Η μήνυση του τέως υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά σχετικά με όσα γράφτηκαν εναντίον του, μαζί με την παράλληλη έρευνα της Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, έρχεται να ανοίξει σοβαρά ερωτήματα για τα τι και τα πώς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

Κανονικά η εξωτερική πολιτική δεν είναι υπόθεση δικαστηρίων. Ή τουλάχιστον δεν ήταν μέχρι τώρα. Η απόφαση του τέως υπουργού Εξωτερικών να καταθέσει μήνυση για τα όσα συκοφαντικά κατά τη γνώμη του έχουν γραφτεί για αυτόν, με ένα κείμενο μήνυσης που όχι μόνο υπερασπίζεται τα πεπραγμένα του στο κτίριο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας αλλά και αποκαλύπτει συγκρούσεις που μέχρι τώρα δεν ήταν γνωστές, έρχεται να δείξει ότι ενίοτε και η εξωτερική πολιτική συζητιέται στα δικαστήρια. Τουλάχιστον στην Ελλάδα…

Με αυτό δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε ούτε το δικαίωμα ενός τέως υπουργού να υπερασπιστεί την τιμή και την υπόληψή του, ούτε και να υποβαθμίσουμε την έρευνα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου εάν μέσα στην όλη διαδικασία υπάρχουν «διαρροές» που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του νόμου. Ούτε βεβαίως πρέπει να υπάρξει συγκάλυψη μιας υπόθεσης όπου υπάρχουν καταγγελίες για χρηματισμό κυβέρνησης από τον μεγαλοεπενδυτή Τζ. Σόρος ή για τον τρόπο που γίνεται η διαχείριση των μυστικών κονδυλίων.

Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε είναι ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο συζητάμε τελικά τα ζητήματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική της χώρας.

Ο Νίκος Κοτζιάς διαχειρίστηκε την εξωτερική πολιτική της χώρας για σημαντικό διάστημα και έχοντας μεγάλα περιθώρια, αφού έχαιρε της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Χειρίστηκε τη στροφή της εξωτερικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή σε φιλοαμερικανική κατεύθυνση. Επέλεξε μια μερική ρήξη με τη Ρωσία με τις απελάσει των Ρώσων διπλωματών και τον τρόπο που τις δημοσιοποίησε. Υλοποίησε τη νέα γραμμή των «αξόνων» με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Χειρίστηκε από ελληνική πλευρά τον τελευταίο γύρο διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό που στέφθηκε με αποτυχία. Χειρίστηκε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε μια κρίσιμη περίοδο. Έκανε το σχεδιασμό για την επέκταση των χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 νμ. Και βέβαια, ήταν αυτός που διαπραγματεύτηκε τη Συμφωνία των Πρεσπών, τόσο στην αρχική, μη δημοσιοποιημένη φάση της, όσο και στην τελική «επίσημη» διαπραγμάτευση.

Ο Νίκος Κοτζιάς, άνθρωπος μεγάλης παιδείας, πολιτικής εμπειρίας και ρητορικής ικανότητας, έχει υπερασπιστεί κατ’ επανάληψη αυτές τις επιλογές, ενώ για τις περισσότερες έχει επεξεργαστεί και την ελληνική επιχειρηματολογία.

Το ζήτημα, όμως, που προκύπτει –και στην πραγματικότητα αναδείχτηκε ήδη από τη στιγμή της παραίτησής του– είναι σε ποιο βαθμό εξέφρασε όντως την κυβερνητική εξωτερική πολιτική.

Γιατί παραιτήθηκε;

Με βάση το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα, όπως λίγο πολύ αναπτύχθηκε και δημόσια από τον πρωθυπουργό και κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής, ο Νίκος Κοτζιάς εξέφρασε την ελληνική εξωτερική πολιτική και έχαιρε της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Δεν απομακρύνθηκε από τη θέση του και εάν δεν είχε επιλέξει να παραιτηθεί, τυπικά θα είχε παραμείνει στη θέση του.

