του Marc Pierini, Carnegie Europe

Από ένα μοντέλο οικονομικής επιτυχίας και δημοκρατικής βελτίωσης πριν από δέκα χρόνια, η Τουρκία έχει τώρα υιοθετήσει μια άβολη στάση που συνδυάζει μια επαναλαμβανόμενη εχθρότητα προς τη Δύση και σφυρηλατεί ασταθείς συμμαχίες με χώρες με τις οποίες ιστορικά είχαν απόσταση, όπως η Ρωσία και το Ιράν. 

Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός και δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας συνεχίζει να αποτελεί μέρος της επίσημης αφήγησης της Άγκυρας. Αυτός ο διπολικός χαρακτήρας έγινε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό. Ως εκ τούτου οι Ευρωπαίοι πρέπει να μάθουν πώς να χειρίζονται την αυταρέσκεια και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της Άγκυρας, υποστηρίζοντας παράλληλα τους φιλελεύθερους δημοκράτες της Τουρκίας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Όταν η Τουρκία έλαβε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας το Δεκέμβριο του 2014, οφειλόταν στην οικονομική επιτυχία της χώρας και στη δηλωμένη προθυμία της να μετακινήσει τη δημοκρατία της προς τα πρότυπα της ΕΕ. Το 2013 ωστόσο, τα πράγματα άρχισαν να εκτροχιάζονται.

Αρχικά, ακούστηκε σαν μια ακόμη έκρηξη των θεωριών συνωμοσίας που έχουν τροφοδοτήσει το πολιτικό αφήγημα της Τουρκίας για έναν αιώνα. Κάθε ένα από τα προβλήματα της Τουρκίας είχε τις ρίζες του σε έναν ξένο εχθρό: τον Ιούνιο του 2013, ήταν ένα “τραπεζικό λόμπι”, μια αεροπορική εταιρεία και η φιλελεύθερη αστική τάξη που ήταν υπεύθυνοι για τις μεγάλης έκτασης αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Το Δεκέμβριο του 2013 και τον Ιούλιο του 2016, μέλη μιας σέκτας που κάποτε ήταν ο βασικός πολιτικός σύμμαχος του κυβερνώντος ΑΚΡ, κατηγορήθηκαν για μια απόπειρα πραξικοπήματος. Το Μάρτιο του 2017, τα ΜΜΕ, οι διεθνείς οργανώσεις, οι ΜΚΟς και τα “ναζιστικά υπολείμματα” στην Ευρώπη έγιναν στόχος για την ενίσχυση της κυβερνητικής στήριξης στη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας εν όψει ενός δημοψηφίσματος. Τώρα είναι η “διείσδυση” του δικαστικού σώματος των ΗΠΑ και οι προδότες από το εσωτερικό, που συμμαχούν με τους κατασκόπους από το εξωτερικό, που έχει οδηγήσει σε αμερικανικές κατηγορίες έναντι εξεχόντων Τούρκων επιχειρηματιών για συναλλαγές σχετικά με το Ιράν.

Ο εικονικός κόσμος στον οποίο περιορίζονται οι ηγέτες της Τουρκίας, οδηγεί τη χώρα σε ένα οικονομικό και διπλωματικό αδιέξοδο. Εάν αυτή η τάση οφείλεται σε έναν πολυετή φόβο του να διαλυθεί η χώρα ή στο ότι η πολιτική έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα, η αλήθεια είναι πως η Τουρκία αποσυνδέεται επικινδύνως από τα δυτικά πρότυπα και συμπεριφορές.

Αμέσως μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016, οι ηγέτες της ΕΕ υποστήριξαν με δηλώσεις τους τους δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς της Τουρκίας, αλλά επίσης προειδοποίησαν πως τα διορθωτικά μέτρα της Άγκυρας θα έπρεπε να μείνουν στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. ΟΙ Ευρωπαίοι το έκαναν αυτό για ένα λόγο: γνώριζαν τον ευκαιριακό πειρασμό -ένα “δώρο από το Θεό”, δήλωσε ο πρόεδρος της Τουρκίας- για να μεταφερθούν ταχεία σε ένα σύστημα εξουσίας του ενός, που θα έφερνε χάος στη χώρα.

