του Σταύρου Λυγερού  – 

Την άνοιξη του 2011 εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες φώναζαν απευθυνόμενοι προς τη Βουλή «κλέφτες, κλέφτες».

 Το σύνθημα αυτό, ένα από τα κυρίαρχα των Αγανακτισμένων εκείνης της εποχής, δεν αντέχει στην κριτική. Πρώτον, είναι ισοπεδωτικό, επειδή υπάρχουν πολλοί βουλευτές που δεν είναι κλέφτες και λαμόγια. Δεύτερον, είναι απλοϊκό έως και παραπλανητικό, επειδή το δημόσιο χρέος δεν προέκυψε από τις κλεψιές υπουργών και βουλευτών.

Αυτό το σύνθημα, εντούτοις, έθεσε, έστω και στρεβλά, το μείζον πρόβλημα της κλεπτοκρατίας. Είναι αληθές πως δεν είναι κυρίως οι πολιτικοί που επωφελούνται περισσότερο από την κλεπτοκρατία. Ως φορείς της λαϊκής εντολής και ως έχοντες καθήκον την υπεράσπιση του δημόσιου χρήματος και του εθνικού συμφέροντος, όμως, έχουν καταλυτική ευθύνη για την ανάπτυξη και εδραίωση του κλεπτοκρατικού, σπάταλου, ανορθολογικού και παρασιτικού μοντέλου, που οδήγησε την Ελλάδα στον γκρεμό.

Πολιτική και ολιγαρχία του χρήματος

Ιστορικά, η ανάπτυξη της οικονομίας και η δημιουργία μεγάλων επιχειρήσεων περιόρισαν σταδιακά την ισχύ της μέχρι τότε πανίσχυρης πολιτικής εξουσίας. Μπορεί σε ιστορική κλίμακα να ανιχνεύεται ένας ανταγωνισμός ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και στην ολιγαρχία του χρήματος, αλλά ο κανόνας είναι ότι οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες ανέπτυσσαν προνομιακές σχέσεις με το εκάστοτε πολιτικό κατεστημένο.

Η πολιτική εξουσία εξασφάλιζε στους κεφαλαιοκράτες επικερδείς συμβάσεις με το δημόσιο, τους διευκόλυνε στις κάθε είδους σχέσεις τους με το κράτος, αλλά και διαμόρφωνε ευνοϊκό γι’ αυτούς περιβάλλον στην αγορά. Από την πλευρά τους, οι κεφαλαιοκράτες ανταπέδιδαν, χρηματοδοτώντας κάτω από το τραπέζι κόμματα και πολιτικούς.

Η δημιουργία των πολυεθνικών εταιρειών και η διεθνοποίηση της οικονομίας έχει σε παγκόσμια κλίμακα διαφοροποιήσει ποιοτικά την ισορροπία στις σχέσεις πολιτικής και οικονομίας υπέρ της δεύτερης. Η ανατροπή, όμως, συντελέστηκε από τη στιγμή που το μεγάλο κεφάλαιο έθεσε υπό τον έλεγχό του τα πανίσχυρα δίκτυα των ΜΜΕ.

Όταν το κεφάλαιο ελέγχει τα ΜΜΕ

Οι ολιγάρχες του χρήματος και των ΜΜΕ είναι σε θέση όχι απλώς να αποσπούν χρυσοφόρες συμβάσεις με το δημόσιο, αλλά ενίοτε και να επιβάλλουν πολιτικές αποφάσεις και να επηρεάζουν καθοριστικά τους πολιτικούς συσχετισμούς. Ελέγχοντας τα ΜΜΕ, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να διαμορφώνουν την εικόνα του μέσου πολίτη για τα πολιτικά πράγματα και κατ’ επέκταση να επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά του.

Ο έλεγχος των ΜΜΕ από το κεφάλαιο συνδέθηκε στην Ελλάδα με τη δημιουργία και κυριαρχία των ιδιωτικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, αλλά και με την αγορά μεγάλων εφημερίδων από τους παραδοσιακούς εκδότες τους. Ο έλεγχος των μεγάλων εφημερίδων είχε ως αποτέλεσμα αυτές να μεταλλαχτούν από σχεδόν μονοδιάστατα παραταξιακά έντυπα σε σχετικά αυτόνομες επιχειρήσεις, οι οποίες πουλάνε ένα σύνθετο προϊόν και παίζουν τα δικά τους παιχνίδια.

