Γράφει ο Βλάσης Αγτζίδης

Την περίοδο 1894-1896 σημειώθηκε η κορύφωση μιας διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε από το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Για την εν λόγω χρονική περίοδο μάλιστα εκπόνησε εξαιρετική μελέτη ο Ιωάννης Γ. Ασπροποταμίτης, στην οποία πραγματεύεται το Αρμενικό Ζήτημα και τη γενοκτονία. Τότε λοιπόν, τη δεκαετία του 1890, εμφανίστηκε ουσιαστικά το Αρμενικό Ζήτημα ως διεθνές ζήτημα στο πλαίσιο του Ανατολικού. Η αρμενική αφύπνιση υπήρξε απόρροια του διαφωτισμού και των νέων ιδεών που ήρθαν από τη Δύση. Παράλληλα, επηρέασε τους Αρμένιους το γεγονός της απόκτησης της εθνικής ελευθερίας από τα χριστιανικά έθνη της Βαλκανικής.

Καθώς και η εντεινόμενη ρωσο-οθωμανική σύγκρουση η οποία έφερε τα ρωσικά στρατεύματα στην περιοχή του Καυκάσου, καλλιεργώντας αισθήματα προσμονής για απελευθέρωση από το «ξανθό γένος». Στο τέλος του 19ου αιώνα οι Αρμένιοι διεκδίκησαν την εθνική τους απελευθέρωση με μια σειρά δυναμικών κινητοποιήσεων που έφταναν έως και την εξέγερση.

Η εξέλιξη του Αρμενικού Ζητήματος υπήρξε σε μεγάλο βαθμό απόρροια των πράξεων των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες διαγκωνίζονταν για την απόκτηση καλύτερης θέσης για την μεταοθωμανική εποχή. Ήδη οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ είχαν αλλάξει το κλίμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα του 1876 κωδικοποίησε όλες αυτές τις αλλαγές. Όμως η αλλαγή που έγινε αντιληπτή στα μεγάλα αστικά κέντρα, δεν άγγιξε την περιφέρεια.

Από την Κρήτη έως και την Αρμενία συνεχίστηκε η ίδια αυταρχική συμπεριφορά των τοπικών αρχών που αρνούνταν να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις. Αφενός τα ιδιοτελή συμφέροντα των κατά περιοχές μουσουλμανικών ελίτ και αφετέρου η ισλαμική υπεροψία προς τους «άπιστους» είχαν οδηγήσει στη διατήρηση του απαρχαιωμένου καθεστώτος των διακρίσεων. Το καθεστώς τρόμου, συλλήψεων, άδικης φορολογίας που διατηρήθηκε στην οθωμανική περιφέρεια, οδήγησε σε αντίδραση τους πληθυσμούς που υπόκειντο στην κακομεταχείριση.

Αυτή η κατάσταση είχε οδηγήσει στη συμπερίληψη του Αρμενικού Ζητήματος στην αντίληψη των μεγάλων δυνάμεων. Έτσι πρώτα, εισήχθη πρόνοια υπέρ των Αρμενίων με το άρθρο 16 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και στη συνέχεια με το άρθρο 61 της Συνθήκης του Βερολίνου, η οποία αντικατάστησε αυτή του Αγ. Στεφάνου. Έτσι, οι μεγάλες δυνάμεις επιχείρησαν να εξασφαλίσουν την ισονομία και την υλοποίηση των ήδη ψηφισμένων μεταρρυθμίσεων. Μόνο που η πρόθεση των μεγάλων δυνάμεων παρέμεινε μόνο στα λόγια.

Μια δεύτερη Βουλγαρία

Οι Αρμένιοι επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχία του βουλγαρικού κινήματος και επιχείρησαν να το επαναλάβουν στις ανατολικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. ‘Όμως οι περιοχές αυτές βρίσκονταν στις εσχατιές της Ανατολίας, περιτριγυρισμένες από μουσουλμανικούς λαούς που τους ένωσε ο θρησκευτικός φανατισμός και η τάση για λεηλασία.

Η φοβική αντιμετώπιση της Αρμενίας ως δεύτερης Βουλγαρίας από τον σουλτάνο οδήγησε στη σκλήρυνση της κατασταλτικής πολιτικής, με τη χρήση εξοπλισμένων κουρδικών ομάδων. Η μεγάλη καταπίεση οδήγησε στη δημιουργία ενός αρμενικού επαναστατικού κινήματος, με δύο σοσιαλιστικές οργανώσεις, την υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας Χιντσακιάν και την υπέρ της αυτονομίας εντός των ορίων Ντασνακτσουτιούν.

Οι προοδευτικές αρμενικές οργανώσεις υπσοτήριξαν μια πρώτη εξέγερση που έλαβε χώρα το 1887 στην περιοχή Ζεϊτούν. Τον Ιούλιο του 1890 έγινε η διαδήλωση των Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατάληξε σε βίαιη καταστολή με πολλά θύματα. Τον επόμενο χρόνο σημειώθηκαν αντιστασιακές δράσεις στην περιοχή Σασούν, νότια της λίμνης Βαν. Τον Ιανουάριο και τον Δεκέμβριο του 1893 σημειώθηκαν δύο επεισόδια εξέγερσης των Αρμενίων στην Γιοσκάτη και στην Κεντρική Ανατολία.

