Στις11 Ιανουάριου 1991, στο Κεφαλοχώρι της Δρόπολης την Δερβιτσιάνη, μια ομάδα πρωτοβουλίας με τους: Αναστάση Ντούρο, Βασίλη Ζούλα, Γιάννη Γιάννη, Γιώργο Μπούκα, Δημήτρη Ζούλα, Δημήτρη Κίκη, Θανάση Μάλλιο, Θεόδωρο Βεζιάνη, Μιχάλη Λίτσιο, Παναγιώτη Μπάρκα, Τηλέμαχο Κονίνη και Χριστάκη Τόλη από το Αργυρόκαστρο, τους: Βαγγέλη Ζαφειράτη, Βαγγέλη Παπαχρήστο, Βασίλη Βασιλείου, Βασίλη Ζαφειράτη, Ζήσο Λούτση, Κώστα Νάτσιο, Λάμπη θανάση, Νίκο Μπαλκώνη, Πέτρο Μπερέτη, Νίκο Κατσαλίδα, Δημήτρη Τζιαφέρη, Αχιλλέα Παπουτσή και Ανδρέα Ζαρμπαλά, από τους Αγίους Σαράντα, ίδρυσαν τη δική μας οργάνωση, την ΟΜΟΝΟΙΑ, κάνοντας πραγματικότητα έναν πόθο συγκεντρωμένο μέσα στις καρδιές όλων των Ελλήνων, όλων εκείνων που θυσιάστηκαν, που φυλακίστηκαν κι εξορίστηκαν, που εκτελέστηκαν και χάθηκαν χωρίς ίχνος, χωρίς τάφο, χωρίς όνομα.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1991, κατατέθηκε η αίτηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με 133 υπογραφές οι περισσότερες από πτυχιούχους πανεπιστημίου, ανάμεσά των και 26 φοιτητών.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1991, ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Αλβανίας παραδίδει την απόφαση της ίδρυσης, ο αντίλαλος της οποίας ξαπλώθηκε σαν το Πασχαλιάτικο άρωμα στον βορειοηπειρωτικό χώρο, σαν κεραυνός στους εθνικιστικούς κύκλους.
Στην πρώτη έκκληση της Ομόνοιας, 22 Φεβρουαρίου 1991, αναφέρεται:
«Η ΟΜΟΝΟΙΑ ιδρύεται να εκπληρώσει ένα ιερό ιδανικό, να δυναμώσει το εθνικό και δημοκρατικό φρόνημα, να υπερασπίσει με δημοκρατικά μέσα την εθνική ταυτότητα και τα δικαιώματα των Ελλήνων της Μειονότητας, όπου κι αν βρίσκονται, τα οποία προβλέπονται στο νέο αλβανικό Σύνταγμα και στα βασικά διεθνή ντοκουμέντα για τις εθνικές μειονότητες…»
Στις 24 Φεβρουαρίου 1991, με την παρουσία αντιπροσώπων σχεδόν απ’ όλα τα χωριά της Δρόπολης, στη Δερβιτσιάνη έγινε ο μεγαλύτερος πανηγυρισμός. Ο Θοδωρής Βεζιάνης εκλέγεται ο πρώτος πρόεδρος για το Παράρτημα του Αργυροκάστρου.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1991, στο πρώτο επίσημο ανακοινωθέν αναφέρεται:
«Να είμαστε πραγματικά ένα γνήσιο ελληνικό κομμάτι στον τόπο των προγόνων μας, με πλήρη επικοινωνία με το έθνος μας, κρίκος φιλίας μεταξύ του Ελληνικού και Αλβανικού λαού στα πλαίσια της διαβαλκανικής και Ευρωπαϊκής Συνεργασίας. Να είμαστε ελεύθερη στην έκφραση και ανάπτυξη της ταυτότητα μας, της θρησκείας μας, της γλώσσας μας. Ελεύθεροι να χαιρόμαστε τα δικαιώματα μας, να ανεβάσουμε την ευημερία μας, ώστε η λέξη αυτή να πάρει την πραγματική της σημασία και όχι απλά να την προφέρουμε».
Τον Ιούνιο 1991, στους Γεωργουτσάτες πραγματοποιείται το πρώτο ειρηνικό συλλαλητήριο. Τα μεγάφωνα αχούσαν ελληνικά, πράγμα πρωτοφανές και θαρραλέο.
Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές, 1991, η Ε. Ε. Μ. αναδείχνει πέντε βουλευτές, τους: Ανδρέα Ζαρμπαλά, Θωμά Μήτσιο, Παναγιώτη Μπάρκα, Γιάννη Γιάννη και Γιάννη Γκιζέλη όπου θα σηκώσουν τη φωνή τους στο Αλβανικό Κοινοβούλιο άφοβα, με σθένος, με κύρος.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1992 διεξάγεται η Πρώτη τακτική Συνδιάσκεψη της Ομόνοιας η οποία έκλεξε το 45μελές Γενικό Συμβούλιο και Γ. Πρόεδρο τον Σωτήρη Κυριαζάτη.
Τον Ιανουάριο 1992 ψηφίζεται ο εκλογικός νόμος ο οποίος δεν επιτρέπει την Ομόνοια ως εκλογικό υποκείμενο στις δεύτερες πλουραλιστικές εκλογές, αφαιρώντας έτσι το δικαίωμα της ΕΕΜ ν’ αντιπροσωπευτεί στην αλβανική βουλή.
Στις 24 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενέκρινε το κόμμα ΕΑΔ που στήριξαν η Ομόνοια, ο ελληνικός πληθυσμός σε όλη την Αλβανία και οι Βλάχοι και αναδείξαμε 2 βουλευτές. Ενώ στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης της ίδιας χρονιάς 3 νομάρχες, δύο δημάρχους, εννιά επάρχους και πάρα πολλούς νομαρχιακούς, δημοτικούς και επαρχιακούς συμβούλους.
Αποκορύφωμα το Ψήφισμα του 1993, με 12 αιτήματα για το οποίο έγιναν συναντήσεις με όλα τα αλβανικά κόμματα, την αλβανική ηγεσία και στάλθηκε σε όλους τους φορείς.
Η Ομόνοια δεν έπαψε να αγωνίζεται για την εκπλήρωση των στόχων του προγράμματός της. Μπορεί αυτός ο αγώνας να ήταν πότε πιο έντονος, πότε πιο ήπιος, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε, διότι ΟΜΟΝΟΙΑ ίσων αγώνας για τα εθνικά μας δίκαια.
Ας θυμηθούμε:
-Τα τεράστια συλλαλητήρια της 13ης Οκτωβρίου 1991 και της 23ης Φεβρουαρίου 1992 στους Αγίους Σαράντα και της 10ης Αυγούστου 1992 στο Αργυρόκαστρο, για το άνοιγμα ελληνικών σχολείων στις πόλεις των Αγίων Σαράντα, Δελβίνου και Αργυροκάστρου και στα χωριά με μεικτό πληθυσμό: Εξαμίλια, Μετόχι, Μπίστρισσα και ΜΤΣ. Την αποχή μαθητών και δασκάλων από τα μαθήματα, σε όλα τα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητάς μας, τα «άνομα» σχολεία που λειτουργούσαν στα γραφεία της Ομόνοιας των τριών νομών από εθελοντές δασκάλους, την βία των αστυνομικών κατά αυτών και τα προστύμματα στους γονείς, οι οποίοι τ’ αντιμετώπιζαν με το κεφάλι ψηλά.
-Το μέγιστο συλλαλητήριο του 1993 ως διαμαρτυρία για την απέλαση του Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Μαϊδώνη, που ήταν φυσικά κι ένα χτύπημα κατά της Ορθοδοξίας.
Τα υπομνήματα και οι διαμαρτυρίες ανάγκασαν το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον ΟΑΣΕ να επισκεφτεί το χώρο μας. Στις 23 Ιουλίου 1993 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκδωσε το Ψήφισμα για Πολιτιστική και Θρησκευτική Αυτονομία της Ελληνόφωνης Μειονότητας στην Αλβανία.
Στις 27 Αυγούστου 1993 οι Χιμαριώτες στέλνουν στον Ύπατο Αρμοστή του ΟΑΣΕ, κ. Βαν Ντε Στουλ, μια μακρά επιστολή με τα αιτήματά τους, όπου προείχε το αίτημα της εθνικότητας.
Όλα αυτά έφεραν σαν αποτέλεσμα ώστε η ΟΜΟΝΟΙΑ να ’χε τους υποστηριχτές της, να ’χε, όμως, και τους αντίμαχούς της. Με καχυποψία είδαν την ίδρυση και την αναβάθμιση της οι εθνικιστικοί κύκλοι οι οποίοι άρχισαν έναν οργανωμένο και μεθοδευμένο αγώνα εναντίον της μέχρι που να την διαλύσουν. Προετοίμαζαν το έδαφος, διαμόρφωναν το περιβάλλον ώστε την Ομόνοια να την στραγγαλίσουν, να την αποστομώσουν, να την διαλύσουν.
