Ο Αρχιεπίσκοπος που θέλει να αλλάξει την Εκκλησία

Από το Reader.gr

Αν δεν ήταν ιερωμένος, θα ήταν καθηγητής. Ίσως να είχε κάνει και ακαδημαϊκή καριέρα.

Ο κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β΄ είναι ένα «κράμα» αντιθέσεων.

Ένας γήινος και συνάμα πνευματικός άνθρωπος.

Από την ανάρρησή του στο αρχιεπισκοπικό θρόνο, πέρασαν ήδη δέκα χρόνια.

Ίσως η μεγάλη «πρόκληση» που έτυχε στη θητεία του είναι το να ανοίξει μια νέα σελίδα στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας.

Οι δυο πλευρές έχουν περάσει από «τρικυμιώδεις» καταστάσεις: Ο νόμος Τρίτση για την εκκλησιαστική περιουσία το 1987 έγινε casus belli για την Εκκλησία και κατέπεσε στα δικαστήρια, ενώ η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες προκάλεσε βαθύ ρήγμα μεταξύ των κυβερνήσεων Σημίτη και του μακαριστού Χριστόδουλου.

Θέματα χρονίζοντα όπως η εκκλησιαστική περιουσία και η ρύθμιση των σχέσεων με την Πολιτεία, ήρθαν και πάλι στο τραπέζι μετά τη συμφωνία δεκαπέντε σημείων  με την κυβέρνηση, που ανακοινώθηκε την Τρίτη από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον ίδιο.

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος δείχνει έτοιμος να κάνει ένα βήμα πιο πέρα, φαίνεται όμως ότι ίσως να βρει μπροστά του βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις στην κοινωνία αλλά και τους «σκληρούς» της ιεραρχίας

Ο Ιωάννης Λιάπης από τα Οινόφυτα Βοιωτίας

Ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου του 1938.

Ως παιδί «ζυμώθηκε» με τις σκληρές εικόνες της Κατοχής και της εμφυλιακής Ελλάδας .

Η πορεία του έδειχνε ότι θα κατευθυνθεί προς τα έδρανα, όμως η ζωή είχε το δικό της σχέδιο για το πρωτότοκο παιδί της οικογένειας με τις αρβανίτικες ρίζες από τα Οινόφυτα Βοιωτίας.

Η μοίρα του έφερε πολλές ανατροπές. Όταν σπούδαζε στη Θεολογική Σχολή γνώρισε τον τότε φοιτητή της Νομικής Χρήστο Παρασκευαϊδη, τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, αυτόν με τον οποίο θα διασταυρώσουν» ουκ ολίγες φορές τα ξίφη τους τα επόμενα χρόνια.

Οι πρώτες εικόνες που θυμάται ο Γιάννης Λιάπης, το πρωτότοκο παιδί του Τάσου και της Δήμητρας ήταν αυτές μια χώρας καθημαγμένης από τη γερμανική κατοχή.

Η οικογένειά του όμως ήταν ευκατάστατη. Ο πατέρας του ήταν κτηνοτρόφος. Από αυτόν θα πάρει το δίδαγμα να είναι πάντα ανεξάρτητος και μαχητικός και από τη μητέρα του την αγάπη για την Εκκλησία. Είναι μάλλον ζωηρό παιδί, όπως άλλωστε τα περισσότερα παιδιά της επαρχίας τότε, παίζει, τρέχει, τσακώνεται στις αλάνες του χωριού. Είναι πάντως άριστος μαθητής και πηγαίνει ανελλιπώς στο Κατηχητικό.

Εγκολπώνεται τα θρησκευτικά διδάγματα και τα ζυμώνει βαθιά μέσα του. Το ράσο ωστόσο θα αργήσει να το ενδυθεί. Ο σοβαρός και μετρημένος Γιάννης σπουδάζει αρχικά αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.

Η επιστήμη αυτή φαίνεται να είναι η κλίση του.  Μια μελέτη με τίτλο  «Μεσαιωνικά Μνημεία τής Βοιωτίας» θα του χαρίσει  το 1970 το πρώτο βραβείο τής Ακαδημίας Αθηνών.  Μετά το πρώτο του πτυχίο, θα πάρει και δεύτερο από τη Θεολογική Σχολή της Αθήνας.

Με υποτροφία από το ΙΚΥ, θα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αυστρία και τη Γερμανία. Ειδικά τη Γερμανία, όσοι τον γνωρίζουν καλά, λένε ότι τηναγάπησε πολύ ως τόπο. Ίσως και να είχε ζήσει εκεί, στο Μόναχο και να είχε κάνει μια σπουδαία πανεπιστημιακή καριέρα.

Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Δίδαξε στο 9ο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αθηνών, στο Γυμνάσιο του Αυλώνα, εκεί όμως που δημιούργησε τους πιο ισχυρούς δεσμούς ήταν στη Λεόντειο Σχολή της Νέας Σμύρνης.