Οι εφημερίδες δεν εξαρτώνται, όπως στο παρελθόν, αποκλειστικά από τις πωλήσεις. Καθοριστικής σημασίας για την επιβίωσή τους είναι τα έσοδα από τη διαφήμιση. Ας σημειωθεί ότι τα έσοδα αυτά δεν προκύπτουν αποκλειστικά με κριτήρια κυκλοφορίας και κύρους. Ειδικά πριν το Μνημόνιο προέκυπταν και με βάση την επιρροή που οι ιδιοκτήτες ασκούσαν στην κυβέρνηση, η οποία, μέσω των δημόσιων οργανισμών, μοίραζε ένα μεγάλο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας.

Οι μιντιάρχες έχουν τη δυνατότητα είτε να προωθούν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα είτε με υψηλό αντάλλαγμα να μεσολαβούν στις κυβερνήσεις και ευρύτερα στην πολιτική ελίτ για την προώθηση των συμφερόντων άλλων μεγάλων οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι δεν διαθέτουν αυτόνομη αποφασιστική επιρροή στην πολιτική εξουσία. Παραλλήλως, μεγάλες εταιρείες, που εξαρτώνται κυρίως από τις κρατικές συμβάσεις, προωθούν τα συμφέροντά τους χρηματοδοτώντας συστηματικά κόμματα, πολιτικούς και υπηρεσιακούς παράγοντες, αλλά και τους «νταβατζήδες» (σύμφωνα με την εύστοχη ρήση του Κώστα Καραμανλή) των ΜΜΕ.

Πρόκειται για τον παράνομο φόρο της διαπλοκής, που ηθικοπολιτικά είχε καταστεί σχεδόν αποδεκτός. Ένα σημαντικό μέρος του, μάλιστα, δεν καταλήγει καν στα κομματικά ταμεία. Χάνεται στη διαδρομή, κάνοντας πλουσιότερα τα κομματικά στελέχη που ασχολούνται με τη συλλογή του “φόρου”. Κανείς δεν είναι ανυποψίαστος.

Είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού ότι τα κόμματα δαπανούν πολύ περισσότερα από τα επίσημα έσοδά τους και απ’ όσα δηλώνουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με μαύρο πολιτικό χρήμα, που κατά κανόνα διακινείται με σακούλες. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι δεν αφήνουν ίχνη στο τραπεζικό σύστημα.

Οι «ιερές αγελάδες»

Τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας δεν έχουν πραγματοποιήσει ποτέ κάποια σοβαρή έρευνα. Είναι άγραφος αλλά πολύ ισχυρός κανόνας τα οικονομικά των κομμάτων και των πολιτικών να αντιμετωπίζονται από τις ελεγκτικές αρχές σαν ιερές αγελάδες. Υπενθυμίζουμε ότι, ακόμα κι όταν ήρθαν από τη Γερμανία στοιχεία για το σκάνδαλο Siemens, η ελληνική Δικαιοσύνη έδειξε απροθυμία να τα αξιοποιήσει. Το έπραξε όταν, λόγω της μεγάλης δημοσιότητας, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Το σκάνδαλο της Siemens επιβεβαίωσε αυτά που στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ήταν κοινό μυστικό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με το δημόσιο έχουν υφάνει ένα ολόκληρο δίκτυο στο επίπεδο της δημόσιας διοίκησης και των ΔΕΚΟ, με τις οποίες συναλλάσσονται. Είναι κοινό μυστικό ότι ένας μεγάλος αριθμός υπηρεσιακών παραγόντων που εμπλέκονται στις προμήθειες και στις αναθέσεις έργων βρίσκονται στο ανεπίσημο μισθολόγιο μεγάλων εταιρειών, οι οποίες στην κρίσιμη στιγμή ζητούν το αντάλλαγμα.

Στην Ελλάδα έχει αφεθεί χώρος για επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι οποίες όχι μόνο απομακρύνονται από την αντίληψη του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά προσιδιάζουν περισσότερο σε μια κλεπτοκρατική αντίληψη για το επιχειρείν. Ιδιοποιούνται με νομότυπο τρόπο πλεόνασμα, το οποίο θα μπορούσε να αναβαθμίσει την ποιότητα ζωής των πολιτών.

Το διαπλεκόμενο κεφάλαιο παρακάμπτει τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση του. Έχοντας με το αζημίωτο εξασφαλίσει υψηλή προστασία, διολισθαίνει πολύ πιο εύκολα στην απληστία, η οποία με τη σειρά της το ωθεί σε τυχοδιωκτικές και αντικοινωνικές πρακτικές.