Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Προσφάτως ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας κ. Έντι Ράμα μέσω «ηχηρής» τηλεοπτικής παρουσίας προσπάθησε να επαναφέρει το λεγόμενο «Τσάμικο ζήτημα» ισχυριζόμενος ότι «υφίσταται διαδικασία συζήτησης», με τη διευκρίνιση ότι η αλβανική πλευρά «επιμένει στο δικαίωμα της ανάμνησης».
Χαρακτήρισε δε ως δίκαιο το αίτημα των Τσάμηδων για την «τοποθέτηση» ενός μνημείου στην Ήπειρο. Βεβαίως διευκρίνισε ότι το ζήτημα αυτό δεν αφορά αλυτρωτισμούς, αλλά μια «τιμητική» δημιουργία «μνημείου». Ο κ.Έντι Ράμα, μάλλον πρέπει να αντιληφθεί εγκαίρως ότι η διπλωματία δεν αφορά κατ’ αναλογία «ηχηρές» παραστάσεις όπως εκείνες που έλαβαν χώρα στο Αλβανικό Κοινοβούλιο και στην Εξεταστική Επιτροπή, οπότε, όταν κλήθηκε να καταθέσει για «κατάχρηση κονδυλίων» στο Δήμο Τιράνων, εμφανίσθηκε διαμαρτυρόμενος με «έντονο τρόπο», με συνέπεια να κλείσει η Επιτροπή και να αθωωθεί. Η διπλωματία δεν είναι δεκτική τέτοιων παραστάσεων-προκλήσεων. Επίσης θα πρέπει να αντιληφθεί ότι προφανώς το ζήτημα ανέγερσης και δημιουργίας μνημείου για να ενθυμούμαστε (ή για να θυμάται η αλβανική πλευρά), τους Τσάμηδες, προφανώς δεν επιτυγχάνεται υπερασπιζόμενος ναζί και εγκληματίες πολέμου. Ειδικότερα δια βραχέων:
Μικρή αναφορά στην ιστορία:
Οι Τσάμηδες, ήταν κάτοικοι της περιοχής της Θεσπρωτίας. Ενσωματώθηκαν δε στην επικράτεια της Ελλάδας το 1913. Αφορούν δε αλβανόφωνους μουσουλμάνους και διέπονται με έντονο «αλυτρωτισμό». Υπ’ όψιν δε ότι οι Τσάμηδες έχουν ιδιαίτερη δική τους πολιτιστική ταυτότητα, ενώ η γλώσσα τους είναι η τόσκικη διάλεκτος. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, υπηρετούσαν τον Αλή Πασά και πολλοί απ’ αυτούς εντάχθηκαν στο στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη στην πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου, αγωνιζόμενοι κατά της εθνεγερτήριας Επανάστασης του 1821. Ιδιαιτέρως δε οι Τσάμηδες στη διάρκεια της κατοχής της Αλβανίας από τους Ιταλούς (1939), ευχαρίστως υπηρέτησαν τα συμφέροντα των Ιταλών και αποτέλεσαν όργανο προπαγάνδας τους, που αποσκοπούσε να δικαιολογεί την κήρυξη του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια δε τη κατοχής (1931-1944), στο σύνολό τους οι Τσάμηδες υπηρέτησαν τις δυνάμεις του Άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς και με «ιδεολόγημα» τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας». Κατά το διάστημα δε της κατοχής υπήρξαν άριστοι συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων σε βάρος του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού. Υποχρεώθηκαν δε χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί κάτω από καθεστώς τρομοκρατίας είτε να μεταναστεύσουν, είτε να ενταχθούν στις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ. Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υποχρέωσε τους Τσάμηδες, για να μη αντιμετωπίσουν τις προβλεπόμενες ποινές από το Δίκαιο του Πολέμου, να διαφύγουν στην Αλβανία. Άλλωστε, το τίμημα της δοσιλογικής πρακτικής και δραστηριότητάς τους, τόσο με τους Γερμανούς φασίστες όσο και με τους Ιταλούς φασίστες, ήταν βαρύ. Έτσι, ο μεγαλύτερος πληθυσμός των Τσάμηδων εγκαταστάθηκε στην Αλβανία και ολιγότερος στην Τουρκία, ενώ ορισμένοι απ’ αυτούς διέφυγαν και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για όσους Τσάμηδες διέφυγαν στην Αλβανία, η υπό τον Ενβέρ Χότζα «Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας», δεν είχε κανένα λόγο να μην τους παράσχει προστασία, καθόσον η προστασία των Τσάμηδων αποσκοπούσε στο να διασπάσει την παρουσία πολλών Ελλήνων κατοίκων της Βορείου Ηπείρου. Έτσι, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία λόγω τρομοκρατίας υποχρεώθηκαν να διαφύγουν στην Ελλάδα την περίοδο 1945-1946, ενώ οι περίπου 20.000 Τσάμηδες που διαβιούσαν πριν τον πόλεμο στη Θεσπρωτία, είχαν ήδη διαφύγει και τελούσαν υπό την προστασία του Ενβέρ Χότζα.
