Άλλη μια φορά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, χωρίς εμπιστοσύνη

Δηλώσεις του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Recep Tayyip Erdoğan

 

Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Θα ήθελα να ευχαριστήσω για την υποδοχή και για την φιλοξενία. Και βεβαίως, να ευχαριστήσω, για μια ακόμη φορά, για τις ειλικρινείς συνομιλίες που είχαμε.

Όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω και τις προηγούμενες μέρες σε μέσα ενημέρωσης, που ζήτησαν να παρέμβω ενόψει της επισκέψεώς μου, ο διάλογός μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένας διάλογος ειλικρινής, σημαντικός, όχι μόνο για το μέλλον των λαών μας, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή μας, θα έλεγα.

Οι δύο χώρες μας μπόρεσαν να συνεργαστούν στενά το 2015 και το 2016, μια κρίσιμη περίοδο. Κυρίως, διότι ήταν η περίοδος όπου ξέσπασε μια πρωτοφανής προσφυγική και μεταναστευτική κρίση. Ήταν τότε που καταφέραμε, για πρώτη φορά, να συνεργαστούμε, όχι μόνο για θέματα λεγόμενης χαμηλής πολιτικής, αλλά και για την αντιμετώπιση αυτού του μείζονος σημασίας διεθνούς θέματος. Της προσφυγικής – μεταναστευτικής κρίσης.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορέσαμε να οικοδομήσουμε μια νέα στρατηγική ευρωτουρκικής συνεργασίας. Μπορέσαμε να βάλουμε μπροστά, ταυτόχρονα, και τη θετική ατζέντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Την οικονομική και ενεργειακή μας συνεργασία. Μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε γύρους διερευνητικών συνομιλιών και να προωθήσουμε τον διάλογο μεταξύ των στρατιωτικών μας για τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο.

Και την ίδια στιγμή, καταφέραμε να προωθήσουμε τις συνομιλίες για το Κυπριακό. Συνομιλίες που έφτασαν πολύ κοντά σε λύση, ανοίγοντας και δύσκολα θέματα, όπως το ζήτημα της ασφάλειας.

Δυστυχώς, όμως, ακολούθησε το αποτρόπαιο πραξικόπημα εδώ στην Τουρκία και εξελίξεις οι οποίες φρέναραν αυτή τη θετική πορεία. Θα θυμάστε, ότι ήμουν από τους πρώτους που σας τηλεφώνησα εκείνο το βράδυ, προκειμένου να εκφράσω τη στήριξη της Ελλάδας, που είναι μια χώρα, που υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και την ελευθερία. Και ως εκ τούτου, μια χώρα, η οποία καταδικάζει κάθε μορφής πραξικοπήματα και βεβαίως κάθε προσπάθεια κατάλυσης της δημοκρατικής νομιμότητας.

Αργότερα, όμως, είναι γεγονός ότι υπήρξαν εξελίξεις, που δημιούργησαν προσκόμματα και εμπόδια σε αυτή τη θετική πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Υπήρξε ρητορική, πολλές φορές, αντιπαραθετική. Στο Αιγαίο είδαμε, δυστυχώς, τον αριθμό των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου της Ελλάδας να φτάνει σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα, με πολύ επικίνδυνα περιστατικά στη θάλασσα και στον αέρα. Και, παράλληλα, η υπόθεση των οκτώ στρατιωτικών, που αναφερθήκατε, αποτέλεσε αγκάθι στις σχέσεις μας και στη συνέχεια, ακόμα ένα αγκάθι, η υπόθεση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που κρατήθηκαν στην Τουρκία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσαμε να αποδεχθούμε ότι αυτός ο φαύλος κύκλος είναι η μοίρα μας. Το κισμέτ μας. Δεν το πράξαμε. Και είμαι ευτυχής που δεν το πράξαμε.