Η πρώτη ένδειξη ότι οι Οθωμανοί προσανατολίζονταν στην επίλυση του Αρμενικού Ζητήματος με τη βία υπήρξε η αιματηρή καταστολή στην περιοχή του Σασούν το 1894. Στην περιοχή αυτή εξεγέρθηκαν οι ορεινοί αρμενικοί πληθυσμοί, οι οποίοι υφίσταντο έως τότε κάθε είδους βιαιοπραγία, υπερβολική φορολόγηση και καταπίεση. Ουσιαστικά οι χωρικοί πήραν τα όπλα για να αμυνθούν εναντίον των Κούρδων που ήταν ασύδοτοι.

Η εξέγερσή τους θύμιζε πολύ τις αντίστοιχες χριστιανικές της Βαλκανικής. Η τουρκική αντίδραση κατά των Αρμενίων ήταν υπερβολικά σκληρή και σφραγίστηκε με τη σφαγή του τοπικού αρμενικού πληθυσμού. Στον ελληνικό Τύπο υπάρχουν κείμενα όπου εκφράζεται ο φόβος για επέκταση των διώξεων και κατά του ελληνικού πληθυσμού της Αυτοκρατορίας.

Αμέτοχοι οι Έλληνες της Πόλης

Η συνέχεια δόθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου οι αρμενικές διαδηλώσεις του 1895 –ως διαμαρτυρία για τα γεγονότα του Σασούν- εξελίχθηκαν σε αληθινή σφαγή με πενήντα νεκρούς και δεκάδες τραυματίες. Φαίνεται από τα δημοσιεύματα του ελληνικού Τύπου ότι το αρμενικό κίνημα, που κατεστάλη αιματηρά, ήταν από καιρό προμελετημένο και είχε υποκινηθεί από το Αρμενικό Κομιτάτο του Λονδίνου.

Και ότι υπήρξε αμοιβαία συνεννόηση με το βουλγαρικό Μακεδονικό Κομιτάτο (ΕΜΕΟ-VМRО), που προωθούσε την αυτονόμηση της οθωμανικής Μακεδονίας, προσδοκώντας να επαναλάβει το παράδειγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας. Δηλαδή της παράνομης ενσωμάτωσης (1885) στο βουλγαρικό κράτος.

Ο ελληνικός Τύπος τονίζει το γεγονός ότι η ελληνική πλειονότητα της Κωνσταντινούπολης έμεινε αμέτοχη στα γεγονότα. Ως συνέχεια της αιματηρής καταστολής που έγινε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1895, έγιναν μαζικές και αδιάκριτες σφαγές κατά του αρμενικού πληθυσμού σε όλα τα μέρη όπου κατοικούσαν, από την Τραπεζούντα έως την Κιλικία. Τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης διεθνοποίησαν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση το Αρμενικό Ζήτημα.

Το θέμα αυτό παρουσιάζεται αναλυτικά στη μελέτη του Ασπροποταμίτη στο κεφάλαιο «Η αρμενική διαδήλωση του Σεπτεμβρίου στην Κωνσταντινούπολη και οι πιέσεις των Δυνάμεων για την αποκατάσταση της τάξης». Η απάντηση του επαναστατικού κινήματος των Αρμενίων εκφράστηκε τον Αύγουστο του 1896 με την επίθεση κατά της Οθωμανικής Τράπεζας (Osmanli Bankasi) στην Κωνσταντινούπολη. Ουσιαστικά οι πράξεις των Αρμένιων επαναστατών υπήρξαν απόρροια της μεγάλης απελπισίας που δημιουργήθηκε λόγω της ανελαστικής πολιτικής της Υψηλής Πύλης. Το αποτέλεσμα ήταν πογκρόμ κατά του αρμενικού πληθυσμού στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας με 6.000 θύματα.

Αντίστοιχες με του 1821

Ο ελληνικός Τύπος παρουσίαζε τις αρμενικές εξεγέρσεις ως αντίστοιχες με αυτές του 1821, ενώ το Αρμενικό Ζήτημα παρουσιαζόταν καθημερινά από τον ημερήσιο Τύπο. Ο συγγραφέας αναφέρει: «Το Αρμενικό Ζήτημα επηρέασε με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, καταλυτικά τις πολιτικές ελληνικές θέσεις για τα γεγονότα της εποχής προκαλώντας την εγρήγορση της ελληνικής κοινωνικής συνείδησης και υποδαυλίζοντας θέματα, που σχετίζονταν σε υψηλό βαθμό με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα».

Εκείνη την εποχή η ελληνική διπλωματία είχε προσανατολιστεί σε μια ήπια προσέγγιση των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων αρνούμενη να αναμειχθεί στις κρίσεις που προέκυπταν, παρότι ήταν μια εποχή όπου και οι ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας επαναστατούσαν (επανάσταση Ολύμπου-1878, Κρητική Επανάσταση 1866 και 1897).

Η επιλογή της ειρηνικής συνύπαρξης αποσκοπούσε στην προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας και απηχούσε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα του ελληνο-οθωμανισμού που κυριαρχούσε τότε στις οθωμανικές ελληνικές ελίτ, αλλά και σε σημαντικούς κύκλους του ελληνικού Βασιλείου που ήδη είχαν προκρίνει τον βουλγαρικό κίνδυνο ως σημαντικότερο. Bέβαια, τo 1897 προέκυψε ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος ως απόρροια της Κρητικής Επαναστασης. Όμως αυτή η πολεμική σελίδα μπορεί να θεωρηθεί ως παρέκβαση της πολιτικής καλής γειτονίας που είχαν υιοθετήσει οι ελληνικές ελίτ.