Καταστρέφουν τα γραφεία της Ομόνοιας στους Αγίους Σαράντα και Αργυρόκαστρο, καίνε τα καταστήματα των Ελλήνων εμπόρων, για να δοθεί το μεγάλο χτύπημα, η μεγάλη βολή τον Απρίλιο Ι994. Μια βολή που είχε στο στόχαστρο την ΟΜΟΝΟΙΑ, την Ε. Ε. Μ., την ίδια την Ελλάδα. Μια βολή που σήκωσε μέσα στη νύχτα απ’ το φαγητό και το κρεβάτι δεκάδες Έλληνες της Αλβανίας και τους οδήγησε στα κρατητήρια. Που έβαλε στο εδώλιο του κατηγορούμενου και δίκασε 5 ηγέτες της ΟΜΟΝΟΙΑΣ με την κατηγορία, όπως τόνισε ο αείμνηστος Θοδωρής Βεζιάνης την ημέρα της δίκης: «Σήμερα εμείς βρισκόμαστε στο εδώλιο του κατηγορούμενου και δικαζόμαστε όχι γιατί διαπράξαμε κάποιο έγκλημα, αλλά απλώς επειδή είμαστε Έλληνες».
Το 1997 η ΟΜΟΝΟΙΑ και ο Ελληνισμός ξαναδοκιμάστηκαν πάλι σκληρά, από την έξαλλη εξέγερση του Νότου. Όμως και σ’ αυτή τη στιγμή η ΟΜΟΝΟΙΑ έδειξε πολιτική ωριμότητα παίρνοντας από τις πρώτες ώρες υπεύθυνη και ξεκάθαρη θέση για την αποφυγή της κρίσης. Προσπάθησε να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες μιας τέτοιας πρωτοφανούς αναρχίας, ν’ ανοίξει και δρόμο αναβαθμισμένης πολιτικής συμμετοχής.
Χάρη σ’ αυτές και σε κάθε τέτοιες απαντήσεις η ΟΜΟΝΟΙΑ, ο Ελληνισμός βγήκαν ξανά δυνατοί. Και βγήκαν δυνατοί γιατί η Ομόνοια ανέβασε το κύρος και την υπόληψή της διαμέσου της πολιτισμένης εμφάνισης και των δημοκρατικών μορφών απαιτήσεις των δικαιωμάτων και προστασίας των συμφερόντων της όχι μόνον στο αλβανικό αλλά και στα ευρωπαϊκά πλαίσια.
Το Γενικό Συμβούλιο το 1993 ζητά από την ελληνική κυβέρνηση ελεύθερη επικοινωνία, πράγμα που κατορθώθηκε.
Σε υπόμνημα του Γενικού Συμβουλίου στις 27Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς ζητά από την αλβανική κυβέρνηση:
*Την κατάργηση των «μειονοτικών ζωνών» και την ελεύθερη δήλωση της εθνικότητας.
*Την ίδρυση μειονοτικών σχολείων οπουδήποτε διαμένει ικανός αριθμός Ελλήνων και όχι σε αυθαίρετα προσδιορισμένες «μειονοτικές ζώνες».
*Την εκπαίδευση για τη μειονότητα σε όλες τις βαθμίδες και εκσυγχρονισμό της διδακτέας ύλης.
*Την ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας και επιστροφή της περιουσίας των εκκλησιών της Ελληνικής Μειονότητας.
*Την αποκατάσταση των απολυθέντων και την πρόσληψη μελών της Ελληνικής Μειονότητας σ’ όλους τους τομείς και σ’ όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης ως και της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας.
*Να δοθεί το δικαίωμα μετάδοσης ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών στη μητρική γλώσσα.
*Την καλλιέργεια κλίματος σεβασμού και ασφάλειας της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, στα πλαίσια ισονομίας και ισοπολιτείας με τους λοιπούς Αλβανούς πολίτες, ώστε να διαδραματίσει τον εποικοδομητικό ρόλο που επιθυμεί στην αλβανική κοινωνία προς όφελος της ανάπτυξης του συνόλου του πληθυσμού στην Αλβανία.
Το 1998, αντικρίζοντας την νέα τάξη πραγμάτων στα Βαλκάνια, αναβαθμίζει τις απαιτήσεις της τονίζοντας: « Για κάθε αλλαγή του ΣΤΑΤΟΥΣ ΚWΟ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ, να ισχύει και για την δική μας Ε. Ε. Μειονότητα».
