Γράφει ο Σταύρος Λυγερός

Η Συμφωνία των Πρεσπών, που κινείται στο πλαίσιο-παγίδα Νίμιτς, προβλέπει πως η ιθαγένεια στη Βόρεια Μακεδονία θα είναι Macedonian / citizen of the Republic of North Macedonia. Ο ανωτέρω ενιαίος όρος αντικαθιστά το σκέτο Macedonian που αναγράφεται σήμερα στα ταξιδιωτικά έγγραφα, άρα αποτελεί σαφή βελτίωση, μας λέει η κυβέρνηση Τσίπρα. Αυτό που αποσιωπά είναι ότι με την κύρωση της Συμφωνίας και η Ελλάδα θα αναγνωρίζει σαν “Μακεδόνες” τους πολίτες του γειτονικού κράτους.

Η ιθαγένεια είναι η νομική σχέση του πολίτη με το κράτος. Ως εκ τούτου, το όνομα της ιθαγένειας σε όλα τα κράτη είναι πάντα παράγωγο της κρατικής ονομασίας. Ο πολίτης της Νότιας Αφρικής είναι Νοτιοαφρικανός. Ο πολίτης του Βελγίου, ανεξαρτήτως εάν εθνοτικά είναι Βαλόνος ή Φλαμανδός, είναι Βέλγος όσον αφορά την ιθαγένεια. Οι πολίτες της “Βόρειας Μακεδονίας”, ανεξαρτήτως εάν εθνοτικά είναι Σλαβομακεδόνες ή Αλβανοί, έπρεπε να είναι Βορειομακεδόνες όσον αφορά την ιθαγένεια.

Γιατί οι Τσίπρας και Κοτζιάς παραβίασαν τον διεθνή κανόνα και αντί το όνομα Βορειομακεδόνες αποδέχθηκαν τον όρο “Μακεδόνας / πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας”, που βεβαίως στην πράξη θα γίνει απλά “Μακεδόνας”; Με άλλα λόγια, γιατί, ενώ ισχυρίζονται ότι απαλείφουν τον φαντασιακό αλυτρωτισμό, επικύρωσαν τον πυρήνα του; Οι Ζάεφ και Ντιμιτρόφ είχαν λόγους που επέμειναν να διατηρήσουν το όνομα “Μακεδόνες”:

Πρώτον, διότι έτσι εμφανίζουν την ΠΓΔΜ σαν εθνικό κράτος, ενώ μετά τη Συμφωνία της Αχρίδας έχει καταστεί συνεταιρικό κράτος.
Δεύτερον, επειδή ακριβώς θέλουν να κρατήσουν ζωντανό το εθνικό ιδεολόγημά τους περί “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”.
Η κυβέρνηση Τσίπρα και όσοι υποστηρίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών προβάλουν το επιχείρημα ότι σε μία διαπραγμάτευση κάτι παίρνει η μία πλευρά και κάτι η άλλη. Στην πραγματικότητα υιοθέτησαν το διαπραγματευτικό πλαίσιο-παγίδα του Νίμιτς: τα Σκόπια θα αποδεχθούν σύνθετη κρατική ονομασία και η Αθήνα θα αποδεχθεί τη “μακεδονική” ταυτότητα, μέσω της nationality και της γλώσσας. Πρόκειται για εγγενή αντίφαση, την οποία θα βρούμε μπροστά μας, με την έννοια ότι θα συνεχίσει να δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις.

Η παγίδα Νίμιτς και το διπλωματικό βατερλό
Τα θέματα αυτά, άλλωστε, δεν είναι ανατολίτικο παζάρι, όπου ισχύει δώσε μου αυτό για να σου δώσω το άλλο. Τα ονόματα όφειλαν να αντιστοιχούν στις έννοιες και βεβαίως στην πραγματικότητα της περιοχής. Γι’ αυτό και η διαπραγμάτευση έπρεπε να αρχίσει ακριβώς από την πραγματικότητα της περιοχής κι όχι από το διαπραγματευτικό πλαίσιο του Νίμιτς. Όχι μόνο είχε αυτή τη δυνατότητα, αλλά και η συγκυρία ευνοούσε απολύτως την ελληνική διπλωματία.