Η επακόλουθη μαζική εκκαθάριση έκανε ακριβώς αυτό, φέρνοντας “παγωμάρα” στους Τούρκους πολίτες. Στην οικονομική σφαίρα, η ολοένα και πιο αδίστακτη συμπεριφορά της Άγκυρας δημιούργησε ένα διαρκές αίσθημα αβεβαιότητας για τους ξένους επιχειρηματίες.

Σε μια αντί-δυτική κίνηση το Μάιο, η Τουρκία ζήτησε από την Ιντερπολ να ερευνήσει 681 γερμανικές επιχειρήσεις για πιθανούς δεσμούς με “τρομοκρατικές οργανώσεις”. Στο μεταξύ, η εν εξελίξει υπόθεση Zarrab στα δικαστήρια της Νέας Υόρκης, δείχνει ότι η Τουρκία δεν υποστήριξε οικονομικά μόνο το Ιράν (που τότε ήταν σε καθεστώς κυρώσεων από τα Ηνωμένα Έθνη και τις ΗΠΑ), αλλά ότι η Άγκυρα επιμένει πως ήταν νόμιμο ό,τι έκανε. Οι προσπάθειες να αποδώσουν τη δίκη σε μια διεθνή συνωμοσία είναι κάτι το παράλογο, και οι οικονομικές επιπτώσεις μπορεί να είναι επώδυνες: πιθανές κυρώσεις από το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών στις τουρκικές τράπεζες (περίπου σαν την ποινή των 8,9 δισ. δολαρίων που επεβλήθη στη γαλλική BNP Paribas το 2014) θα έρθουν να επιδεινώσουν την κατάσταση όπου επικρατούν πληθωριστικές πιέσεις και μια διστακτική πολιτική επιτοκίων, η οποία προσφάτως κυμαίνεται μεταξύ θρησκευτικής ιδεολογίας και υγιών οικονομικών.

Σε συνδυασμό με άλλες κινήσεις της Άγκυρας, όπως η συμφωνία για την εξαγορά ρωσικών S400, η σημερινή Τουρκία εμφανίζεται αναπόφευκτα ως μια χώρα που έχει απομακρυνθεί από το προηγούμενο αφήγημα της ως “στρατηγικός εταίρος” της Δύσης.

Οι τουρκικές δηλώσεις σχετικά με το ότι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ είναι στο επίκεντρο της εξωτερικής της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους συμμετοχής στην ΕΕ, κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε συναντήσεις υψηλού επιπέδου. Αλλά ταυτόχρονα, ο κύκλος του προέδρου υποδηλώνει μια ριζοσπαστικά διαφορετική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής, χωρίς ένα δυτικό σημείο αναφοράς. Κάποιες από τις κινήσεις της Τουρκίας θεωρούνται σκόπιμα προκλητικές: για παράδειγμα να κρατάει το κράτος ομήρους και δημοσίως να προσφέρει την ανταλλαγή τους, όπως εγκρίθηκε προσφάτως από ένα διάταγμα “σε περιπτώσεις που απαιτούνται από την εθνική ασφάλεια ή τα εθνικά συμφέροντα”, ή χρησιμοποιώντας μια επίσημη επίσκεψη στην Ελλάδα για εσωτερική κατανάλωση.

Λαμβάνοντας μια ευρύτερη στρατηγική προοπτική, οι αλληλεπιδράσεις της Ρωσίας με την Τουρκία ρίχνουν ένα αντιευρωπαϊκό και αντί-ΝΑΤΟϊκό φως στις πρόσφατες εξελίξεις. Ο αγωγός αερίου TurkishStream είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής της Μόσχας να παρακάμψει την Ουκρανία και -μαζί με το Nordstream και τις επενδύσεις στα πεδία φυσικού αερίου του Ιράκ και της Αιγύπτου- για να διατηρήσει ένα σφιχτό έλεγχο στις γραμμές εφοδιασμού με αέριο την ΕΕ. Ομοίως, επανειλημμένες δηλώσεις σχετικά με τους ρωσικούς πυραύλους που υποτίθεται ότι θα αναπτυχθούν σύντομα στην Τουρκία, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την στρατηγική της Μόσχας να ενοχλεί το ΝΑΤΟ.

