Αυτό και αν ήταν αναπάντεχο! Εκεί που η απομείωση των “κόκκινων δανείων” καρκινοβατούσε με τις συστημικές τράπεζες να προσπαθούν να πετύχουν ένα επίπεδο ισορροπίας στις ασφυκτικές πιέσεις του SSM και τις δυνατότητες εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων, βρέθηκαν ξαφνικά δύο “μαγικές” φιλόδοξες λύσεις, ανάμεσα στις οποίες πρέπει να… διαλέξουν.
Με έμμεσο τρόπο ΤτΕ και ΥΠΟΙΚ/ΤΧΣ διασταυρώνουν τα… ξίφη τους –για άλλη μία φορά– βάζοντας στο τραπέζι δύο σχέδια για τη δραστική μείωση των NPLs – NPEs.
Διαφορετικές τεχνικές βρίσκονται πίσω από τις δύο προτάσεις. Αλλά η κοινή συνισταμένη τους είναι ότι για πρώτη φορά προσφέρεται στις τράπεζες χείρα βοηθείας για την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους κατά περίπου 55 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2021.
Και αναρωτιέται κανείς γιατί το ΥΠΟΙΚ και μέσω αυτού το ΤΧΣ από τη μία μεριά και από την άλλη η ΤτΕ έπρεπε να περιμένουν να μεσολαβήσει η αιμορραγία διαρκείας των τραπεζών στις αγορές, πριν εμφανισθούν τα συγκεκριμένα σχέδια προτάσεων. Τα όποια σχέδια, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν παράλληλα, για να υλοποιηθούν, αφού βέβαια λάβουν την έγκριση της DGComp και της ΕΚΤ και συζητηθούν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στο πλαίσιο της “αυξημένης εποπτείας”.
Τα συν – πλην και οι “γκρίζες ζώνες”
Η μία εκ των δύο προτάσεων, αυτή που παρουσίασε σε ειδική συνάντηση στους τραπεζίτες την Πέμπτη η ΤτΕ, προβλέπει στην ουσία μεταφορά “κόκκινων” δανείων σε “bad bank” και διαχείρισή τους από εκκαθαριστή (servicer), με την ενδιάμεση χρήση του αναβαλλόμενου φόρου.
– Στα συν της πρότασης αυτής καταγράφεται το γεγονός ότι αποφεύγει την άμεση χρήση κρατικών κεφαλαίων ή εγγυήσεων χρησιμοποιώντας μόνο τις αποτιμήσεις των “κόκκινων δανείων” και τα δικαιώματα αναβαλλόμενου φόρου, ενώ στα αρνητικά της λογίζεται αφενός η πολυπλοκότητα του μηχανισμού που είναι αμφίβολο αν θα εμπιστευθούν οι αγορές και οι “τρίτοι” που θα εμπλακούν. “Γκρίζα ζώνη” αποτελεί η “εργαλειοποίηση” του αναβαλλόμενου φόρου και οι νομοθετικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να προηγηθούν για να τη νομιμοποιήσουν.
Η πρόταση του ΤΧΣ στηρίζεται σε έναν μηχανισμό τιτλοποίησης και πώλησης “κόκκινων δανείων” με την κάλυψη εγγυήσεων του Δημοσίου. Η πρόταση αυτή έχει στηριχθεί σε ανάλογο εγχείρημα που εφαρμόσθηκε σχετικά πρόσφατα στην Ιταλία με την έγκριση των ευρωπαϊκών θεσμών.
– Στα υπέρ της πρότασης αυτής είναι ο σχετικά διαφανής μηχανισμός τιτλοποίησης και αποτίμησης που χρησιμοποιείται στα πρότυπα του γνώριμου στις αγορές ιταλικού μοντέλου με σχετικά μικρό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Στα πλην και στην “γκρίζα ζώνη” λογίζεται η ανάγκη χρήσης μέρους του δημοσιονομικού buffer ως εγγύηση για τους θεσμικούς που θα εμπλακούν στην απορρόφηση των τίτλων. Και για τις 2 προτάσεις, πάντως, υπάρχουν ερωτηματικά για τη συμβατότητα των εργαλείων που προτείνονται, από την DGComm και την ΕΚΤ.
Η πρόταση που παρουσίασε στους τραπεζίτες η ΤτΕ αφορά τη μεταφορά σε όχημα ειδικού σκοπού (SPV) μη εξυπηρετούμενων δανείων, ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ. Το SPV θα εκδώσει και θα μεταφέρει στη συνέχεια στις τράπεζες ομόλογα ίσα με τη λογιστική αξία των δανείων που θα μεταφερθούν (20 δισ. ευρώ μετά την αφαίρεση των προβλέψεων). Παράλληλα, θα ενεργοποιηθεί αναβαλλόμενος φόρος, ύψους 7,5 δισ. ευρώ, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση στο SPV. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι από τους ισολογισμούς των τραπεζών θα φύγουν 27,5 δισ. ευρώ από “κόκκινα δάνεια” και αναβαλλόμενο φόρο και στη θέση τους οι τράπεζες θα βάλουν τα δισ. που θα λάβουν από το SPV είτε με τη μορφή ομολόγων είτε με τη μορφή μετρητών από τη διαχείριση των NPEs.