Οι μαθητές του δεν θυμούνται έναν συντηρητικό και «γκρίζο» δάσκαλο. Το αντίθετο. Ήταν γι αυτούς ο αγαπημένος τους φιλόλογος, με ζωντανό και εναργή λόγο και με μια διδασκαλία που ενέπνεε. Γι αυτό άλλωστε οι περισσότεροι… έπεσαν από τα σύννεφα όταν τους ανακοίνωσε ότι ο κοσμικός του βίος έληξε και θα γίνει ιερωμένος.

Τα «πέτρινα» χρόνια της απομόνωσης

Χειροτονήθηκε διάκονος το Δεκέμβριο του 1967 από τον τότε μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημο. Θα πάρει το όνομα Ιερώνυμος, προς τιμή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου Α΄.

Αν και δέχτηκε να πάει στη Λιβαδειά με την υπόσχεση να διαβάσει και να ασχοληθεί με την έρευνα, ο Ιερώνυμος θα κάνει καριέρα στην Εκκλησία. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, θα διαδεχθεί τον πνευματικό του πατέρα στη μητρόπολη και θα εκλεγεί δεσπότης.

Το 2008, τη μέρα που ο Ιερώνυμος θα γίνει Αρχιεπίσκοπος, πολλοί θα μιλήσουν για μια από δεκαετίας ηθική εκκρεμότητα, η οποία αποκαταστάθηκε. Οι βαριές σκιές που σκέπασαν την κούρσα της διαδοχής του 1998, άργησαν να φωτιστούν.

Χριστόδουλος και Ιερώνυμος, υπήρξαν οι βασικοί διεκδικητές για τη διαδοχή του μακαριστού Σεραφείμ.

Όμως, πάνω στον τότε μητροπολίτη Θηβών θα πέσουν κατηγορίες για κακοδιαχείριση των οικονομικών της Εκκλησίας.

Ο Ιερώνυμος θα χάσει την εκλογική μάχη, ο Χριστόδουλος θα γίνει Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, η μάχη θα συνεχιστεί σε εκκλησιαστικές επιτροπές και κοσμικά δικαστήρια και ο ιεράρχης θα αθωωθεί.

Εκείνα όμως τα «πέτρινα χρόνια» ο Ιερώνυμος δοκιμάστηκε. «Αποσύρθηκε» σε ένα κελί στη μονή του Οσίου Λουκά στη Θήβα και υπέμεινε με ταπεινότητα τις δύσκολες στιγμές.

Απείχε από εκκλησιαστικές υποχρεώσεις και δημόσιες εμφανίσεις. Έδωσε έμφαση στο φιλανθρωπικό έργο και άφησε μεγάλη παρακαταθήκη.

«Όταν διαβάζεις σε όλες τις εφημερίδες, όταν βλέπεις σε όλες τις τηλεοράσεις ότι έκανες κατάχρηση 4 δισεκατομμυρίων δραχμών χωρίς να είσαι καν μέλος της επιτροπής που διαχειρίστηκε τα κονδύλια, όταν εσύ στέλνεις τις απαντήσεις σου και δεν ανταποκρίνονται, αισθάνεσαι να ασφυκτιάς, να πνίγεσαι» είπε χρόνια μετά για την περιπέτειά του.

Ίσως, αυτό που τον πίκρανε πιο πολύ, λένε όσοι τον έζησαν, είναι ότι κάποιοι μητροπολίτες του γύρισαν την πλάτη, αν και κατά βάθος αναγνώριζαν ότι δεν υπήρχε θέμα κακοδιαχείρισης…

«Εκκλησία και Πολιτεία δεν είναι αντίπαλοι. Όταν ο λαός υποφέρει, πρέπει να είμαστε κοντά»

Από την αρχή της θητείας του ο Ιερώνυμος, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι η πολιτική της «εθναρχούσης εκκλησίας», την οποία ακολουθούσε ο μακαριστός Χριστόδουλος, δεν θα συνεχιστεί.

Από το 2015 και μετά, ήρθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη πρόκληση:  Να «συμβαδίσει» με την πρώτη αριστερή κυβέρνηση και με τον πρωθυπουργό που ορκίστηκε με πολιτικό όρκο.

Θέματα όπως η εκκλησιαστική περιουσία, η ρύθμιση των Σχέσεων με την πολιτεία,  η διδασκαλία των θρησκευτικών, τέθηκαν σε νέα βάση.

Τα ζητήματα αυτά ωστόσο, δεν ήταν άγνωστα στον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος ως μητροπολίτης Θηβών, συμμετείχε στις Συνοδικές Επιτροπές Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικής Περιουσίας, Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, Υποτροφιών και ήταν μέλος μεικτών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας για τη μελέτη θεμάτων για τη μοναστηριακή περιουσία (1986-1998) και την εκκλησιαστική εκπαίδευση (1986-1998) και Πρόεδρος της επιτροπής Διαλόγου Κοινωνίας-Εκκλησίας (2005-2007).

Το θέμα του πολιτικού όρκου, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, το είχε ξαναβρεί μπροστά του, αρκετά χρόνια πριν.

