Με αφορμή τη συμπλήρωση 10 ετών από την κατάρρευση της Lehman Brothers και το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, που παρέσυρε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, το «The New Yorker» περιγράφει σε σχετικό δημοσίευμα «το πραγματικό κόστος της κρίσης».
Με αναφορές στην Ελλάδα και στα μνημόνια αλλά και στην άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο, ο αρθρογράφος αναλύει τις πραγματικές συνέπειες της κρίσης στον κόσμο, οι οποίες στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι ακόμα ορατές.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Μάλιστα, ο αρθρογράφος αναφέρεται και στην περίπτωση της Ελλάδας επισημαίνοντας και κάποια αποσπάσματα από το βιβλίου του οικονομικού ιστορικού του Columbia, Adam Tooze.
Όπως αναφέρει, η μετάβαση της ευρωζώνης από τη σταθεροποίηση στη λιτότητα συνέπεσε με την εμφάνιση της κρίσης χρέους σε τρεις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας: την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.
Η «κρίση του ευρώ» περιγράφεται τις περισσότερες φορές ως μια ιστορία σπάταλων κυβερνήσεων που βγήκαν εκτός ελέγχου, αλλά οι πραγματικές πηγές του προβλήματος ήταν οι ελλείψεις στο σύστημα του ευρώ και η δημιουργία υπερβολικών πιστώσεων από ιδιωτικές τράπεζες.
Κατά την υιοθέτηση του ευρώ, οι χώρες έχασαν την ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τα επιτόκια και τα εθνικά νομίσματα.
Αντιθέτως υπήρχε ένα ενιαίο επιτόκια, διαμορφούμενο από την ΕΚΤ και μία συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφούμενη από την αγορά.
Παράλληλα, οι χώρες-μέλη της ευρωζώνης πρέπει να τηρούν τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τα ελλείμματα.
«Με την πάροδο του χρόνου, οι πιο αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες κατέκριναν αυτούς τους περιορισμούς.
Αρχικά, όμως, το σύστημα φαινόταν να είναι ένα θαυματουργό φάρμακο.
Οι επενδυτές, παραδοσιακά, αντιμετώπιζαν χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία ως επικίνδυνες επενδύσεις και ζητούσες υψηλές αποδόσεις για τα ομόλογα αυτών των χωρών.
Αφού αυτές οι χώρες υιοθέτησαν το ευρώ, ωστόσο, οι διεθνείς επενδυτές “φόρτωσαν” αυτά τα ομόλογα σαν να ήταν ισάξια των γαλλικών και γερμανικών, ακόμα κι όταν οι αποδόσεις μειώθηκαν.
Ο Tooze επισημαίνει ότι, από τα ομόλογα ύψους σχεδόν 300 δισ. ευρώ που είχε εκδώσει το ελληνικό κράτος μέχρι το τέλος του 2009, περισσότερα από 200 δισ. ευρώ ήταν ξένα» επισημαίνεται στο δημοσίευμα του New Yorker.
Οι διαφορές ΕΚΤ-Fed
Αν και τα ελληνικά ομόλογα ήταν συνδεδεμένα με το ίδιο νόμισμα όπως και τα γερμανικά, στηρίζονταν από το ασταθές ελληνικό κράτος.
Αυτό όμως που έκανε την κατάσταση πιο επικίνδυνη ήταν ότι η Ευρώπη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν είχε τη Fed να λειτουργήσει ως σταθεροποιητική δύναμη σε ενδεχόμενη κρίση.
Κι αυτό γιατί η ΕΚΤ δεν μπορούσε να αγορά νέα ομόλογα που εκδίδονταν από τις χώρες μέλη και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν αγόραζε ούτε ομόλογα από τις δευτερογενείς αγορές.
Επιπλέον, η ευρωζώνη δεν είχε κεντρική δημοσιονομική πολιτική που θα μπορούσε να βοηθήσει τις χώρες μέλη που αντιμετώπιζαν προβλήματα.
«Όταν εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, καθώς και τις αγορές, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα παρέλυσε» σχολιάζει στο δημοσίευμα του New Yorker.
Η αντιμετώπιση της Ελλάδας
Το δίλημμα για τον τρόπο αντιμετώπισης της Ελλάδας ήταν ιδιαίτερα έντονα.
Μέχρι τα μέσα του 2009, έγινε φανερό ότι η μικρή μεσογειακή χώρα δεν υπέφερε μόνο από μια κρίση ρευστότητας, αλλά ήταν και αφερέγγυα.
Το ΑΕΠ ήταν πτωτικό, το έλλειμμα του προϋπολογισμού της είχε αυξηθεί σε περίπου 13% και οι αποδόσεις των ομολόγων της είχαν περάσει στα ύψη.
«Αυτό που έπρεπε να κάνει η Ελλάδα ήταν να αναδιαρθρωθεί, να συμφωνήσει με τους πιστωτές της να μειώσουν τις απαιτήσεις τους» γράφει ο Tooze.
Ωστόσο, πολλοί ψηφοφόροι της ευρωζώνης, ιδίως εκείνοι στη Γερμανία, δεν είχαν τη διάθεση να κάνουν χάρη στους Έλληνες – ή τους Ιρλανδούς και τους Πορτογάλους.
«Αυτή η απροθυμία συχνά αποδίδεται σε μια πεποίθηση ότι οι νότιοι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες ειδικότερα, είναι τεμπέληδες.
Ο Tooze δίνει έμφαση και σε ένα άλλο παράγοντα: μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, η κυβέρνηση στο Βερολίνο δαπάνησε πάνω από ένα 1 τρισ. δολ για την ανοικοδόμηση και την επιδότηση της Ανατολής.
Κι έτσι πολύ πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση, οι πιο ευημερούσες περιφέρειες της Δυτικής Γερμανίας είχαν καταστήσει σαφή την άρνησή τους να αναλάβουν την ευθύνη για τα χρέη άλλων ανθρώπων.
Τελικά, τον Μάιο του 2010, η ΕΕ σε συνδυασμό με το ΔΝΤ συμφώνησαν με την Ελλάδα για το πρώτο μνημόνιο με τους δανειστές να απαιτούν από την ελληνική κυβέρνηση μεγάλες περικοπές.
Τελικά, η ελληνική οικονομία βυθίστηκε σε βαθύτερη ύφεση ενώ ακόμα δεν μπορούσε να αποπληρώσει τα χρέη της.
«Ο σκληρός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η Ελλάδα αποτέλεσε πρότυπο για τα προγράμματα της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου, που είχαν έρθει αντιμέτωπες με τις δικές τους τραπεζικές κρίσεις.
«Σε συνδυασμό με την επιμονή της Γερμανίας στην τήρηση των δημοσιονομικών στόχων και την άρνησή της να υιοθετήσει μέτρα τόνωσης της οικονομίας, η πολιτική αυτή προκάλεσε μια χαμένη δεκαετία για την ευρωπαϊκή οικονομία και συνέβαλε στην άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, οι Podemos στην Ισπανία και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία» σχολιάζει ο αρθρογράφος.