Θετικό γεγονός για την ελληνική οικονομία είναι κατά την άποψη της Citigroup οι γενικές εκλογές, οι οποίες όπως εκτιμά μπορεί και να διεξαχθούν την Άνοιξη λόγω της εύθραυστης πλειοψηφίας της ελληνικής κυβέρνησης. Όπως τονίζει μία φιλική προς την αγορά κυβέρνηση είναι θετικό σενάριο για την Ελλάδα καθώς όπως αναφέρει οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας επιμένουν, ενώ προχωρά σε υποβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη, επαναλαμβάνοντας πως πλέον οι προοπτικές της Ελλάδας εξαρτώνται από τις διαθέσεις των επενδυτών
Πιο αναλυτικά, η Citi υπογραμμίζει πως οι εκλογές φέτος είναι μία θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Οι κάλπες θα πρέπει να “στηθούν” το αργότερο έως τις 18 Οκτωβρίου, επισημαίνει, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν αυξήσει την πιθανότητα πρόωρων εκλογών την Άνοιξη. Η βελτίωση της οικονομίας έχει μεν βοηθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ να ανακάμψει από τις χαμηλές επιδόσεις που κατέγραφε το 2017 στις δημοσκοπήσεις, αλλά όχι αρκετά για να ξεπεράσει τη Νέα Δημοκρατία. Μία συντηρητική κυβέρνηση θα ήταν περισσότερο φιλική προς την αγορά και τις επιχειρήσεις από τον σημερινό συνασπισμό, αν και μπορεί να είναι δύσκολο να διαμορφωθεί δεδομένου του αυξημένου κοινοβουλευτικού κατακερματισμού, τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα.
H ελληνική οικονομία ανακάμπτει την περίοδο μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, τη στιγμή που η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ Αθήνας και πιστωτών οδήγησε τον περασμένο Ιούνιο σε συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σημειώνει η Citi. Αυτό σε συνδυασμό με τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα συνέβαλαν στην αποκατάσταση κάποιου μέρους της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονομία.
Tο πραγματικό ΑΕΠ επιταχύνθηκε πιθανότατα κοντά στο 2% το 2018, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, αν και το επίπεδό του παραμένει περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή του 2007. Η ανάπτυξη, όπως επισημαίνει η Citi, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ. Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται επίσης. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει πιθανώς λιγότερο περιοριστική το διάστημα 2019-2020.
Σύμφωνα με την Citi, την επόμενη πενταετία η ανάπτυξη θα σημειώσει σημαντική επιβράδυνση σε επίπεδα αρκετά κάτω του 2%. Μάλιστα προχωρά σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της σε σχέση με αυτές που έδινε τον Δεκέμβριο. Για το 2019 εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 1,4% (από 1,8% πριν), το 2020 θα κινηθεί στο 1,5%, το 2021 στο 1,3% (από 1,5%), το 2022 στο 1,3% (από 1,4%) και το 2023 στο 1,1% (από 1,3%).
To χρέος, από 183% το 2018, θα βρεθεί στο 181% το 2019, στο 176% το 2020, στο 172% το 2021, στο 168% το 2022 και στο 164% το 2023. Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα το “βλέπει” στο 3,2% το 2019 και το 2020 στο 3,1%.
Η αμερικάνικη τράπεζα προειδοποιεί πως οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας επιμένουν. Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μία τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκείς για να καλύψουν τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% περίπου από το 2007. Οι τραπεζικές χορηγήσεις συρρικνώνονται, καθώς οι τράπεζες επιβαρύνονται από τα υψηλά (αν και μειωμένα) επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (τα οποία διαμορφώθηκαν στο 42,3% των συνολικών δανείων στο β’ τρίμηνο του 2018). Συνολικά, ωστόσο, οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών, οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά τον κύριο χρηματοδοτικό δίαυλο για την οικονομία. Παράλληλα, η δυνητική ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, λόγω των φτωχών δημογραφικών τάσεων.
capital.gr/Ελευθερία Κούρταλη