Στην ουσία, οι περισσότερες υποθέσεις εργασίας των δυτικών διπλωματικών αρχών για τη συνεργασία της Τουρκίας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ τα τελευταία έξι χρόνια -όπως η στάση της άγκυρας στον πόλεμο της Συρίας, η ουσιαστική της συμμετοχή στον συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους,  η στάση της εναντίον του Ιράν, η συμμετοχή της στην αντιπυραυλική ασπίδα του ΝΑΤΟ και η υιοθέτηση των δημοκρατικών κανόνων της ΕΕ- έχουν αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό λανθασμένα.

Τώρα, η ΕΕ και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα διπλό αφήγημα από την Άγκυρα -αυτό της δεκτικότητας έναντι της εχθρότητας. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιο θα επικρατήσει μεσοπρόθεσμα. Ο πολυετής στρατηγικός ευρωπαϊκός και δυτικός προσανατολισμός της Τουρκίας δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένος. Έτσι, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να συνεχίσει η ενασχόληση με την Τουρκία. ¨Όλα εξαρτώνται από το πώς γίνεται.

Μέχρι τις εκλογές του 2019 στην Τουρκία, είναι αναπόφευκτο ότι οι ηγέτες της ΕΕ θα αντιμετωπίζουν τη συνεχή έντονη ρητορική και τις εχθρικές δηλώσεις του προέδρου Recep Tayyip Erdogan, εάν τον προσκαλέσουν στη “σύνοδο” την οποία απαιτεί η Άγκυρα. Οι περισσότεροι ηγέτες της ΕΕ φαίνεται να εξακολουθούν να έχουν την ψευδαίσθηση ότι η Άγκυρα μπορεί να υποχωρήσει προς μια πιο φιλική στάση. Αυτό δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορία της τουρκικής πολιτικής καθώς και τις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες: η κριτική της Ευρώπης και των ΗΠΑ έχει μεγάλη απήχηση στη συλλογική αφήγηση της Τουρκίας από δημιουργίας κράτους και το πιο σημαντικό, είναι το κλειδί για τη διάσωση της εύθραυστης πλειοψηφίας της τωρινής ηγεσίας. 

Πέρα από τη σημερινή πολιτική, μια “διπλή Τουρκία” θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Το βασικό ζήτημα για τον δυτικό κόσμο είναι εάν σε 15-20 χρόνια, μια Τουρκία μετά τον Erdogan θα είναι σε θέση να επιστρέψει σε μια αξιοπρεπή αρχιτεκτονική δικαίου και σε μια λειτουργική δημοκρατία. Η μελλοντική πορεία της Τουρκίας θα προκύψει αρχικά από τις επερχόμενες εκλογές. Θα εξαρτηθεί επίσης από την αναβίωση των ρωσικών και ιρανικών “αυτοκρατορικών” πολιτικών.

Η ΕΕ μπορεί να έχει μικρή επιρροή από αυτή την άποψη, αλλά θα πρέπει τουλάχιστον να ασκήσει κάθε δυνατή προσπάθεια για την υποστήριξη των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οργανώσεων των πολιτών και της πολιτιστικής και εκπαιδευτικής ανταλλαγής. Αυτή είναι μια μακροχρόνια προσπάθεια, η οποία θα συνοδευτεί από κατηγορίες για “εχθρότητα” και “διεθνείς συνωμοσίες”. Παρόλα αυτά, η ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει σταθερά στην πορεία της -με λόγια και με πράξεις- ένα σημείο αναφοράς για τους Τούρκους δημοκράτες.

capital.gr