Ωστόσο, η πραγματικότητα δείχνει να είναι κάπως πιο περίπλοκη. Ο Νίκος Κοτζιάς παραιτήθηκε γιατί δέχτηκε μέσα στο υπουργικό συμβούλιο επίθεση από τον Πάνο Καμμένο και δεν είχε κάλυψη από τη μεριά του πρωθυπουργού και υπουργών που θεωρούνται ότι εκπροσωπούν το Μαξίμου. Παραιτήθηκε αυτός και έμεινε στην κυβέρνηση εκείνος που αμφισβητεί την εξωτερική πολιτική που υποτίθεται ότι σχεδίασε ο Κοτζιάς. Ο πρωθυπουργός επέμεινε μετά να μην δίνει στη δημοσιότητα την επιστολή του, παρότι του το ζήτησε ο ίδιος ο παραιτηθείς υπουργός Εξωτερικών.

Τώρα έρχεται ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς με τα όσα αναφέρει στο κείμενο της μήνυσής του και ουσιαστικά παρουσιάζει μια πολύ λιγότερο «ρόδινη» εικόνα της πολιτείας του στο υπουργείο Εξωτερικών. Αποκαλύπτει ότι έδωσε ο ίδιος μάχη με το «σύστημα Σόρος» μέσα στο υπουργείο, χωρίς να κάνει σαφές τι εννοεί, μιλάει για προβληματικό καθεστώς που επικρατούσε σε σχέση με τις ΜΚΟ και φυσικά μιλάει για εκβιαστές σε σχέση με τα όσα γράφτηκαν για αυτόν. Εάν σε αυτό προσθέσουμε και διάφορες δηλώσεις του είναι σαφές ότι εν μέρει στο στόχαστρό του βάζει και το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου.

Ερχεται σύγκρουση;

Επισήμως, ο Νίκος Κοτζιάς έχει δηλώσει ότι παραμένει στρατευμένος στη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην κοινοβουλευτική ομάδα του οποίου άλλωστε ανήκει. Μόνο που ταυτόχρονα, η πολιτική κίνηση της οποία ηγείται (ΠΡΑΤΤΩ) μόλις ανακοίνωσε ότι στηρίζει την υποψηφιότητα Γερουλάνου στο Δήμο της Αθήνας, πριν καλά καλά τα αρμόδια όργανα του ΣΥΡΙΖΑ συζητήσουν για το πώς θα κινηθούν στις εκλογές για τον μεγαλύτερο δήμο της Αθήνας.

Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια πολύ πιο αντιφατική και «συγκρουσιακή» σχέση.

Την ίδια στιγμή η έρευνα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με αφορμή τα στοιχεία που προσκομίστηκαν με βάση τα όσα καταγράφηκαν σε συνεντεύξεις για τις καταγγελίες που έγιναν μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, σε συνδυασμό με τη μήνυση Κοτζιά, σημαίνει ότι πέραν του εάν υπήρξαν ή όχι διαρροές υπάρχει ζήτημα σε σχέση με το πώς λειτουργούσε το ΥΠΕΞ και πώς δοκίμαζαν διάφοροι να ασκήσουν επιρροή, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Όλα αυτά, όμως, γεννούν και ένα ερώτημα. Ποια είναι σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική και ποιος την αποφασίζει; Την αποφασίζει το υπό τον Αλέξη Τσίπρα ΥΠΕΞ, που πρόσφατα συνέστησε ψυχραιμία απέναντι στις ρητορικές οξύνσεις της τουρκική πλευράς, ή ο υπουργός Εθνικής Άμυνας που περίπου χαρακτήρισε τους Τούρκους «πειρατές του Αιγαίου»; Και για ποια εξωτερική πολιτική μπορούμε να μιλάμε όταν επί 10 ημέρες ένας νεκρός ελληνικής υπηκοότητας παραμένει άταφος επειδή οι αλβανικές αρχές δεν δίνουν τη σορό του;

Είναι σαφές ότι σε όλη αυτή την αντιπαράθεση, πέραν ζητημάτων που μπορεί να αφορούν τον εκρηκτικό χαρακτήρα των εμπλεκομένων, γεννιούνται σοβαρά ζητήματα για το εάν σε μια κρίσιμη συγκυρία, σε ένα τοπίο διεθνές σε κρίσιμες πλευρές του αχαρτογράφητο, υπάρχει πραγματικά πυξίδα στην ελληνική εξωτερική πολιτική ή απλώς διαχείριση της επικαιρότητας και της «εικόνας». Και όσο σημαντική και εάν είναι η δικαστική διερεύνηση καταγγελιών, σίγουρα οι δικαστικές αίθουσες δεν είναι ο κατάλληλος τόπος για τη χάραξη πορείας μιας χώρας στο διεθνές της περιβάλλον.

in.gr