Του Fernando Giugliano, BloombergView

Εάν νομίζατε ότι η δοκιμασία της Ελλάδας τελείωσε, ξανασκεφτείτε το.

Μήνες μετά από την έξοδο από το διεθνές πρόγραμμα διάσωσης, η χώρα αντιμετωπίζει νέα προβλήματα με το τραπεζικό της σύστημα. Δεν υπάρχει εύκολη λύση: τα λεφτά τελειώνουν και η εμπιστοσύνη των επενδυτών μειώνεται. Αλλά φαίνεται όλο και περισσότερο ότι η σταδιακή προσέγγιση που προωθείται από την Αθήνα και την ευρωζώνη, χάνει έδαφος.

Οι τράπεζες φέρουν ακόμη τα σημάδια της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Οι δανειολήπτες δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους σχεδόν στα μισά από το σύνολο των δανείων, στο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων των τραπεζών αποτελείται από τα αναβαλλόμενα φορολογικά assets –μελλοντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που προκύπτουν λόγω παρελθουσών ζημιών- για τις οποίες οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί.

Είναι αλήθεια πως υπάρχουν διαφορές στην υγεία των τεσσάρων μεγαλύτερων τραπεζών: η Τράπεζα Πειραιώς είναι σε χειρότερη κατάσταση, ενώ η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank Ergasias είναι πολύ καλύτερα. Οι επενδυτές όμως δεν έχουν χρόνο για τέτοιες λεπτές αποχρώσεις.: οι τραπεζικές μετοχές της χώρας υποαποδίδουν τις ευρωπαϊκές κατά 32% φέτος. Ακόμη και η Eueobank διαπραγματεύεται με ένα discount 77% του book value των assets της.

Οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να φέρουν μερίδιο της ευθύνης. Στις αρχές του 2018, ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ διεξήγε stress test ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες –και τις πέρασε όλες. Μόνο η Πειραιώς έπρεπε να λάβει μέτρα, αντλώντας 500 εκατ. ευρώ σε ομολόγα μειωμένης εξασφάλισης. Αλλά αφότου επιδεινώθηκαν οι συνθήκες της αγοράς, δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει αυτή την προσπάθεια.

Μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ έχει ακολουθήσει μια σταδιακή προσέγγιση, θεσπίζοντας για τις τράπεζες μια σειρά στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Οι επιχειρήσεις έχουν συμμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό –αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι δεν έχει έρθει ακόμη.

Η ΕΚΤ θέλει οι ελληνικές τράπεζες να μειώσουν το ακαθάριστο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε κάτω του 20% (κατά μέσο όρο) μέχρι το τέλος του 2021. ΟΙ αναλυτές αμφισβητούν ότι όλες οι τράπεζες θα πετύχουν τους στόχους, με τις Πειραιώς και Alpha Bank να θεωρούνται ως οι πιο πιθανές που θα υστερήσουν των στόχων. Ενδεχόμενη πρόσθετη πρόβλεψη, θα εξασθενήσει την αναιμική τους κερδοφορία.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειάζεται μια αλλαγή ταχύτητας ή κινδυνεύει να παραμείνει ευάλωτο σε οποιαδήποτε μελλοντική κρίση. Το πιο επείγον είναι να σταματήσει η αιμορραγία στην Πειραιώς, η οποία έχει χάσει περισσότερο από το 60% της αξίας της φέτος. Εάν η τράπεζα αποτύχει να εκδώσει νέο χρέος μειωμένης εξασφάλισης, μπορεί να παραβιάσει τους κανόνες κεφαλαιακών απαιτήσεων, τοποθετώντας την σε κίνδυνο.

Η κυβέρνηση χρειάζεται ως εκ τούτου να εξετάσει τη λήψη πιο δραστικών μέτρων με τη μορφή της αποκαλούμενης προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης. Αυτό θα υποχρέωνε σε ζημιές τους κατόχους ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης και θα κόστιζε λεφτά στην κυβέρνηση, αλλά τουλάχιστον θα “έφτιαχνε” τον πιο αδύναμο κρίκο στο σύστημα.

Η Αθήνα θα πρέπει επίσης να είναι ανοιχτή σε άλλες λύσεις. Μία από αυτές θα περιλάμβανε τη δημιουργία μιας bad bank στην οποία οι τράπεζες θα μπορούσαν να “ξεφορτώσουν” μέρος των επισφαλών δανείων τους. οι πωλήσεις θα πρέπει να πραγματοποιηθούν στις τιμές της αγοράς, κάτι που θα προκαλούσε ζημιές στις μεμονωμένες τράπεζες. Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε επομένως να δεσμεύσει σημαντικό χρηματικό ποσό και για το αρχικό κεφάλαιο της bad bank και για να ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες που δεν θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τα κεφάλαιά τους από τις αγορές.

Υπάρχουν μειονεκτήματα σε αυτές τις λύσεις: η κυβέρνηση έχει ένα προσωρινό ταμειακό διαθέσιμο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να χρηματοδοτήσει μια τραπεζική εκκαθάριση. Αλλά αυτά τα λεφτά εξοικονομήθηκαν για να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης στους επενδυτές ότι η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να ξεπεράσει ενδεχόμενη αναταραχή στις αγορές, που θα την εμπόδιζαν από το να αντλήσει κεφάλαια. Εάν χρησιμοποιούσε αυτό το κεφαλαιακό μαξιλάρι, θα αναζωπυρωνόταν οι ανησυχίες των επενδυτών.

Επιπλέον, κάθε είδους δημόσια παρέμβαση θα αύξανε την παρουσία του δημοσίου στο τραπεζικό σύστημα. Οι ιδιώτες επενδυτές θα υπέμεναν επίσης σημαντικές ζημιές. Καθώς αυτό δεν θα ήταν η πρώτη φορά, πολλοί από αυτούς θα επέλεγαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα για τα καλά.

Ακόμη και έτσι, η σταδιακή προσέγγιση φαίνεται ότι απλώς καθυστερεί το αναπόφευκτο. Σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου η τραπεζική κρίση σε μεγάλο βαθμό περιορίζεται σε κάποιες τράπεζες, όλες οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται από τις τεράστιες συνέπειες της ύφεσης. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να κοπούν οι δεσμοί με το παρελθόν –και εάν απαιτηθεί, μια “ένεση” δημοσίων κεφαλαίων και μια πιο ευέλικτη χρήση των κανόνων κρατικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μόνο τότε οι επενδυτές μπορεί να δελεαστούν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.

capital.gr