Γράφει ο Σταύρος Λυγερός 

Το γεγονός ότι και στις δύο τελευταίες συνόδους κορυφής και στην πρόσφατη σύνοδο της Βάρνας, η ΕΕ χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα προς τον Ερντογάν έχει δημιουργήσει ελπίδες στην Αθήνα ότι στη δύσκολη σημερινή συγκυρία των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να ποντάρει στην κοινοτική αλληλεγγύη.

 Είναι σαφές, ωστόσο, πως οι Ευρωπαίοι, όπως και οι Αμερικανοί, δεν έχουν καμία πρόθεση να αποξενώσουν την Τουρκία. Αντιθέτως, επιδιώκουν «να την επαναφέρουν σε τροχιά, συνδυάζοντας μαστίγιο και καρότο».

Με άλλα λόγια, η ευρωπαϊκή υποστήριξη προς την Αθήνα έχει όρια και επιπροσθέτως, ο Ερντογάν δείχνει να μην υπολογίζει τις ευρωπαϊκές παραινέσεις. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να εξασφαλίσει την εκταμίευση της βοήθειας από την ΕΕ για τους πρόσφυγες, χωρίς, όμως, να υφίσταται έλεγχο για το πώς δαπανώνται αυτά τα κονδύλια. Από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ένωσης, άλλωστε, έχει διαπιστωθεί ότι ποσά που είχαν δοθεί το προηγούμενο διάστημα δαπανήθηκαν για αλλότριους σκοπούς.

Ο Τούρκος πρόεδρος γνωρίζει καλά πόσο οι Ευρωπαίοι φοβούνται ένα νέο κύμα προσφύγων-μεταναστών και γι’ αυτό παίζει δυνατά αυτό το χαρτί. Το είπε, άλλωστε, με δυνατή και προκλητική φωνή πριν μερικές ημέρες, μιλώντας σε οπαδούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι τις τελευταίες ημέρες έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός όσων φθάνουν στα ελληνικά νησιά, ειδικά στη Λέσβο.

Μπορεί ο Ερντογάν ενίοτε να χρησιμοποιεί υψηλούς τόνους και έναντι της Ουάσιγκτον, αλλά δεν θέλει να την στρέψει ανοικτά εναντίον του. Γι’ αυτό και συντηρεί εντέχνως τις προσδοκίες της για εξομάλυνση των δύσκολων σχέσεών τους. Στο τραπέζι των αμερικανοτουρκικών διαπραγματεύσεων βρίσκεται το Κουρδικό και σ’ αυτή τη φάση ειδικά το καθεστώς της Μανμπίτζ.

Η Άγκυρα επιδιώκει μία συμφωνία με τους Αμερικανούς, με σκοπό τον από κοινού έλεγχο της πόλης και της γύρω περιοχής και την απόσυρση των Κούρδων μαχητών ανατολικά του Ευφράτη. Οι Αμερικανοί το συζητούν, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία. Φοβούνται δικαιολογημένα πως εάν εγκαταλείψουν τον κουρδικό παράγοντα κινδυνεύουν να χάσουν κάθε έρεισμα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Αμφιβάλλουν πλέον εάν μπορούν να στηριχθούν στην Τουρκία.

Δεν εμπιστεύεται τις ΗΠΑ

Στην πραγματικότητα, ακόμα και εάν οι ΗΠΑ ικανοποιούσαν τις τουρκικές απαιτήσεις στη Συρία, και πάλι οι σχέσεις τους δεν θα επέστρεφαν εκεί που βρίσκονταν πριν μερικά χρόνια. Ο λόγος είναι ότι ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται τους Αμερικανούς. Θεωρεί ότι τον έχουν προγράψει, ότι επιδιώκουν να τον ανατρέψουν. Όταν δημοσίως κατηγορεί τον Γκιουλέν ως ενορχηστρωτή της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016, ουσιαστικά δείχνει τη CIA.

Ο Ερντογάν δεν είναι απλώς ένας αιρετός πρόεδρος. Έχει πλέον οικοδομήσει καθεστώς. Ξυλώνοντας με τις μαζικές εκκαθαρίσεις τα δίκτυα επιρροής και της Δύσης και των εσωτερικών πολιτικών αντιπάλων του, ελέγχει σε ασφυκτικό βαθμό το κράτος. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αυτός καθορίζει ποιο είναι το εθνικό συμφέρον της Τουρκίας και μάλιστα κατά τρόπο που να ταυτίζεται με το προσωπικό συμφέρον του.

Από τη στιγμή, λοιπόν, που είναι πεπεισμένος πως πίσω από το πραξικόπημα ήταν οι Αμερικανοί, ο εναγκαλισμός με τη Μόσχα είναι γι’ αυτόν μονόδρομος. Γι’ αυτό και καλλιεργεί τον αντιαμερικανισμό, τροφοδοτώντας τη θεωρία ότι οι ΗΠΑ μεθοδεύουν τον διαμελισμό της Τουρκίας με σκοπό να ιδρύσουν κουρδικό κράτος, το οποίο θα είναι το έρεισμά τους στην καρδιά της Μέσης Ανατολής. Με άλλα λόγια, όσο ο Ερντογάν θα βρίσκεται στο τιμόνι, η γειτονική μας χώρα δεν πρόκειται να επανέλθει στο δυτικό “μαντρί”.

Οι Αμερικανοί αρνούνται να συνειδητοποιήσουν ότι η Τουρκία έχει για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα χαθεί και ο νεοοθωμανός ηγέτης δεν έχει κανέναν λόγο να τους το πει κατάμουτρα. Όσο τον ανέχονται η χώρα του θα παραμένει στο ΝΑΤΟ και θα διατηρεί προβληματικές σχέσεις με τη Δύση. Ταυτοχρόνως, όμως, θα αναπτύσσει για λόγους εξισορρόπησης στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, χωρίς, ωστόσο, να μετατραπεί σε δορυφόρο της.

SLPress