Γράφει ο Διονύσης Δραγώνας

Θεωρείται, ακόμα και στις μέρες μας, ένας εκ των χαρισματικότερων ηγετών της μεταπολεμικής εποχής, καθώς η φυσική του παρουσία επί μακρόν αποτελούσε σημαντικό ενοποιητικό παράγοντα και πόλο σταθεροποίησης για τη «μπαρουταποθήκη της Ευρώπης», τα Βαλκάνια. 

Ο λόγος γίνεται για τον Josip Broz, ο οποίος το 1940 εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, και έναν χρόνο αργότερα ανέλαβε τη διοίκηση του Γενικού Επιτελείου των Λαϊκο-απελευθερωτικών Ομάδων της Γιουγκοσλαβίας. Τότε ήταν που τού δόθηκε το προσωνύμιο «Tito».

Η καθοριστική συμβολή του στην απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας από τις ναζιστικές και φασιστικές ιταλικές δυνάμεις, ως ηγετική φυσιογνωμία του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού, κατέστησε τον Tito κυρίαρχη φυσιογνωμία στη μεταπολεμική πολιτική σκηνή, ικανό να ενσαρκώσει την αναγέννηση της Γιουγκοσλαβίας. Τον Νοέμβριο του 1945 η κάλπη έδωσε στον Tito την παντοκρατορία. Το ίδιο έτος αποκήρυξε τη μοναρχία, οδηγώντας το προπολεμικό Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας να δώσει τη θέση του στην Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η νέα ενωμένη Γιουγκοσλαβία αποτέλεσε ένα διεθνές πρότυπο συμβίωσης διαφορετικών λαών και εθνοτήτων, καθώς αναγνωριζόταν η ύπαρξη πέντε εθνών. Μάλιστα, σε θεσμικό επίπεδο αποτελούταν από έξι δημοκρατίες – τη Σλοβενία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, τη «Μακεδονία» (FYROM) -όπως ονομαζόταν έως το 1992- και τη Σερβία, συμπεριλαμβανομένων δύο αυτόνομων επαρχιών προσαρτημένων στη Σερβία, της Βοϊβοντίνας και του Κοσσυφοπεδίου (History Report, 2018).

Η συμβίωση και ενσωμάτωση των έξι δημοκρατιών βασίστηκαν στους τρεις κυρίαρχους θεσμικούς παράγοντες του πολιτικού συστήματος – ήτοι στο τρίπτυχο Tito-Κόμμα-Στρατός. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για την αδιαμφησβήτητη πολιτική κυριαρχία του Tito, την Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, που αποτέλεσε πόλο ιδεολογικής συσπείρωσης, και το στρατό, που επωμίστηκε ρόλο διατήρησης της ομοσπονδίας (Γιαλουρίδης, 1990). Η τριαδική αυτή εξουσία ήταν ο ενωτικός κρίκος της γιουγκοσλαβικής πολυεθνικής ομοσπονδίας, και αποτέλεσε τη βάση θεσμικής και πολιτισμικής ενοποίησης, αλλά και θεμέλιο του οράματος του Tito για τη δημιουργία ενός γιουγκοσλαβικού λαού.

Ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό άνοιξε για τους Γιουγκοσλάβους μέσω της έννοιας της «αυτοδιαχείρισης». Το 1945 ο Tito υιοθέτησε το μοντέλο του σοβιετικού κομμουνισμού, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Όμως, η δημοτικότητα του Tito και οι επεκτατικές του βλέψεις -κυρίως, προς την Αλβανία και τη Βουλγαρία- προκάλεσαν ανησυχίες στην Σοβιετική Ένωση, ενώ ο Stalin καταδίκασε το νέο κομμουνιστικό μοντέλο της Γιουγκοσλαβίας, επιβάλλοντας οικονομικό αποκλεισμό. Η ολοκληρωτική ρήξη του Tito με τον Stalin, το 1948 (Καθημερινή, 2018), ώθησε τους Γιουγκοσλάβους να αναθεωρήσουν το σοσιαλιστικό τους μοντέλο, προσπαθώντας να οικοδομήσουν μια νέα μορφή οργάνωσης. Η νέα μορφή αυτή εδραιώθηκε γύρω από την ιδέα της μείωσης (με απώτερο στόχο την κατάργηση) του κρατικού οικονομικού παρεμβατισμού προς όφελος της συλλογικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, τα οποία θα διαχειρίζονταν τα Συμβούλια των εργατών. Παράλληλα, θα αποκαθίστατο μια σχετική επιχειρηματική ελευθερία. Πρόκειται για έναν συνδυασμό σοσιαλιστικών απόψεων, όπως είναι ο προγραμματισμός, η εξάλειψη της έννοιας του «κεφαλαίου» και η αντικατάστασή της με την έννοια της «αυτοδιαχείρισης» μέσω της χορήγησης δικαιωμάτων στους εργαζόμενους, καθώς και η αναγνώριση της μικρής ιδιωτικής αγροτικής ιδιοκτησίας και της μικρής βιοτεχνίας. Το νέο μοντέλο συνέβαλε στην άνθιση της οικονομίας, καθώς και στην ανάπτυξη πνευματικής ελευθερίας, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1960, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η «χρυσή δεκαετία» της Γιουγκοσλαβίας.

