Του Παναγιώτη Δουδωνή
Μετά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση και την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, το εύλογο ερώτημα που τίθεται αφορά στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται μετά και από αυτές τις εξελίξεις.
Κι αυτό γιατί το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες παράδοξων πολιτικών φαινομένων, όπως μιας Κυβέρνησης «εναλλασσόμενων» κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών ανάλογα με την εκάστοτε ψηφοφορία αλλά και Κοινοβουλευτικών Ομάδων που είτε διαλύθηκαν είτε κρατούνται τεχνηέντως στη ζωή. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, για αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού;
Ας πάρουμε τα νέα δεδομένα με τη σειρά: Λίγοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ότι η συμφωνία των Πρεσπών, πέρα από την επιθυμία Πρωθυπουργού και (τότε) Υπουργού Εξωτερικών να παρουσιάσουν εαυτούς ως μεγάλους μεταρρυθμιστές της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, ικανοποιούσε και έναν πολύ πιο χειροπιαστό αλλά αρκετά πιο ταπεινό στόχο, που δικαιολόγησε και την όλη προχειρότητα και βιασύνη: τον διεμβολισμό της αντιπολίτευσης. Πρώτος στόχος υπήρξε η ίδια η Νέα Δημοκρατία, η οποία θα διχαζόταν αναφορικά με τη στήριξη και κύρωση της συμφωνίας με τη γείτονα χώρα. Το σενάριο αυτό απεδείχθη χίμαιρα, εν μέρει λόγω της υπερεκτίμησης της ίδιας της συμφωνίας από τους ιθύνοντες νόες της, εν μέρει λόγω μιας στρεβλής κυβερνητικής αντίληψης ως προς τον θεσμικό ρόλο της αντιπολίτευσης που υπαγόρευε πως αφού υπήρχε μια αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση (αυτή των ΑΝΕΛ), νομοτελειακά θα βρισκόταν και μια συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση είτε στο πρόσωπο ορισμένων βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας είτε στα μικρότερα κόμματα.
Αν όμως στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας το σενάριο αυτό απεδείχθη εμφανώς λανθασμένο, φαινομενικά δε συμβαίνει το ίδιο και με μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα. Στην περίπτωση του ΚΙΝΑΛ η σημασία της επιβεβαίωσης του σεναρίου είναι εμφανώς περιορισμένη: ένας συνεργαζόμενος βουλευτής που, εκπροσωπώντας ένα κόμμα το οποίο στην τελευταία του αυτόνομη κάθοδο απέσπασε το 0,49% των ψήφων, θεώρησε πως είχε την πολιτική νομιμοποίηση να καθορίσει τη μοίρα της χώρας χωρίς να του το ζητήσει κανείς καθώς και ποικιλώνυμοι συνταξιούχοι πολιτευτές που ελπίζουν σε μια δεύτερη νεότητα δια της προσχώρησης στον ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστούν σημαντική διαφοροποίηση.
Η διάλυση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ποταμιού και η επαπειλούμενη όμοια τύχη αυτής των ΑΝΕΛ φαντάζουν από την άλλη αρκετά πιο σημαντικές εξελίξεις. Τα φαινόμενα όμως απατούν, καθώς και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με κόμματα τα οποία βρίσκονταν προ αυτών των εξελίξεων δημοσκοπικά αισθητά κάτω του ορίου του 3%. Η παράδοξη στάση Ποταμιού και ΑΝΕΛ μπορεί λοιπόν να αποδοθεί σε σπασμωδικές τους αντιδράσεις έναντι της προοπτικής της πολιτικής εξαφάνισης: στην πρώτη περίπτωση αυτή η αγωνία εκφράστηκε με μια ελιτίστικων χαρακτηριστικών υποστήριξη στη συμφωνία των Πρεσπών, στη δεύτερη με την παράταση της παραμονής στην εξουσία για ένα διάστημα 6 μηνών με μόνο ίσως σκοπό να «πάρουν μια τελευταία γεύση της» ακολουθούμενη εσχάτως από μια τεχνητή διατήρηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας με βουλευτές που στήριξαν την Κυβέρνηση, ψήφισαν τη συμφωνία των Πρεσπών ή και τα δύο. Μην ξεχνάμε τέλος, μιας και ο λόγος για κοινοβουλευτικές αλλαγές, τον μεμονωμένο βουλευτή που, ανεξαρτητοποιούμενος από το Ποτάμι, συγκροτεί τον «προοδευτικό πόλο» ως συμπλήρωμα των Παπακώστα, Παπαχριστόπουλου και λοιπών κεντροαριστερών δυνάμεων.
Μια προσεκτικότερη ματιά λοιπόν στις εξελίξεις αποδεικνύει πως αυτές αφορούν περισσότερο στον μικρόκοσμο του Κοινοβουλίου και των κυβερνητικών κτιρίων και λιγότερο στην πολιτική πραγματικότητα. Το έτερο εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας είναι αυτό των δημοσκοπήσεων, οι οποίες, συνδυαζόμενες και με την τακτική του ίδιου του Πρωθυπουργού, μπορούν να φανούν αρκετά πιο χρήσιμες.
Αν λάβουμε υπόψη μας τη στάση του Πρωθυπουργού στο ονοματολογικό ζήτημα συνδυαζόμενη με την απόρριψη της συμφωνίας από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών οδηγούμαστε σε ένα εκ πρώτης όψεως παράδοξο: μια Κυβέρνηση που βαδίζει ηθελημένα ενάντια στην κοινή γνώμη και όχι μόνο πανηγυρίζει για αυτό, αλλά και το διατυμπανίζει. Ο διάβολος όμως κρύβεται, όπως πάντα, στις λεπτομέρειες. Μια Κυβέρνηση η οποία έχει συμβιβαστεί εδώ και πολύ καιρό με την απαξίωσή της από την κοινή γνώμη, δύσκολα μπορεί να απευθυνθεί στην πλειοψηφία. Έχοντας, παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις και διαβεβαιώσεις, συμβιβαστεί με αυτή την ιδέα, στοχεύει προς ένα υπόλοιπο 20 με 25%, το οποίο, αναλόγως της συμμετοχής, μπορεί να μεταφραστεί και σε ένα ελαφρώς υψηλότερο εκλογικό ποσοστό. Κι αυτό το κάνει επιλέγοντας σε όλα τα κρίσιμα θέματα να αντιτεθεί στην κοινωνική πλειοψηφία φέρνοντάς την αντιμέτωπη με μια επίμονα μειοψηφική θέση: αυτό συνέβη στις Πρέσπες, αυτό ενδέχεται να συμβεί και σε άλλα εθνικά θέματα αλλά και στο ζήτημα του πολυδιαφημισμένου διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους, στα πλαίσια μιας εξαιρετικά αμφιβόλου ποιότητας συνταγματικής αναθεώρησης.
Συνεπώς, ο Πρωθυπουργός, αφού απέτυχε να λειτουργήσει ως ηγέτης εθνικής εμβέλειας και απέφυγε να επιτύχει διακομματική συναίνεση στο ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους, επανεφευρίσκει τον εαυτό του ως «φύλαρχο» μιας μόνο μερίδας πολιτών την οποία επιχειρεί να περιχαρακώσει για τον εαυτό του έναντι της ευρείας κοινωνικής πλειοψηφίας με αφορμή μια σειρά από ζητήματα. Αν τα καταφέρει, η κύρια πολιτική συνέπεια της συμφωνίας των Πρεσπών δε θα είναι η αναδιάρθρωση αλλά η περιχαράκωση του πολιτικού σκηνικού, με διχαστικές συνέπειες, σε μια στιγμή που θα έπρεπε η πολιτική να προσπαθεί να υπερβεί τις διαιρέσεις και τις πληγές των κίβδηλων υποσχέσεων της εποχής του αντιμνημονίου, κατά την οποία οι σήμερα κυβερνώντες φιγούραραν ως έξαλλοι και αγανακτισμένοι ακτιβιστές.
*Ο Παναγιώτης Δουδωνής είναι Λέκτορας, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου της Οξφόρδης
liberal.gr