Η αποτίμηση των δανείων που θα μεταφερθούν θα γίνει από ορκωτούς λογιστές. Εάν οι ανακτήσεις από τη διαχείριση θα είναι μικρότερες από την αξία των ομολόγων, τότε ο κωδικός DTC (λογιστικά κεφάλαια αναβαλλόμενου φόρου) που θα ανήκει στο SPV θα μετατρέπεται σε μετρητά για να καλύψει το έλλειμμα. Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίζεται η αξία των ομολόγων για τους επενδυτές.
Νέες κεφαλαιακές ανάγκες
Με την πρόταση της ΤτΕ, οι τράπεζες απαλλάσσονται από μεγαλύτερο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο απομειώνουν την καθαρή τους θέση τους κατά 7,5 δισ. ευρώ λόγω της “απόσπασης” αναβαλλόμενου φόρου. Αν και έτσι βελτιώνεται η σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων τους, η έλλειψη του αναβαλλόμενου φόρου θα τις υποχρεώσει σε νέα κεφαλαιακή ενίσχυση (όχι απαραιτήτως με μετοχές) μέσα στο β’ εξάμηνο 2019. Σε κάθε περίπτωση, θα απαιτηθεί από την ΕΚΤ “ανοχή” (regulatory forbearance) στις τράπεζες για την υποχώρηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας μέχρι να πουληθούν τα “κόκκινα” δάνεια από το SPV. Ερωτηματικά, πάντως, δημιουργεί το ποιος τρίτος ενδιαφερόμενος θα μπορεί να κάνει χρήση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Την απαίτηση αυτή μπορεί να τη χρησιμοποιήσει κάποιος που κάνει κέρδη στην Ελλάδα για να μην πληρώσει τον αναλογούντα φόρο. Το σχέδιο της ΤτΕ είναι αρκετά περίπλοκο και είναι άγνωστο σε ποια τιμή θα αγοράσει ο εκκαθαριστής τα “κόκκινα” δάνεια. Χρονικά, επίσης, το σχέδιο έχει μεγαλύτερο ορίζοντα έναρξης υλοποίησης, όπως εκτιμάται όχι νωρίτερα από το φθινόπωρο του 2019.
Στον αντίποδα, η πρόταση του ΤΧΣ προβλέπει χρονοδιάγραμμα υλοποίησης μικρότερο μεταξύ 4-6 μηνών.
Το σχέδιο του ΤΧΣ προβλέπει τη μεταφορά 15-20 δισ. ευρώ “κόκκινων” δανείων σε Εταιρείες Ειδικού Σκοπού (Asset Protection Schemes) που θα συστήσουν οι τράπεζες.
Τα δάνεια θα τιτλοποιηθούν για να πουληθούν σε επενδυτές, έχοντας κρατικές εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, το Δημόσιο θα εγγυηθεί το μεγαλύτερο μέρος της ψαλίδας ανάμεσα στις προβλέψεις και την αγοραία τιμή των NPLs.
Οι εγγυήσεις μπορεί να φτάσουν στα 5-6 δισ. ευρώ και θα καλυφθούν με κεφάλαια από το buffer του Δημοσίου.
Ωστόσο, αν και ο επικεφαλής του ESM έχει ξεκαθαρίσει ότι τα χρήματα που διαθέτει στο μαξιλάρι ρευστότητας δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για τις τράπεζες, εντούτοις η δυσκολία μπορεί να παρακαμφθεί μέσα από τη χρήση σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τα αποσπούν από τους αρχικούς περιορισμούς τους.
Επιπλέον, για να δοθούν οι εγγυήσεις του Δημοσίου, δεν θα πρέπει να θεωρηθούν από την DGCοmp κρατική ενίσχυση. Όμως ο σκόπελος αυτός έγινε τεχνικά δυνατό να ξεπερασθεί στην εφαρμογή της ιταλικής εκδοχής του σχεδίου και ανάλογα θα γίνει και στην Ελλάδα.
Στα θετικά της πρότασης έγκειται το γεγονός ότι τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν είναι γνώριμα στους ξένους επενδυτές από το προηγούμενο της Ιταλίας και αποτελούν πολύ λιγότερο περίπλοκη τεχνική σε σχέση με την πρόταση της ΤτΕ.