Το Μάρτιο του 1999 το Γενικό Συμβούλιο αναφέρει πως η Ε. Ε. Μειονότητα στην Αλβανία μέσω του πολιτικού της φορέα, της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, επιμένει ότι δεν είναι διατεθειμένη, ούτε να λησμονήσει την ιστορία της και τα ιστορικά κεκτημένα από τους διεθνείς οργανισμούς, ούτε να κάνει παραχωρήσεις, αλλά, σεβόμενη τις διεθνείς συμβάσεις και οργανισμούς, όπως και τους θεσμούς του κράτους στο οποίο ανήκει, θα αγωνίζεται για την επικύρωση και έμπρακτη εφαρμογή των δικαιωμάτων, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνικών δικαίων. Θεωρούμε, συνεχίζει η δήλωση, ότι η καλύτερη λύση των εθνικών προβλημάτων είναι εκείνη που συνεπάγεται της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών με ειρηνικά και δημοκρατικά μέσα.
Το 2000, βάσει των διαμαρτυριών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, γίνεται θρύψαλα η μάσκα της αλβανικής νοθείας και βίας, τοποθετείται στο τραπέζι των Ευρωβουλευτών ο φάκελος Χιμάρα. Καταπέλτης η Έκθεση των Διεθνών παρατηρητών, για πρώτη φορά το ΣΤΕΙΤ ΝΤΙΠΑΡΤΕΡ αναφέρεται στην έκθεσή του για την καταπάτηση των δικαιωμάτων της Ε Ε Μ. Το Συμβούλιο της Ευρώπης επισημάνει: «Στη Χιμάρα που ζει ελληνόφωνη Μειονότητα, το τέλος της καμπάνιας σημαδεύτηκε από εθνικιστικές ρητορικές, έλαβαν χώρο σοβαρές παρατυπίες».
«Παρότι δεν υπάρχουν πρόσφατες επίσημες στατιστικές σχετικά με το μέγεθος των διαφόρων εθνικών κοινοτήτων η Ελληνική κοινότητα είναι αρτιότερα οργανωμένη και απολαμβάνει τη μεγαλύτερη προσοχή και στήριξη από το εξωτερικό…», τονίζεται στην ετήσια Έκθεση Αμερικανικού ΥΠΕΞ, για τις εθνικές και φυλετικές μειονότητες.
Και οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται μέχρι μία από τις τελευταίες επιστολές διαμαρτυρίας στην αλβανική ηγεσία από τον πρόεδρο Λεωνίδα Παππά τον Ιανουάριο 2014: «Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα, αποτελεί πρότυπο νομοταγών πολιτών της χώρας και απαιτεί από το κράτος τον ανάλογο σεβασμό σε θεμελιώδη συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα. Διαμαρτυρόμαστε για την στοχευόμενη και μεθοδευμένη καταστρατήγηση και παραβίαση των διατάξεων του νόμου – Σύμβασης Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, για την αλλοίωση του μειονοτικού πληθυσμού, που λαμβάνει χώρα το τελευταίο χρονικό διάστημα στο χώρο της ΕΕΜ». Και ο αγώνας συνεχίζεται.
Η Εθνική Ελληνική Μειονότητα, μέσω του πολιτικού της φορέα, την ΟΜΟΝΟΙΑ, θα επιμένει ότι δεν είναι διατεθειμένη, ούτε να λησμονήσει την ιστορία της και τα ιστορικά κεκτημένα από τους Διεθνείς Οργανισμούς, ούτε να κάνει παραχωρήσεις, αλλά σεβόμενη τις διεθνείς συμβάσεις και οργανισμούς, όπως και τους θεσμούς του κράτους στο οποίο ανήκει, θα αγωνίζεται για την επικύρωση και έμπρακτη εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνικών δικαίων.
Πάγιο αίτημα της Ομόνοιας ήταν και πρέπει να είναι: Ν’ αναβαθμίσουμε αυτόν τον τόπο και να ξαναεπιστρέψουν οι δικοί μας άνθρωποι. Αυτό το απαιτεί ο καιρός, το απαιτεί ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, το απαιτεί το εθνικό μας χρέος. Κι αυτό θα γίνει με μια νέα, ενιαία, ανατατική Ομόνοια.
Και θα κλείσω με την παρακαταθήκη του Μακαριστού Σεβαστιανού σε μια συνέντευξή του στην «Φωνή της Ομόνοιας»:«Η οργάνωση ΟΜΟΝΟΙΑ, αποτελεί τον μοναδικό φορέα έκφρασης του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Και σύστασή μου είναι να μείνετε ενωμένοι, όλοι σφιχτά με την ΟΜΟΝΟΙΑ. Την ΟΜΟΝΟΙΑ και τα μάτια σας».