Γράφει ο Βασίλης Στεφανακίδης
Τυπικά ναι, είμαστε εκτός μνημονίων εδώ και 4 ημέρες. Το θέμα είναι ο βαθμός ελευθερίας που έχει πλέον η χώρα και η κάθε κυβέρνηση στην εφαρμογή εθνικών πολιτικών. Μπορεί όντως τυπικά οι δανειστές να μην μπορούν να μας εκβιάζουν με τη μη εκταμίευση της επόμενης δόσης δανεικών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Τις τελευταίες ημέρες έχει υπερχειλίσει η αισιοδοξία των κυβερνητικών στελεχών και ο ένας μετά τον άλλον πλειοδοτούν σε υποσχέσεις, σε παροχές, σε προσλήψεις, αλλά κυρίως στη μη εφαρμογή του ψηφισμένου νόμου για τη νέα περικοπή των συντάξεων από τον ερχόμενο Γενάρη.
Ποια είναι όμως η αλήθεια; Μπορούν όντως να κάνουν μονομερείς ενέργειες, να συγκρουστούν με τους δανειστές και να θέσουν σε νέο κίνδυνο την οικονομία πριν καλά-καλά βγούμε από τον στενό κορσέ των μνημονίων;
Η απάντηση είναι ότι θεωρητικά μπορούν. Υπάρχουν μεν οι ρήτρες της μη αναστρεψιμότητας των μέτρων που έχουν συμφωνηθεί, αλλά για τον ΣΥΡΙΖΑ αυτά μπορεί να εκληφθούν ως ψιλά γράμματα, καθώς αυτά που προέχουν για την κυβέρνηση στην παρούσα φάση είναι η προετοιμασία των εκλογών και η παραμονή με ισχυρή εκλογική βάση στο πολιτικό παιχνίδι.
Στον βωμό αυτού του στόχου δεν αποκλείεται να θυμηθούν τις παλιές «επαναστατικές μεθόδους» και να προχωρήσουν, όπου μπορούν, σε παρεκκλίσεις από τα συμφωνηθέντα. Τώρα όμως κριτής και τοποτηρητής της εφαρμογής των υπεσχημένων δεν είναι πλέον μόνο η τρόικα, αλλά και οι αγορές. Αυτές οι απρόσωπες αγορές που παρακολουθούν την πορεία της οικονομίας και ζυγίζουν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια της κυβέρνησης.
Και βέβαια, η τιμωρία που μπορούν να επιβάλουν είναι η άνοδος των επιτοκίων των ομολόγων. Αυτό όμως, όπως φαίνεται, δεν απασχολεί ιδιαίτερα την κυβέρνηση, αφού για τουλάχιστον έναν χρόνο μπορεί και να μη βγει στις αγορές, καθώς έχει ένα αποθεματικό μαξιλάρι ασφαλείας και επομένως μια ενδεχόμενη εκτόξευση των spreads δεν θα της δημιουργήσει άμεσο και απτό πρόβλημα μέχρι την ημερομηνία των εκλογών.
Οι δε γκρίνιες από τους Ευρωπαίους δανειστές και τον ESM ίσως να αποτελέσουν και προεκλογικό όπλο για να επαναφέρουν τη ρητορική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διστάζει να συγκρουστεί και να παλέψει για το καλό των φτωχών και καθημαγμένων Ελλήνων. Ολα αυτά ενδεχομένως είναι και η αφετηρία της παραχολογίας και των προσλήψεων στο Δημόσιο, που οι κυβερνητικοί επικοινωνούν με κάθε ευκαιρία.
Μα, θα πει κανείς, είναι κακό να μην κοπούν κι άλλο οι συντάξεις, είναι κακό να μοιραστεί μέρισμα στους πλέον αδύναμους συμπολίτες μας από το υπερπλεόνασμα, είναι κακό να πιάσουν δουλειά κάποιοι χρόνια άνεργοι συμπολίτες μας;
Κάθε άλλο. Ευχής έργο θα ήταν όχι μόνο να μην κοπούν έτι περαιτέρω οι συντάξεις, αλλά να δοθούν και αυξήσεις. Ευχής έργο θα ήταν να βρει δουλειά, και μάλιστα καλοπληρωμένη, και ο τελευταίος άνεργος. Ευχής έργο θα ήταν να εξαφανιστεί η μερική και αδήλωτη εργασία. Ευχής έργο θα ήταν να εξέλιπαν οι μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας χωρίς δικαιώματα και προστατευτικές μέριμνες για τους εργαζομένους.
Ωστόσο, όλα αυτά προϋποθέτουν μια οικονομία που αναπτύσσεται, που παράγει πλούτο, που είναι ανταγωνιστική. Ενα κράτος που έχει βιώσιμο χρέος, σταθερά έσοδα και πλεονάσματα χωρίς στύψιμο των φορολογουμένων, λελογισμένες δαπάνες, εκσυγχρονισμένες δομές και ανταποδοτικότητα προς τους πολίτες του με υπηρεσίες ευρωπαϊκού επιπέδου.
Ομως τι έχουμε αντ’ αυτού; Ενα χρεοκοπημένο κράτος με διαλυμένες υποδομές σε όλα τα επίπεδα, ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, υποθηκευμένη για 99 χρόνια κρατική περιουσία, ισχυρά συμβόλαια με τους δανειστές που τους εξασφαλίζουν από κάθε κίνδυνο για να πάρουν πίσω τα λεφτά τους, ισχυρότατες δεσμεύσεις για πολυετή πλεονάσματα που θεωρητικά δεν μπορούν να τα πετύχουν ούτε οι πλουσιότερες χώρες του πλανήτη.
Το να τάζεις επομένως ξανά μετά από όσα έχουμε υποστεί σημαίνει ότι δεν έχεις καταλάβει τίποτα ούτε από την κρίση ούτε από τα μνημόνια. Το χειρότερο, δε, είναι να έχεις καταλάβει, να μη διδάχθηκες και να κάνεις ό,τι κάνεις υπό το κράτος του λαϊκισμού και της ψηφοθηρίας. Και αυτά τα δύο τα έχει πληρώσει πολύ ακριβά ο ελληνικός λαός.