Τι επισημαίνει η αμερικανική εταιρία αναλύσεων για την πρόθεση Γαλλίας & Γερμανίας να δημιουργήσουν μεγάλες εταιρίες

Τι συνέβη

Η πίεση της Γαλλίας και της Γερμανίας για τη δημιουργία μεγάλων ευρωπαϊκών εταιρειών που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν ισάξια τους παγκόσμιους ανταγωνιστές τους βρίσκει εμπόδια. Στις 6 Φεβρουαρίου, η Επίτροπος Ανταγωνισμού της ΕΕ Margrethe Vestager δήλωσε ότι οι Βρυξέλλες θα μπλοκάρουν την προγραμματισμένη γαλλο-γερμανική συγχώνευση μεταξύ των σιδηροδρομικών εταιρειών Alstom και Siemens, υποστηρίζοντας ότι το σχέδιο είναι ασύμβατο με τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της Ένωσης και ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές για τους ευρωπαίους καταναλωτές. Απαντώντας, ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Peter Altmaier ζήτησε από την Ευρώπη να υπερασπιστεί καλύτερα τα συμφέροντά της ενάντια στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Ο Γάλλος υπουργός των Οικονομικών Bruno Le Maire δήλωσε ότι η απόφαση της Vestager αποτελεί οικονομικό λάθος που θα ωφελούσε την Κίνα, όπου οι εταιρείες συχνά έχουν ισχυρούς δεσμούς με το κράτος, λαμβάνοντας τακτικά σημαντική κρατική υποστήριξη.

Γιατί έχει σημασία

Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας θεωρούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να τροποποιήσει τους αντιμονοπωλιακούς της νόμους, ώστε να καταστεί δυνατή η δημιουργία ευρωπαϊκών γίγαντων σε σημαντικούς τομείς, όπως η τεχνολογία και οι υποδομές, που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές εταιρείες – ιδίως εκείνες που εδρεύουν στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Παρίσι και το Βερολίνο δεν είναι οι μόνοι που το θέλουν αυτό και, τον Δεκέμβριο του 2018, μια ομάδα  από 19 κράτη μέλη της ΕΕ δημοσίευσε ένα κοινό έγγραφο, με το οποίο ζητά νέα μέτρα, ώστε οι εταιρείες της ΕΕ να παραμείνουν ανταγωνιστικές παγκοσμίως. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, παραδοσιακά προσεγγίζει με σκεπτικισμό αυτού του είδους τα μέτρα από φόβο ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μονοπώλια εντός της ενιαίας αγοράς της Ένωσης.

Η Γαλλία και η Γερμανία υποσχέθηκαν να παρουσιάσουν μια κοινή πρωτοβουλία τις προσεχείς εβδομάδες για να αλλάξουν τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ, αλλά τέτοιες αλλαγές πιθανότατα θα πρέπει να περιμένουν. Τον Μάιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκλέξει νέα μέλη, και μετά οι κυβερνήσεις της ΕΕ θα επιλέξουν τα νέα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να αναλάβουν τα καθήκοντά τους γύρω στον Νοέμβριο. Αυτές οι αλλαγές στη σύνθεση των θεσμικών οργάνων της ΕΕ σημαίνουν ότι τυχόν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις θα καθυστερήσουν τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Και, ακόμη και τότε, ένα ζήτημα τόσο περίπλοκο, όπως είναι οι αντιμονοπωλιακοί νόμοι, θα χρειαζόταν μήνες, αν όχι χρόνια, να αντιμετωπιστεί.