Σήμερα στις συνομιλίες μας, πιστεύω ότι έγινε, για μια ακόμη φορά, σαφές ότι ούτε εσείς, ούτε εγώ, δεχόμαστε τη λογική της αδράνειας και της συμμόρφωσης με την πεπατημένη. Διότι αναγνωρίζουμε ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην εποχή μας και στην περιοχή μας, δεν μας επιτρέπουν να παραμένουμε εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδα, αλλά να επιδιώκουμε και να αναζητούμε τον διάλογο, προκειμένου να βρούμε ειρηνικό τρόπο για την επίλυση των όποιων διαφωνιών μας.

Την ίδια στιγμή, στις διασυνοριακές επαφές, στην οικονομία, στον τουρισμό, στον πολιτισμό, οι λαοί μας, καθώς ζουν στον ίδιο τόπο, έρχονται όλο και πιο κοντά. Και τους λαούς μας πιστεύω ότι οφείλουμε να τους ακολουθήσουμε.

Στο πλαίσιο αυτό, είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέπουμε τις λογικές του παρελθόντος, για να οικοδομήσουμε μια σχέση βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό. Μια σχέση βασισμένη στον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, στην κατάργηση των απειλών πολέμου και βεβαίως, στην αλληλοκατανόηση. Στην αλληλοκατανόηση των ανησυχιών μας.

Τον Δεκέμβριο του 2017, όπως είπατε, για πρώτη φορά, επισκεφθήκατε την Ελλάδα. Για πρώτη φορά, μετά από 65 χρόνια, με την ιδιότητα του Τούρκου Προέδρου επισκεφθήκατε τη χώρα μας. Για πρώτη φορά μετά από 65 χρόνια είχαμε μια επίσημη επίσκεψη Τούρκου Προέδρου στην Ελλάδα.

Πολλοί ήταν αυτοί, που είπαν μετά τη συνάντησή μας αυτή, ότι δεν ήταν πετυχημένη συνάντηση, γιατί μιλήσαμε με ειλικρίνεια.  Εγώ είπα ότι ακριβώς επειδή μιλήσαμε με ειλικρίνεια, ήταν πετυχημένη αυτή η συνάντηση, αυτή η επίσκεψη. Διότι, ακριβώς, όταν υπάρχουν δυσκολίες, πρέπει να συζητάμε. Πρέπει να είναι ανοιχτός ο δίαυλος της επικοινωνίας και του διαλόγου, για να ξεπερνάμε τις όποιες διαφορές.

Βεβαίως και εγώ έχω ένα μικρό ρεκόρ, διότι, μέσα στα τέσσερα χρόνια που είμαι Πρωθυπουργός, έχω επισκεφθεί τέσσερις φορές την Τουρκία, με την ιδιότητα του Πρωθυπουργού. Έχουμε συναντηθεί άλλες τόσες σε διεθνή fora. Και, βεβαίως, σε αυτό το θετικό πνεύμα σήμερα συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε το επόμενο διάστημα με βασικό στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και την προώθηση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Και πιστεύω ότι σε αυτό μπορούν, πράγματι, να συμβάλουν οι συνομιλίες που θα ακολουθήσουν της συνάντησής μας, ανάμεσα στους υπουργούς μας, της Εθνικής Άμυνας και των υπουργείων μας, των Εξωτερικών.

Με τη δημιουργία αυτών των προϋποθέσεων, μπορούμε, πιστεύω, στη συνέχεια να έχουμε πρόοδο και να επαναλάβουμε και τις διερευνητικές συνομιλίες για τη διαφορά που έχουμε στο θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.

Συζητήσαμε, βεβαίως, και το Κυπριακό. Τόνισα την ανάγκη να υπάρξει δίκαιη και βιώσιμη λύση, στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που θα καθιστά την επανενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρο, μια κανονική χώρα της περιοχής και μια κανονική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, βεβαίως, πιστεύω, ότι οφείλουμε σε αυτή τη νέα προσπάθεια να αποφύγουμε λάθη του παρελθόντος, Και γι’ αυτό κατέθεσα την άποψη ότι πρέπει να συμφωνήσουμε στην πραγματοποίηση προπαρασκευαστικών συναντήσεων στο κρίσιμο θέμα της ασφάλειας, στο οποίο εμπλέκεται η Ελλάδα και η Τουρκία.