Η Δύση δεν ενδιαφερόταν ποτέ για την ουσία της διαφοράς Αθήνας-Σκοπίων. Αυτό που την ενδιέφερε ειδικά σ’ αυτή τη φάση ήταν να προκύψει συμφωνία, προκειμένου να ενταχθεί η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Και εάν άσκησε πιέσεις στον Τσίπρα άσκησε πολλαπλάσιες πιέσεις στον Ζάεφ, ο οποίος είναι και δημιούργημά της. Είναι κοινό μυστικό ότι οι Δυτικοί μεθόδευσαν την αναρρίχησή του στην πρωθυπουργία. Εκτός αυτού είναι τα Σκόπια που επείγονται να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, ενώ η Αθήνα κρατάει το κλειδί. Ως εκ τούτου, η ελληνική διπλωματία είχε συντριπτικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Παρόλα αυτά κατέληξε η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία συνιστά διπλωματικό βατερλό.

Η Ελλάδα δεν είχε ούτε συμφέρον ούτε την πρόθεση να ταπεινώσει τους γείτονες. Ως εκ τούτου, ήταν διατεθειμένη να τους αναγνωρίσει όλα όσα δικαιούνται. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είχε κανένα λόγο να υποκύψει στις φαντασιώσεις τους, όταν μάλιστα αυτές δεν έχουν αντίκρισμα στην πραγματικότητα της περιοχής και επιπροσθέτως συνιστούν σφετερισμό σε βάρος του Ελληνισμού. Αυτά τα στοιχειώδη και εθνικά κρίσιμα, όμως, αποδείχθηκε πως –στην καλύτερη περίπτωση– ήταν ψιλά γράμματα και για τον πρωθυπουργό και για τον υπουργό Εξωτερικών.

Τοξικός συνδυασμός
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «είναι διαφορετικός ο όρος ιθαγένεια / υπηκοότητα (nationality) από τον όρο εθνότητα (ethnicity). Συνεπώς, η Συμφωνία δεν αναγνωρίζει εθνότητα/έθνος, αλλά το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των πολιτών της γείτονος». Πρώτον, ο όρος nationality μεταφράζεται και ιθαγένεια, αλλά και εθνικότητα. Για να αποφύγει τη σύγχυση η Αθήνα όφειλε να έχει επιβάλει τον όρο citizenship, ο οποίος αυστηρά σημαίνει ιθαγένεια. Είναι αληθές, ότι με τη ρηματική διακοίνωση η κυβέρνηση Ζάεφ διευκρίνισε ότι εννοεί τον όρο nationality ως ιθαγένεια, αλλά μία επόμενη κυβέρνηση στα Σκόπια μπορεί να δώσει άλλη ερμηνεία.

Το σημαντικότερο, όμως, δεν είναι αυτό. Οι Σλαβομακεδόνες πονηρά μπερδεύουν την εθνότητα με την ιθαγένεια. Όπως προαναφέραμε, αφού το κράτος ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία, ο πολίτης του θα έπρεπε να ονομάζεται Βορειομακεδόνας. Επειδή αυτοί επιζητούν αναγνώριση από την Ελλάδα “μακεδονικής” εθνότητας, το επιτυγχάνουν αφενός μέσω της γλώσσας (“μακεδονική”), αφετέρου μέσω της ιθαγένειας. Γιατί στα διαβατήρια αναγράφεται η ιθαγένεια, όχι η εθνότητα.

Εφεξής, διεθνώς θα βλέπουν κράτος “Βόρεια Μακεδονία” και πολίτες “Μακεδόνες”. Πρόκειται για τοξικό συνδυασμό, ο οποίος μετατρέπει σε παγίδα και τη σύνθετη κρατική ονομασία. Λόγω του Βιετνάμ (παλαιότερα) και της Κορέας μέχρι σήμερα, σημειολογικά το όνομα “Βόρεια Μακεδονία” παραπέμπει σε διαμελισμένο έθνος. Γι’ αυτό και ενώ γεωγραφικά το όνομα Βόρεια Μακεδονία αντανακλά σε γενικές γραμμές την πραγματικότητα έπρεπε να το αποφύγει η ελληνική πλευρά.

Αντιθέτως, το όνομα Άνω Μακεδονία γεωγραφικά περιγράφει το ίδιο, αλλά χωρίς την αρνητική σημειολογία. Έτσι όπως τα έκανε ο Κοτζιάς, ο συνειρμός που θα κάνουν τρίτοι είναι ότι υπάρχει και μία “Νότια Μακεδονία” με “Μακεδόνες”, δηλαδή εμμέσως πλην σαφώς επικυρώνεται το ιδεολόγημα της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”.