Επιπλέον, όλοι στην Ευρώπη δεν συμφωνούν στην άποψη ότι οι αντιμονοπωλιακοί κανόνες πρέπει να αλλάξουν, προκειμένου να επιτρέπουν τις συγχωνεύσεις μεταξύ μεγάλων εταιρειών. Οι χώρες που είναι υπέρ της αγοράς, όπως η Σουηδία και η Δανία, για παράδειγμα, δεν στήριξαν τη διακήρυξη του Δεκεμβρίου που ζητούσε την αλλαγή των κανόνων. Φοβούνται ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξαλείψει έναν παραδοσιακό αντίπαλο της κρατικής παρεμβατικότητας στην οικονομία, ανοίγοντας την πόρτα για πολιτικές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αναποτελεσματικά μονοπώλια στην Ευρώπη. Κάποιοι Γερμανοί οικονομολόγοι έχουν επίσης προειδοποιήσει ότι ο κεντρικός σχεδιασμός για την ευρωπαϊκή οικονομία θα μπορούσε να κάνει την Ένωση λιγότερο ανταγωνιστική. Όσοι συμμερίζονται αυτές τις ανησυχίες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη μάχη, ωστόσο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι 19 κράτη μέλη φαίνεται να υποστηρίζουν το σχέδιο.

Οι αυξανόμενοι φόβοι της Γερμανίας

Η Γαλλία, περισσότερο από ότι η Γερμανία, αποτελεί παραδοσιακά ένα κράτος-μέλος της ΕΕ που έχει πιέσει περισσότερο για μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Ωστόσο, οι πολιτικοί στο Βερολίνο ανησυχούν όλο και περισσότερο για τις ξένες δυνάμεις – κυρίως για την Κίνα -, ότι κερδίζουν πρόσβαση σε στρατηγικούς τομείς της γερμανικής αγοράς. Το 2017, η εξαγορά από μια κινεζική εταιρεία της γερμανικής εταιρίας ρομποτικής, Kuka πυροδότησε μια εθνική συζήτηση για την ξένη πρόσβαση στην μεγάλης αξίας γερμανική τεχνογνωσία.

Στις 5 Φεβρουαρίου, ο υπουργός οικονομίας της Γερμανίας παρουσίασε ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα της χώρας. Το σχέδιο περιελάμβανε μια αμφιλεγόμενη διάταξη, σύμφωνα με την οποία θα επιτρέπει στη γερμανική κυβέρνηση, υπό «εξαιρετικές συνθήκες», να κρατικοποιεί μερικώς τις εταιρείες όταν κινδυνεύουν να εξαγοραστούν από έναν ξένο επενδυτή. Επιπλέον, η πρόταση πρότεινε τη δημιουργία ειδικού επενδυτικού ταμείου για την στήριξη τέτοιων εξαγορών. Το σχέδιο θα υιοθετούνταν μόνο μετά από συζητήσεις με πολιτικά κόμματα, επιχειρηματικές ομάδες και συνδικάτα, ώστε να μπορέσει να διορθωθεί. Πράγματι, ορισμένες από αυτές τις προτάσεις ενδέχεται να αντιβαίνουν τους κανόνες της ΕΕ, πράγμα που εξηγεί γιατί το Βερολίνο πιέζει να τις αλλάξει. Ό, τι και αν βγει από το σχέδιο αυτό, η πρότασή του απλώς δείχνει το βαθμό στον οποίο το Βερολίνο ανησυχεί για τους ξένους, -ιδίως εκείνους που προέρχονται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης- που κερδίζουν πρόσβαση στις εταιρείες του.

Η μεγάλη εικόνα

Η Γερμανία και η Γαλλία επιδιώκουν να προστατεύσουν τις ευρωπαϊκές εταιρείες από τον ανταγωνισμό – ιδιαίτερα από παγκόσμιες υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες – και να εμποδίσουν ξένες εταιρείες να αποκτήσουν πρόσβαση σε σημαντικούς τομείς των οικονομιών τους. Ως αποτέλεσμα, οι δύο χώρες πιέζουν για μεγαλύτερη κρατική προστασία από ξένες εξαγορές και τη δημιουργία μεγάλων ευρωπαϊκών “πρωταθλητών” σε βασικούς οικονομικούς τομείς. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά θα πρέπει να περιμένουν έως ότου η Ευρωπαϊκή Ένωση επιλέξει τα νέα μέλη για τα κύρια θεσμικά της όργανα που χαράσσουν πολιτική.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής 10/2/19