Τόνισα, παράλληλα, τη σημασία που έχει ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο και βεβαίως, την ανάγκη η ενέργεια να αποτελέσει γέφυρα συνεργασίας και όχι εμπόδιο και όχι αντικείμενο συγκρούσεων στην περιοχή. Και, ήδη, σε κάποια σημαντικά ενεργειακά projects συνεργαζόμαστε, όπως στον αγωγό TAP. Θα θέλαμε να έχουμε ευρύτερη συνεργασία, όπως στον Turkish Stream.

Βεβαίως, εφόσον θέλουμε να επαναφέρουμε τη θετική ατζέντα στις συνομιλίες μας, κουβεντιάσαμε για την οικονομία, για τις οικονομικές μας σχέσεις, τα βήματα που πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουν προς το καλύτερο τη ζωή των πολιτών μας στην περιοχή.

Συμφωνήσαμε ότι πρέπει να δουλέψουμε, ώστε το καλοκαίρι να είναι πραγματικότητα η ακτοπλοϊκή γραμμή σύνδεσης Σμύρνης-Θεσσαλονίκης. Και συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε στη διοργάνωση νέου επιχειρηματικού forum, που θα αναδείξει τις ευκαιρίες που ανοίγονται για συνεργασία, ιδίως τώρα που η Ελλάδα έχει εξέλθει από μια κρίση που την ταλαιπώρησε όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Συνομιλήσαμε, βεβαίως, και για το Προσφυγικό, για τη συνεργασία μας στο πλαίσιο της Δήλωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας και τις δυνατότητες που υπάρχουν για μείωση των ροών, για την ανάγκη αύξησης των επιστροφών και την αντιμετώπιση των δικτύων των διακινητών.

Συμφωνήσαμε στην ανάγκη, επίσης, να συνεργαστούμε στενά για τις ευρωτουρκικές σχέσεις, τονίζοντας τη στήριξη που πρέπει να έχει η Τουρκία, δεδομένου ότι φιλοξενεί πάνω από 4 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες.

Και συζητήσαμε για την προοπτική της αναθεώρησης της Τελωνειακής Ένωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας, προς όφελος, μεταξύ άλλων, όλων των χωρών της περιοχής.

Και βέβαια είχα, για μια φορά ακόμη, την ευκαιρία να τονίσω την πάγια στήριξη της Ελλάδας στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας. Κάτι το οποίο θα είναι και προς όφελος της Τουρκίας και προς όφελος της Ευρώπης. Και, βεβαίως, αυτή η πορεία, η ενταξιακή πορεία μπορεί να συνεισφέρει στην επιστροφή στις σημαντικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα περασμένα χρόνια και, βεβαίως, πρέπει να ενισχυθούν.

Σε ό,τι αφορά την ακανθώδη υπόθεση των οκτώ στρατιωτικών, όπου η ελληνική Δικαιοσύνη έχει πάρει σαφείς αποφάσεις, θέλω να δηλώσω, για άλλη μια φορά, ότι η Ελλάδα, ως κράτος δικαίου. Οφείλει να κάνει σεβαστές τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα, βεβαίως, οι πραξικοπηματίες δεν είναι καλοδεχούμενοι. Ωστόσο, αυτό που προέχει τούτη την ώρα, είναι να ενισχύσουμε τη συνεργασία μας στον τομέα της ασφάλειας, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε με αποτελεσματικότητα και τα δίκτυα των διακινητών που δραστηριοποιούνται στο Αιγαίο και στον Έβρο, αλλά να αντιμετωπίσουμε και κάθε εγκληματική οργάνωση, κάθε ύποπτο, ο οποίος θέλει να δημιουργήσει προβλήματα στην καλή γειτονία και στην καλή συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες. Άρα, συμφωνήσαμε να εντείνουμε τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας ανάμεσα στα αντίστοιχα υπουργεία.