Τον Οκτώβριο του 2009, στην ορκωμοσία των βουλευτών, με πρωθυπουργό τότε το Γιώργο Παπανδρέου, πέραν των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είχαν ορκιστεί στο Ευαγγέλιο ούτε ο Νίκος Σηφουνάκης, ούτε ο Φώτης Κουβέλης.

Τότε μάλιστα ο νεαρός πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, έλεγε ότι θεωρεί πως πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός των λειτουργιών του πολιτεύματος και των θρησκευτικών λειτουργιών και δήλωνε ότι «είναι ώριμο να βρούμε και χωρίς συνταγματική αναθεώρηση έναν βηματισμό προς κατάργηση του θρησκευτικού όρκου»

Η «τρικυμία» με τον Νίκο Φίλη για τα θρησκευτικά

«Πιστεύω ότι θα τα πάμε καλά» είχε πει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, στις 29 Σεπτεμβρίου του 2015, κατά τη συνάντησή του με τον τότε υπουργό Υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη.

Η πρόβλεψη δεν επαληθεύτηκε.

Συγκρούστηκαν σκληρά για τα θρησκευτικά και στον ανασχηματισμό που έγινε το Νοέμβριο του 2016, ο Νίκος Φίλης απομακρύνθηκε από το κυβερνητικό σχήμα.

Η πρώτη κόντρα μεταξύ  των δύο πλευρών ξέσπασε για τη δήλωση του θρησκεύματος των μαθητών που επιθυμούν να πάρουν απαλλαγή από τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Στη συνέχεια, κορυφώθηκε για τα νέα προγράμματα σπουδών για τα θρησκευτικά. Μάλιστα, η ρήξη μεταξύ τους ήταν τόσο μεγάλη, που ο χαμηλών τόνων Ιερώνυμος είπε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι ο Νίκος Φίλης είναι ένας προβληματικός άνθρωπος.

«Άλλα λέει το βράδυ, άλλα λέει το πρωί. Είναι ασυνεπής. Και το λέω αυτό ως Αρχιεπίσκοπος. Είναι ασυνεπής στις σχέσεις του και στα λόγια του. Επομένως από μία τέτοια σχέση δεν περιμένει κανείς καλούς καρπούς» είπε σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ.

Η κόντρα με τον Νίκο Φίλη ερμηνεύθηκε πολλαπλώς: Ως συντηρητική διολίσθηση από ορισμένους ή, από άλλους, ως χάραξη κόκκινων γραμμών για το τι συζητά και τι όχι η ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Εάν μας δώσει το κράτος όλη την περιουσία που μας έχει πάρει, ιδιαίτερα τις καταχρηστικές απαλλοτριώσεις, τότε μπορούμε να κάνουμε ό,τι έκαναν και οι Γερμανοί

«Είναι λανθασμένη φράση ο χωρισμός»

Από τη φράση που είχε πει το 2005 ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ότι Εκκλησία και Πολιτεία «μοιάζουν με σιαμαία, που δεν είναι εύκολο να τα ξεχωρίσει κανείς, γιατί, άμα τα ξεχωρίσεις, συνήθως ένα από τα δύο πεθαίνει. Θα πρέπει και τα δύο να μείνουν», κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.

Το «μομέντουμ» μάλλον είναι διαφορετικό.  «Το ιδανικό για μας είναι ο καθένας να είναι στο σπίτι του αλλά να δουλεύουμε μαζί για να περνάμε καλά, Εκκλησία και Πολιτεία δεν είναι αντίπαλα πράγματα. Όταν ο λαός μας υποφέρει πρέπει να είμαστε κοντά και να δουλεύουμε», είπε ο Αρχιεπίσκοπος δύο ημέρες πριν ανακοινωθεί η συμφωνία ή για την ακρίβεια η «πρόθεση συμφωνίας».

Ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας εμφανίστηκε μάλιστα ακόμα πιο «τολμηρός» από παλαιότερη παρέμβασή του όπου είχε πει ότι στην Εκκλησία δεν υπάρχει «χωρισμός».

«Δεν υπάρχει στην Αποστολή την ποιμαντική της Εκκλησίας, η λέξη χωρισμός. Χωρίζω ποιον; Το παιδί μου; Στην Ελλάδα οι πολίτες δημιουργούν το Κράτος. Υπάρχει μία σχέση. Η Εκκλησία γεννάει τους πολίτες». Συνέχισε λέγοντας ότι «για εμάς, δεν υπάρχει η λέξη χωρισμός. Όποιος όμως θέλει από το Κράτος, από τους πολίτες, να πάει στο καλό. Δεν μας πειράζει. Τον περιμένουμε να ξαναγυρίσει», είχε πει το 2016.

Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι τα θέματα είναι «ζέοντα» και μόλις τώρα άνοιξαν.

Και το μεγάλο στοίχημα του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας είναι αν θα οδηγηθεί σε μια win – win κατάσταση με την Πολιτεία ή θα ξεσπάσει νέος «ιερός πόλεμος» όπως αυτός του Κώστα Σημίτη με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες.