Kαταστρέφει ακόμη και την ώρα που ψυχορραγεί

Του Ανδρέα Λοβέρδου*

Η συμφωνία των Πρεσπών ψηφίζεται κάτω από συγκεκριμένες και πραγματικές συνθήκες που αν η πλειοψηφία-μειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και εκείνοι οι Βουλευτές που την στηρίζουν είχαν την υπευθυνότητα αλλά και την ικανότητα να αξιολογήσουν, δεν θα ερχόταν ποτέ στη Βουλή.

Μια ψύχραιμη εκτίμηση της κατάστασης οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:

Πρώτον: η συμφωνία ψηφίζεται από μία κυβέρνηση «ελαττωματικής» κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης. Γιατί οι 151 ψήφοι εμπιστοσύνης που πρόσφατα εξασφάλισε, εμπεριέχουν και κάποιους που προήλθαν από ωμή ανταλλαγή. Είναι λοιπόν τουλάχιστον «ελαττωματική» η νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης που έδωσε θώκους για να πάρει παράταση ζωής.

Δεύτερον: η συμφωνία έχει απορριφθεί από το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού. Προσωπικά πίστευα πάντοτε ότι ο πολιτικός πρέπει να λαμβάνει υπόψιν του την κοινή γνώμη αλλά όχι να υποτάσσεται σε αυτήν. Είναι όμως τόσο μεγάλο το ποσοστό των Ελλήνων πολιτών που δεν συμφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών, που τελικά ψηφίζεται ενώ στερείται παντελώς πολιτικής-δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η κυβέρνηση είχε υποχρέωση να εκτιμήσει και να σεβαστεί ότι οι «Πρέσπες» δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτές στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και όχι να χαρακτηρίζει απαξιωτικά ακραίους φασίστες τις εκατοντάδες χιλιάδες των πολιτών που ασκούσαν το δημοκρατικό τους δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, ούτε να ρίχνει ληγμένα χημικά ακόμη και σε νήπια και μωρά. Και σεβασμός δεν σημαίνει αναδίπλωση. Σημαίνει όμως συζήτηση, επιχειρήματα, απόπειρα συγκλίσεων και όχι ύβρεις, συκοφαντίες και χημικά.

Τρίτον: η συμφωνία έχει βεβαρημένο ιστορικό ως προς το πώς καταρτίστηκε και πώς υλοποιήθηκε. Από την αρχή του εγχειρήματος να υπάρξει μία συμφωνία με τη FYROM, η κυβέρνηση επέλεξε συνειδητά έναν μοναχικό, διχαστικό και αλαζονικό δρόμο, χωρίς καμιά απόπειρα δημιουργίας ενωτικού κλίματος με τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, έναν δρόμο που τον σχεδίασε και τον εφάρμοσε υπακούοντας στις μικροπολιτικές και μικροκομματικές της σκοπιμότητες. Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι αποδείχθηκε πως επιλήφθηκαν αυτού του μεγάλου θέματος έχοντας αβυσσαλέα άγνοια και πλήρη περιφρόνηση των γεωπολιτικών του διαστάσεων. Τα όσα συνέβησαν με τον πρωθυπουργικό χειρισμό για την ονομασία «Μακεδονία του Ίλιντεν», αυτό αποδεικνύει.

Τέταρτον: είναι κατά κοινή ομολογία και συνάμα εύλογο ότι το κράτος που επιδιώκει την συμφωνία για ζωτικούς λόγους είναι τα Σκόπια. Προφανώς και η Ελλάδα είχε κάνει βήματα προς την επίλυση αυτού του ζητήματος, αλλά ποτέ οι κυβερνήσεις που το είχαν έως τώρα χειριστεί δεν βιάστηκαν και δεν προχώρησαν σε αποφάσεις που δημιουργούν τετελεσμένα, οι οποίες θα υποθήκευαν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Αυτό το κάνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πέμπτον: οι διαδικασίες που επιχείρησαν να ακολουθήσουν στην Βουλή των Ελλήνων, τις οποίες σταμάτησαν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης με τη μαχητικότητά τους, ήταν αδιανόητες για τα κοινοβουλευτικά χρονικά. Φτάσαμε να έρθει η συζήτηση της συμφωνίας στις αρμόδιες επιτροπές χωρίς να προσκομίσουν εξ αρχής καίρια έγγραφα-στοιχεία, απολύτως απαραίτητα για την διεξαγωγή της συζήτησης και τη λήψη απόφασης από την εθνική αντιπροσωπεία. Και εμφανίστηκαν οι Βουλευτές της πλειοψηφίας-μειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξουν τις θέσεις τους με μοναδικό εφόδιο την κομματική τους γραμμή.

Έκτον: στην παθογονία της συμφωνίας αυτής, που εμφανίστηκε από την αρχή, προστίθεται και ένας ακόμη βασικός σκοπός των κυβερνητικών χειρισμών. Δεν δίστασαν να εμπλέξουν στην επίλυση ενός εθνικού ζητήματος την εξυπηρέτηση στενών πολιτικών και κομματικών συμφερόντων. Αποδείχτηκε και αποκαλύφθηκε δηλαδή ότι με αφορμή την ονοματολογία της γειτονικής χώρας επιχείρησαν να κλονίσουν τη συνοχή άλλων πολιτικών δυνάμεων. Αρχικά της Νέας Δημοκρατίας και στη συνέχεια της Κεντροαριστεράς, που αυθεντικά εκπροσωπεί η παράταξή μου.

Από την εποχή του Αριστοτέλη όμως είναι γνωστή η ετερογονία των σκοπών. Και αυτό που καταφέραν είναι, αντί να αποσυσπειρώσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, να συσπειρώσουν την μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών εναντίον τους. Και αν η συμφωνία των Πρεσπών δεν συνδεόταν οργανικά με καίρια και ζωτικά εθνικά συμφέροντα θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλες οι πρωτοβουλίες και μεθοδεύσεις της κυβέρνησης αποτελούν φυσική και λογική συνέπεια της έως τώρα πορείας της. Δυστυχώς όμως για την Ελλάδα με αυτή τη συμφωνία λίγο πριν φύγουν, ο ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει, σε όσα θα κατηγορηθεί όταν θα κριθεί από την Ιστορία, και το άγος αυτής του σκοπιανού ζητήματος.

Αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Καταστρέφει ακόμη και την ώρα που ψυχορραγεί.