Θέλω, λοιπόν, κλείνοντας, για άλλη μια φορά, να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο Ερντογάν για την πρόσκληση να επισκεφθώ την Άγκυρα και αύριο να βρεθώ στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα έχω την ευκαιρία να επισκεφθώ και την Χάλκη, να συναντήσω τον Πατριάρχη.

Πιστεύω ότι υπάρχει πολύ σημαντική δυνατότητα το επόμενο διάστημα να επενδύσουμε στην θετική ατζέντα των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Η περίοδος που διανύουμε είναι μια ιδιαίτερη περίοδος. Η Ελλάδα βγαίνει μετά από μια πολυετή κρίση στις αγορές, βγαίνει στο ξέφωτο το οικονομικό, έχει δυνατότητες. Λύνουμε παράλληλα προβλήματα δεκαετιών, όπως τη διαφορά μας με τον βόρειο γείτονά μας, τη Βόρεια Μακεδονία.

Πρέπει λοιπόν και μπορούμε εγώ λέω να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να διαμορφώσουμε ένα κλίμα  ασφάλειας, ειρήνης και συνεργασίας στο Αιγαίο που θα είναι προς όφελος και των δύο λαών και των δύο χωρών και βεβαίως, αυτό προϋποθέτει να χτίζεις προσεκτικά Τώρα εμείς θέλουμε να βάλουμε τα θεμέλια, ώστε να μπορέσουμε κάποια στιγμή να χτίσουμε. Δεν είμαστε έτοιμοι να χτίσουμε χωρίς να βάλουμε τα θεμέλια.

Άρα, λοιπόν, η συνάντηση αυτή είχε σαν αντικείμενο να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε αργότερα ιστορικά βήματα και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πιστεύω, λοιπόν, ότι σ’ αυτό το πλαίσιο ήταν εξαιρετικά επιτυχής, εξαιρετικά αποτελεσματική και ειλικρινής αυτή η δυνατότητα συνομιλίας που είχαμε και θέλω για άλλη μια φορά να σας ευχαριστήσω.

Χ. ΤΣΙΓΟΥΡΗΣ (τ/σ OPEN): Θα ήθελα να ρωτήσω καταρχήν τον Έλληνα Πρωθυπουργό, με δεδομένο ότι οι σχέσεις των δύο χωρών είναι παραδοσιακά φορτισμένες, με δεδομένο ότι υπάρχουν ανάμεσα στις δύο χώρες θέματα δύσκολα, που πολλές φορές, σε διάφορες περιόδους δοκιμάζουν τις σχέσεις των δύο χωρών σε αρκετά επίπεδα, με θέματα σύνθετα, γιατί κατά την γνώμη σας έγινε αυτή η επιλογή, γιατί επιλέξατε τώρα να γίνει αυτή η συνάντηση αποδεχόμενος την πρόσκληση σε αυτήν την χρονική συγκυρία; Διατυπώνεται κριτική από αρκετούς για το ότι ενδεχομένως, η επιλογή αυτού του χρόνου δεν ήταν η σωστότερη επιλογή. Με ενδιαφέρον θα άκουγα και το σχόλιο του Προέδρου Ερντογάν. Σας ευχαριστώ.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Εγώ νομίζω ότι έχω απαντήσει ήδη σε αυτό το ερώτημα κάνοντας ένα σχόλιο στην αρχική μου τοποθέτηση σε ό,τι αφορά την επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017. Πιστεύω, ότι δύο γειτονικές χώρες, ιδίως όταν έχουν ζητήματα που πρέπει να επιλύσουν, οφείλουν να έχουν τακτικές συνομιλίες, ανοιχτά κανάλια συνεννόησης και ιδιαίτερα δε, στο υψηλότερο επίπεδο. Αν δεν υπήρχαν ζητήματα τα οποία έπρεπε να λύσουμε, δεν θα είχε και νόημα να έχουμε αυτές τις επαφές, τις τακτικές και ουσιαστικές. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η κριτική που ενδεχομένως να ασκείται από ορισμένους, είναι μία κριτική η οποία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, οδηγεί σε ένα τέλμα, σε μία αδράνεια, αλλά και σε επικίνδυνους και ολισθηρούς δρόμους. Αν δεν είχα μία διαρκή επικοινωνία εγώ με τον Πρόεδρο Ερντογάν, τότε δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε κρίσιμα ζητήματα, όπου πολλές φορές έχουμε βρεθεί μπροστά και κινδύνους που έχουμε αποτρέψει. Αν δεν είχα την δυνατότητα να σηκώσω το τηλέφωνο, ή να σηκώσει ο Πρόεδρος το τηλέφωνο για να επικοινωνήσουμε, θα ήταν πολύ πιθανό να βρεθούμε, πολλές φορές, χωρίς προθέσεις και αυτό είναι το χειρότερο, μπροστά σε κλιμακώσεις επικίνδυνες. Θεωρώ, λοιπόν, ευτυχές το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το επίπεδο επικοινωνίας και ειλικρίνειας μεταξύ μας και θεωρώ ότι αυτό είναι η βάση ώστε να προχωρήσουμε το επόμενο διάστημα ακόμα παραπέρα και σε πιο εποικοδομητικές και ουσιαστικές συνομιλίες, οι οποίες πιθανόν να έχουν και συγκεκριμένες αποφάσεις. Ανεβαίνοντας στο βήμα ο Πρόεδρος μου είπε, δεν έχουμε να υπογράψουμε σήμερα αποφάσεις, του είπα όμως, ότι ίσως θα έχουμε τη επόμενη φορά που θα συναντηθούμε.

Δημοσιογράφος «A HABER»: Πρωτίστως, αξιότιμε κύριε Τσίπρα, το κίνημα με τον Φετουλάχ Γκιουλέν στη χώρα μας είναι μια κόκκινη γραμμή. Υπάρχουν οκτώ αξιωματικοί, οι οποίοι έχουν διαφύγει στη χώρα σας. Βεβαίως, ξέρετε αυτοί έχουν μία διαφορετικότητα από τους άλλους, διότι είχαν μία εγκληματική πρόθεση έναντι του Προέδρου μας. Σας παρακαλώ να μας πείτε, εάν έχετε σκοπό να μας τους επιστρέψετε.

ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Νομίζω ότι το θέμα αυτό, το οποίο με ρωτάτε, έχει εξαντληθεί στις συζητήσεις μας. Θέλω, για άλλη μια φορά, να επαναλάβω την κατηγορηματική αντίθεση της ελληνικής κυβέρνησης, της Ελλάδας, αλλά και του ελληνικού λαού, σε όλους όσοι επιχείρησαν να ανατρέψουν τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην Τουρκία. Και για άλλη μια φορά να εκφράσω, σε ό,τι αφορά την πολιτική μου τοποθέτηση, ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα, η οποία στηρίζει τη Δημοκρατία και δεν έχει καμία πρόθεση να προασπίσει ή να ευνοήσει πραξικοπηματίες ή πράξεις, οι οποίες αντίκεινται  στην σταθερότητα και τη δημοκρατική εύρυθμη λειτουργία της γειτονικής χώρας.

Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι είναι απολύτως σαφές ότι η Ελλάδα έχει το δικό της δικαιϊκό  σύστημα. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι απολύτως σεβαστή και, βεβαίως, η διάκριση των εξουσιών είναι απαράβατος όρος του ελληνικού Συντάγματος. Υπήρξαν κάποιες αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης, τις οποίες οφείλουμε να σεβαστούμε και σεβόμαστε.

Και βεβαίως, από εκεί και πέρα, νομίζω ότι αυτό το οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι αυτό που σας είπα πιο πριν, ότι συζητήσαμε με τον Πρόεδρο Ερντογάν για το κατά πόσο θα μπορέσουμε να είναι πιο αποτελεσματική η συνεργασία μας από εδώ και στο εξής στον τομέα της ασφάλειας, στον τομέα της αντιμετώπισης της εγκληματικής δράσης δικτύων διακινητών ή τρομοκρατών στα σύνορά μας. Και στον τομέα αυτό, πιστεύω ότι έχουμε πάρει κάποιες  συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που ενδεχομένως το επόμενο διάστημα να αποδώσουν καρπούς.