την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους ο Ντε Γκωλ να ανακαλέσει τον μόνιμο αντιπρόσωπο της Γαλλίας στην ΕΟΚ, προβάλλοντας άρνηση συμμετοχής της Γαλλίας στα Συμβούλια Υπουργών της Κοινότητας, αγνοώντας ακόμη και τις κρίσιμες διαδικασίες για τη διαμόρφωση του κοινοτικού προϋπολογισμού του 1966.

Η πολιτική αυτή συγκλόνισε τις λειτουργίες της τότε ΕΟΚ και κορύφωσε μια κρίση, η οποία θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί, όχι προφανώς με ρήξη, αλλά με «ιστορικό συμβιβασμό». Έτσι, παρά την απουσία ενός ξεκάθαρου ορισμού στο πλαίσιο των τότε κοινοτικών οργάνων για την έννοια του ζωτικού εθνικού συμφέροντος, επήλθε ο «συμβιβασμός του Λουξεμβούργου». Για λόγους ιστορικούς, ο «συμβιβασμός του Λουξεμβούργου» προέκυψε τον Ιανουάριο του 1966 με την ιστορική παρέμβαση του τότε πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου και προέδρου του Συμβουλίου, Πιερ Βέρνερ.

 

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής

Η Ελλάδα ευτύχησε τη μεταπολιτευτική κυρίως περίοδο να την κυβερνήσουν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ωστόσο, άξια επισημείωσης είναι η ιστορική περίοδος του Κωνσταντίνου Καραμανλή μόλις πριν από τη δικτατορία, που είχε αποφασίσει να αντιπαρατεθεί με το Παλάτι. Ήταν μια παράλληλη διαδικασία με τον «Ανένδοτο» αγώνα του Γεωργίου Παπανδρέου. Ας εστιάσουμε όμως στις ελληνογαλλικές σχέσεις…

Ιστορική είναι η διεύρυνση και εμβάθυνση των ελληνογαλλικών σχέσεων την τελευταία μόλις περίοδο πριν από τη δικτατορία, επί διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την αμίμητη πολιτική του κρίση, ήδη από τις αρχές του 1959 εντόπισε τις σημαντικές παρεμβάσεις του στρατηγού Ντε Γκωλ και αποφάσισε να αξιοποιήσει την ηγετική του παρουσία. Έτσι, έδωσε εντολή στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Φ. Φίλωνα να διαβιβάσει στον ίδιο τον στρατηγό Ντε Γκωλ την επιθυμία του για σύσφιγξη αλλά και εμβάθυνση της ελληνογαλλικής φιλίας και συνεργασίας.

Η πολιτική αυτή ανέδειξε τις ιδανικές σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών, του στρατηγού Ντε Γκωλ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπότε ο Έλληνας πρωθυπουργός μετέβη στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1960, τον Ιανουάριο του 1961, τον Απρίλιο του 1962 και τον Μάρτιο του 1963, με αποκορύφωμα την αντίστοιχη επίσκεψη του στρατηγού Ντε Γκωλ στην Ελλάδα, στην Αθήνα συγκεκριμένα, τον Μάιο του 1963, σε μια πράγματι ιστορική παρουσία και ομιλία του Γάλλου προέδρου εντός του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Η πολιτική αυτή συνδέθηκε νομοτελειακώς και με τον τερματισμό της επτάχρονης δικτατορίας, οπότε ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας, Ζισκάρ ντ’ Εστέν, διαδραμάτισε ενεργό και ουσιαστικό ρόλο για την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και την ανάληψη από την ίδιο των ευθυνών της χώρας στο κρίσιμο σταυροδρόμι της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία και στη Μεταπολίτευση.

 

Ο Ανδρέας Παπανδρέου

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει, βεβαίως, με πολύ θετικές αναφορές τη συνέχιση της πολιτικής των διμερών σχέσεων Γαλλίας και Ελλάδας, τις οποίες εμβάθυνε ο Ανδρέας Παπανδρέου επί προεδρίας του Φρανσουά Μιτεράν. Υπ’ όψιν δε ότι η διαμόρφωση προσωπικών σχέσεων μεταξύ Φρανσουά Μιτεράν και Ανδρέα Παπανδρέου αποτελούσε ιδιαιτέρως υπολογίσιμη συνιστώσα για τις επιτυχείς παρεμβάσεις του τότε Έλληνα πρωθυπουργού στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πολιτικών – οικονομικών και γεωπολιτικών, όπως η συνάντηση μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου, Φρανσουά Μιτεράν και Μουαμάρ Καντάφι στην Ελούντα.

 

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

Τα προαναφερόμενα, που επιβάλλουν αναγκαίους αναστοχασμούς, κρίσεις, συγκρίσεις και σκέψεις, επισημαίνονται ενόψει των εκλογών κυρίως στη Γαλλία και τη Γερμανία. Αναδεικνύουν όμως και δύο μεγάλες ελλείψεις στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Η πρώτη έλλειψη είναι εκείνη που αφορά στην απουσία μεγάλων πολιτικών της μητροπολιτικής Ευρώπης, οι οποίοι να μπορούν, λόγω του μεγέθους των χωρών τους, αφού συλλάβουν τις προκλήσεις και τα μηνύματα των καιρών, να διαμορφώσουν πολιτικές ευημερίας και ανάπτυξης, ειρήνης και αλληλεγγύης. Η άλλη έλλειψη είναι εκείνη που αφορά στην κατ’ ουσίαν περιγραφή – καταστρατήγηση βασικών αρχών και αξιών του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, που ως βασική δέσμευση (πρέπει να) διαμορφώνει τον σύγχρονο νομικό και πολιτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, έχει συλλάβει απολύτως τα κενά και τις ελλείψεις αυτές, όπως, για παράδειγμα, τη θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup, άτυπου οργάνου που, ωστόσο, λειτουργεί καταλυτικώς στην παραγωγή πολιτικών στο πλαίσιο του ευρωσυστήματος. Προσφάτως, λοιπόν, συγκεκριμένα στις 2 Μαρτίου, κατά την έναρξη του οικονομικού «Forum των Δελφών», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισημείωσε με καθαρό λόγο, όχι μόνο νομικό, αλλά και πολιτικό, τα εξής κρίσιμα, τα οποία θα πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν συνολικώς οι Ευρωπαίοι ηγέτες, άνδρες και γυναίκες.

Ο Προκόπης Παυλόπουλος εκ προοιμίου τόνισε τα εξής: «Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να φτάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με τη μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

»Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο νομοτελειακό συμπέρασμα ότι αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν επιτευχθεί, η συνακόλουθη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι οποίοι, από τη φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από τη σταθερότητα και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσο ως στόχο όσο και ως διαδικασία»…

 

ΤΟ άρθρο δημοσιεύτηκε στα Επίκαιρα στις 6 Απρ 2017