Το ιδιότυπο σοσιαλιστικό μοντέλο της Γιουγκοσλαβίας ειδώθηκε ως εναλλακτική λύση έναντι του κρατικού και γραφειοκρατικού σοβιετικού κομμουνισμού. Ο Tito προσπάθησε, κατ’ ουσίαν, να αποκεντρώσει την οικονομία και να δημιουργήσει συνθήκες μιας πραγματικής αγοράς, βασισμένες στη συλλογική ιδιοκτησία των εργατών. Ωστόσο, η εν λόγω αποκέντρωση μακροπρόθεσμα παρουσίασε πλειάδα μειονεκτημάτων και ανισορροπιών – όπως την άνοδο του πληθωρισμού και διόγκωση του εξωτερικού χρέους. Ακόμη, παρατηρήθηκαν αντίρροπες τάσεις στο εσωτερικό του νέου οικονομικού μοντέλου, με την επιθυμία για αποκέντρωση να συγκρούεται με την ισχυρή γραφειοκρατία. Επιπλέον, εξωτερικοί παράγοντες, όπως η πετρελαϊκή κρίση (1973), απογύμνωσαν τις δομικές αδυναμίες του γιουγκοσλαβικού οικονομικού μοντέλου, εκτινάσσοντας τον πληθωρισμό (250%) και την ανεργία (14% του ενεργού πληθυσμού), και εντείνοντας την οικονομική ανισότητα μεταξύ των πλουσιότερων (π.χ. Σλοβενία) και των φτωχότερων (π.χ. Σερβία) δημοκρατιών της ομοσπονδίας (Bernstein, 2002).

Η εξάλειψη της κοινωνικοπολιτικής ετερότητας δεν κατέστη δυνατή, παρά την εφήμερη οικονομική άνθηση. Οι κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των δημοκρατιών εξακολουθούσαν να υφίστανται ενώ, στον απόηχο των γεγονότων της Άνοιξης της Πράγας και του Μάη του 1968 (κοινωνικοπολιτικές αναταραχές ενάντια στο συντηρητισμό και υπέρ των φιλελεύθερων ιδεών), διοργανώθηκαν διαδηλώσεις στο Βελιγράδι από Σέρβους διανοούμενους και φοιτητές, οι οποίοι ζητούσαν πιο δημοκρατική και δίκαιη αυτοδιαχείριση. Την ίδια περίοδο οι Αλβανοί, που αντιπροσώπευαν πλέον το 80% του πληθυσμού του Κοσσυφοπέδιου, αναζητούσαν τη θέση τους στην ενιαία Γιουγκοσλαβία, ζητώντας ίσα δικαιώματα με τους πολίτες των άλλων δημοκρατιών. Ταυτόχρονα, η «Κροατική Άνοιξη» της δεκαετίας του 1970 αναζωπύρωσε τον κροατικό εθνικισμό.

Μπροστά σε αυτές τις πολλαπλές και αντιφατικές διεκδικήσεις που απειλούσαν την ενότητα της χώρας, ο Tito, που «δεν ανεχόταν κανένα είδος αποσχιστικών κινημάτων, ούτε όμως επέτρεπε την έκφραση οποιωνδήποτε εχθροτήτων, βασισμένων σε εθνικές ή θρησκευτικές διακρίσεις», (Τζιαμπίρης, 1993) αντέδρασε, καταστέλλοντας μαζικά τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Κοσοβάρους διαδηλωτές. Ακόμη, με στόχο την οριστική καταστολή αυτών, «επιχείρησε να γεφυρώσει τις εθνικές εχθρότητες, δημιουργώντας μία ισχυρή συγκεντρωτική κυβέρνηση, με το άνοιγμα σε μία οικονομία φιλελευθεροποιημένης μορφής» (Τζιαμπίρης, 1993).  Με αυτό το σκεπτικό, παραχώρησε νέα δικαιώματα στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1974, μεταξύ των οποίων ήταν η διεύρυνση της αυτονομίας του Κοσόβου, χωρίς όμως να λάβει το καθεστώς δημοκρατίας. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο ενισχύθηκε η αυτοδιαχείριση, ο προγραμματισμός και η εξουσία του κόμματος. Συγχρόνως, το νέο Σύνταγμα παρείχε ευρεία αυτονομία σε όλες τις δημοκρατίες – ως έσχατη προσπάθεια του Tito να σώσει τη Γιουγκοσλαβία.