Οι Τσάμηδες ως εγκληματίες πολέμου
Όπως προαναφέρθηκε οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τις φασιστικές δυνάμεις των Ιταλών σε επίπεδο προπαγάνδας ενώ με τις φασιστικές δυνάμεις των Γερμανών συνεργάσθηκαν περισσότερο σε επίπεδο πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Τσάμηδες θυμήθηκαν την ιστορία τους με τον Ομέρ Βρυώνη. Έτσι, σε συνεργασία με τους καταδρομείς της λεγόμενης Γερμανικής Μεραρχίας Εντελβάϊς επιχείρησαν από κοινού για να εξολοθρεύσουν χωριά της περιοχής, τα οποία ακριβώς είχαν στοχοποιηθεί λόγω της συνεργασίας τους με τους Έλληνες αντάρτες. Ειδικότερα, επιχειρήθηκε η εξόντωση των προκρίτων της Παραμυθιάς. Έχουν δε βρεθεί τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν ότι οι εκτελέσεις των αμάχων στην Παραμυθιά έλαβαν χώρα με βάση τον κατάλογο ονομάτων που είχε συντάξει η ηγεσία των Τσάμηδων στην περιοχή. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1944 μετά την αποχώρηση των Γερμανών οι αντάρτες του ΕΔΕΣ που ήταν οι κυρίαρχοι στην περιοχή, υποχρεώθηκαν αποδίδοντας το δίκαιο, να εκδιώξουν τους Τσάμηδες. Ειδικότερα δε, στις 23 Μαΐου 1945, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων των Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην σε θάνατο 1930 Τσάμηδες τους οποίους βάραιναν αποτρόπαιες πράξεις εγκλημάτων πολέμου κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Τα «μνημεία» του ναζισμού και φασισμού
Η οποιαδήποτε υποστήριξη του λεγόμενου «Τσάμικου ζητήματος» δεν αφορά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερα από υποστήριξη φασιστών, ναζιστών και εγκληματιών πολέμου. Υπ’ όψιν δε ότι η μεταπολεμική έννομη τάξη υπό την αιγίδα του Διεθνούς Στρατοδικείου, έχει ιδρύει νομολογιακές παραδοχές, όπου παρόμοια εγκλήματα όπως εκείνα των Τσάμηδων δεν μπορεί να γίνονται ανεκτά από το σύγχρονο νομικό και πολιτικό πολιτισμό. Πέραν δε της δίκης της Νυρεμβέργης, υπάρχουν και οι λεγόμενες (ορθώς) «επακόλουθες δίκες». Ήδη δε από το Δεκέμβριο του 1946 μέχρι τον Απρίλιο του 1949, Αμερικανοί δημόσιοι κατήγοροι καταδίκασαν 97 κατηγορούμενους φασίστες και ναζιστές. Επίσης, πολλά κράτη με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διεξήγαγαν δίκες τιμωρητικές κατά των εγκληματιών και των εγκληματικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η Πολωνία, η πρώην Τσεχοσλοβακία, η πρώην Σοβιετική Ένωση, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Γαλλία έχουν δικάσει χιλιάδες κατηγορούμενους όχι μόνο Γερμανούς, αλλά και εγχώριους συνεργάτες τους τις δεκαετίες που επακολούθησαν από το έτος 1945 και μετέπειτα. Η πιο γνωστή δε περίπτωση είναι εκείνη της Πολωνίας. Αφορά τη δίκη της Κρακοβίας, όπου καταδικάσθηκαν σε θάνατο ναζιστές και φασίστες του στρατοπέδου του Άουσβιτς. Επίσης, μια από τις πιο γνωστές δίκες των Γερμανών εγκληματιών πολέμου πραγματοποιήθηκε και στην Ιερουσαλήμ. Η δίκη αυτή έλαβε χώρα το 1961 και αφορούσε στον Αντολφ Άιχμαν που ήταν ο αρχιτέκτονας του εκτοπισμού της Εβραίων στην Ευρώπη. Η δίκη αυτή είχε τόσο ενδιαφέρον, ώστε αποτέλεσε την αφετηρία της ανάδειξης των εγκλημάτων του Ολοκαυτώματος.
Ως κατακλείδα
Εάν ο κ.Έντι Ράμα θέλει «μνημείο» για τους Τσάμηδες, μπορεί να υπάρξει, ακριβώς για να επισημαίνει την καταδίκη του φασισμού και του ναζισμού. Τέλος, η Ελλάδα θα πρέπει εκάστη 27η Ιουνίου που από το 1994 η Αλβανική Βουλή ανακήρυξε ως ημέρα «γενοκτονίας» των Τσάμηδων, να παρεμβαίνει σε όλα τα fora αποδεικνύοντας την αλήθεια, ενώ η «προσφυγή» Τσάμηδων στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης, θα πρέπει να αποδοκιμασθεί ως πράξη πρόκλησης κατά του σύγχρονου νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).