Η προπαγάνδα για τη γλώσσα
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται: «παρά το γεγονός ότι η γλώσσα macedonian language είχε αναγνωριστεί από την Ελλάδα στο πλαίσιο του ΟΗΕ ήδη από το 1977, στη Συμφωνία εμπεριέχεται η πρόσθετη σαφής διατύπωση ότι ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών, καθώς και η ρητή καταγραφή ότι η γλώσσα αυτή διαχωρίζεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική-μακεδονική γλωσσική κληρονομιά».

Αφού η κυβέρνηση λέει πως δεν αναγνωρίζει “μακεδονικό” έθνος γιατί αναγνωρίζει “μακεδονική” γλώσσα, όταν το ένα προσδιορίζει το άλλο; Κι αφού τα Σκόπια αναγνωρίζουν ότι η γλώσσα τους είναι σλαβική, γιατί δεν δέχθηκαν να την ονομάσουν σλαβομακεδονική; Έστω Makedonski αμετάφραστο. Ο Κοτζιάς επικαλέστηκε πρώτος το επιχείρημα-πρόσχημα ότι το 1977 δημιουργήθηκε τετελεσμένο, επειδή η Ελλάδα είχε τότε αναγνωρίσει “μακεδονική” γλώσσα.

Πρόκειται για ψευδή ισχυρισμό, τον οποίο συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν όλα τα κυβερνητικά στελέχη. Τότε οι εθνικές επιτροπές των κρατών-μελών του ΟΗΕ δήλωσαν απλώς τις επίσημες γλώσσες. Δεν υπήρχε δυνατότητα άσκησης βέτο εκ μέρους της ελληνικής αντιπροσωπείας. Θα μπορούσε, ίσως, να γίνει μία πολιτικού χαρακτήρα δήλωση, η οποία δυστυχώς δεν έγινε. Εκείνο το περιστατικό, ωστόσο, δεν εμπόδιζε στη διαπραγμάτευση να συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό.

Απλώς, ο Κοτζιάς οχυρώθηκε πίσω από εκείνο το περιστατικό για να δικαιολογήσει την υποχώρησή του από το θεμιτό εθνικό συμφέρον. Η γεωγραφική Μακεδονία στους νεότερους χρόνους είναι πολυεθνική, δεν είναι πατρίδα ενός έθνους. Γι’ αυτό δεν μπορεί καμία εθνότητα να ονομαστεί μακεδονική και κατ’ επέκτασιν η γλώσσα της μακεδονική. Το Μέρος δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το Όλον.

Ένα ακόμα επιχείρημα των κυβερνώντων είναι ότι η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει από τις αρχές του 20ου αιώνα την ύπαρξη “μακεδονικής” γλώσσας. Επικαλούνται, μάλιστα, τον Μακεδονομάχο Παύλο Μελά, ο οποίος έχει πράγματι κάνει αναφορά σε μακεδονίτικα. Αυτό που οι κυβερνώντες ή αγνοούν ή αποσιωπούν είναι ότι την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα αυτοί που συγκρούονταν για τον έλεγχο των υπό οθωμανική κατοχή πληθυσμών της Μακεδονίας ήταν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι. Δεν υπήρχε τότε στη σκηνή ο σημερινός σλαβομακεδονικός παράγοντας.

Τότε, οι σλαβικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας ήταν χωρισμένοι σε αυτούς που αναγνώριζαν και υπάγονταν εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο και στους άλλους που αναγνώριζαν και υπάγονταν στη βουλγαρική Εξαρχεία. Δεδομένου ότι οι σλαβικοί αυτοί πληθυσμοί μιλούσαν ένα βουλγαρικό ιδίωμα, που αργότερα μετεξελίχθηκε στη σλαβομακεδονική γλώσσα, η ελληνική πολιτική και προπαγάνδα εισήγαγαν τον όρο μακεδονίτικα για τον βουλγαρικό γλωσσικό ιδίωμα. Τον εισήγαγαν με σκοπό να αποσπάσουν τους σλαβικούς αυτούς πληθυσμούς από την επιρροή της Σόφιας και να τους προσελκύσουν στην ελληνική πλευρά.