Όμως, ο θάνατος του φυσικού ηγέτη της Ομοσπονδίας, το 1980, έφερε τη Γιουγκοσλαβία στη δεινότερη θέση της ιστορίας της. Η έλλειψη ενός ανώτερου ηγέτη, που θα μπορούσε να κρατήσει ενωμένες έξι δημοκρατίες υπό το πρίσμα μιας κοινής ιδέας, ανέδειξε την ανάγκη αυτοδιοίκησης των επαρχιών της Γιουγκοσλαβίας. Πρώτα, αναζωπυρώθηκε το ζήτημα του Κοσόβου, που ήδη από το 1974 έχαιρε αυτονομίας – αλλά όχι αυτόνομου δημοκρατικού καθεστώτος, όπως συνέβαινε με τις υπόλοιπες επαρχίες της Γιουγκοσλαβίας. Η απαίτηση των Αλβανών για εγκαθίδρυση δημοκρατικού καθεστώτος ισάξιου με τις λοιπές επαρχίες της ομοσπονδίας βρήκε αντίθετους τους Σέρβους, οι οποίοι δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν το αίτημα των Κοσοβάρων. Ταύτιζαν, μάλιστα, το εν λόγω αίτημα με την προσπάθεια διάσπασης της Γιουγκοσλαβίας. Καμιά από τις έξι δημοκρατίες δεν ήταν έτοιμη για μια πιθανή διάσπαση, και έτσι οι διαδηλώσεις του αποσχιστικού κινήματος στην Pristina του Κοσόβου, το 1981, κατεστάλησαν βίαια από τον γιουγκοσλαβικό στρατό.

Ανυπολόγιστο πλήγμα στο εύθραυστο οικοδόμημα προκάλεσε η οικονομική δυσπραγία της δεκαετίας του 1980. Η κλιμάκωση των οικονομικών ανισοτήτων ενέτεινε τις κοινωνικοπολιτικές αποκλίσεις, η αύξηση της ανεργίας και η εκτίναξη του πληθωρισμού (από το 18% το 1981 στο 1250% το 1989) βύθισαν τη χώρα στην κρίση, ενώ ξέσπασαν παντού απεργιακές κινητοποιήσεις. Παράλληλα, και λόγω των παραπάνω, αναζωπυρώθηκε το εθνικιστικό στοιχείο. Κάθε δημοκρατία έγινε πιο εσωστρεφής και σχεδίαζε το μέλλον της καθαρά με ιδιοτέλεια, και με βάση το εθνικό της συμφέρον. Η Γιουγκοσλαβία είχε πλέον διαλυθεί οικονομικά, πριν επέλθει η πολιτική της κατάρρευση.

Ο θάνατος του Tito, το 1980, αποτέλεσε ορόσημο για την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας (West, 2012). Η «απώλεια ενός κρίκου» άφησε ένα κενό δυσαναπλήρωτο, δεδομένου ότι ο Tito αποτελούσε τον ενοποιητικό δεσμό ανάμεσα στο Κόμμα -απ’ όπου πήγαζε η ιδεολογία- και τον Στρατό, ο οποίος διατηρούσε τις ομοσπονδιακές δομές. Ελλείψει του φυσικού της ηγέτη, το πολυεθνικό κράτος έγινε έρμαιο της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης της δεκαετίας του 1980, για να οδηγηθεί μερικά χρόνια αργότερα στην οριστική διάλυσή της.

Πηγές :

1. Historyreport.gr (2018). Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο.http://historyreport.gr/index.php/%CE%A3%CF%84%CE%B1-%CE%BD%CE%B5%CF%8C%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1/%CE%94%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE-%CE%98%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/1054-%CE%97-%CE%93%CE%B9%CE%BF%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%83%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%A4%CE%AF%CF%84%CE%BF
2. Γιαλουρίδης Χ. (1990) Κρίση και Πολιτικές Δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία. Εκδόσεις: ΕΛΙΑΜΕΠ
3. Kathimerini.gr. (2018). Η ρήξη Τίτο – Στάλιν  http://www.kathimerini.gr/457192/article/epikairothta/kosmos/h-rh3h-tito—stalin
4. Bernstein, S. (2002) Δημοκρατίες, Αυταρχικά και Ολοκληρωτικά Καθεστώτα στον 20ο αιώνα. Εκδόσεις: Ποιότητα
5. Τζιαμπίρης Α. (1993) A Study in Failure? An examination of the European Comminity’s Response to the Yugoslav War. Εκδόσεις: London School of Economics and Political Science
6. West R. (2012). Tito and the rise and fall of Yugoslavia. Εκδόσεις: Faber & Faber.

powerpolitics.eu