Γράφει ο Αλέξανδρος Μαλλιάς
Μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή των Ελλήνων και την περί αυτής επίσημη γραπτή ενημέρωση της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, ερχόμαστε αντιμέτωποι πλέον με το μείζον θέμα της μακεδονικής γλώσσας. Παρά τους ισχυρισμούς κυρίως από την πλευρά της κυβέρνησης, η Ελλάδα με τη Συμφωνία των Πρεσπών αναγνωρίζει για πρώτη φορά τη macedonian (μακεδονική) γλώσσα. Τούτο δε, χωρίς να υπάρχει λόγος. Απολύτως κανένας.
Δέχομαι ότι σε μια διάσκεψη μίας Επιτροπής του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ το 1977 κατεγράφησαν οι ονομασίες των γλωσσών των χωρών-μελών του Οργανισμού. Η (τότε) Γιουγκοσλαβία το 1977 παρουσίασε τρεις γλώσσες. Τη σερβοκροατική, τη σλοβενική και τη μακεδονική. Είναι καταγεγραμμένο. Το ερώτημα μου είναι: Σήμερα μπορεί ο υπουργός Εξωτερικών οποιασδήποτε χώρας να ισχυριστεί ότι στη Σερβία, στη Κροατία ή στο Μαυροβούνιο η γλώσσα που ομιλούν είναι η σερβοκροατική;
Δεν υπάρχει πλέον η σερβοκροατική γλώσσα απλώς γιατί άλλαξαν τα δεδομένα. Το 1991-1992 άρχισε η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας. Σήμερα κάθε ανεξάρτητη Δημοκρατία έχει τη δική της γλώσσα. Ως Ελλάδα, από το 1991 ήδη σε όλα τα επίσημα κείμενά μας προς την ΕΕ κλπ, είχαμε επικαλεστεί το πραγματικό γεγονός ότι άλλαξαν τα δεδομένα. Γιατί, λοιπόν, σήμερα η κυβέρνηση με τη λίαν προβληματική -ως προς το ζήτημα αυτό- Συμφωνία των Πρεσπών μας επιβάλλει ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε τη μακεδονική γλώσσα (άνευ εισαγωγικών πλέον);
Τα ζητήματα της μακεδονικής γλώσσας και της μακεδονικής εθνότητας/υπηκοότητας /ιθαγένειας είναι η «Αχίλλειος Πτέρνα» της Συμφωνίας, όπως γράφω στο βιβλίο μου «Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία-Αυτοψία της δύσκολης Συμφωνίας των Πρεσπών» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Αναλυτικά, λοιπόν, το Άρθρο 1 παρ. 3 εδάφ. C της Συμφωνίας των Πρεσπών έχει ως ακολούθως:
«The official language of the Second Party shall be the “Macedonian language”, as recognized by the Third UN Conference• on the Standardization of Geographical Names, held in Athens in 1977, and described in Article 7(3) and (4) of this Agreement».
Η απόδοσή του στην ελληνική: «Η επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους θα είναι η “μακεδονική γλώσσα” όπως αναγνωρίσθηκε από την Τρίτη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων (τοπωνυμίων), που συνήλθε στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο Άρθρο 7 παρ. 3 και παρ. 4 της Συμφωνίας».
Είναι η πρώτη φορά, μέσω μάλιστα ενός απόλυτα δεσμευτικού διμερούς συμβατικού κειμένου με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, που η Ελλάδα ρητώς αναγνωρίζει τη «μακεδονική γλώσσα», χωρίς να παραγνωρίζω ή να υποτιμώ τους προσδιορισμούς, τις επεξηγήσεις και τις ασφαλιστικές δικλείδες των παραγράφων 3 και 4 του Άρθρου 7.
Ειδική σημασία έχει εν προκειμένω κυρίως η παρ. 4, η οποία ορίζει/διευκρινίζει ότι η μακεδονική γλώσσα (δεν υπάρχουν τα εισαγωγικά που συναντούμε στο Άρθρο 1 παρ. 3 εδάφ.) «…ανήκει στην ομάδα των νότιοσλαβικών γλωσσών». Στη μακεδονική, άνευ εισαγωγικών, η νοτιοσλαβική μεταφράζεται ως «YUGOSLAV».
Τα ιστορικά αρχεία αποκαλύπτουν
Πράγματι, κατά τις 25ετείς διαπραγματεύσεις με την Αθήνα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η πλευρά των Σκοπίων προέβαλε συστηματικά και επίμονα το επιχείρημα ότι η μακεδονική γλώσσα είχε καταγραφεί στη Διάσκεψη του ΟΗΕ του 1977. Εξίσου αληθές, όμως, είναι ότι ουδέποτε η Ελλάδα, ρητώς και μάλιστα διμερώς μετά την ανεξαρτησία της γειτονικής χώρας, συμφώνησε, εδέχθη ή απεδέχθη τη «μακεδονική γλώσσα».
Αντιθέτως, οι επίμονες ενέργειες, παραστάσεις και τα διαβήματά μας στόχο είχαν να περιορίσουν τη χρήση του όρου «Macedonian» για τη γλώσσα. Κυρίως, στο πλαίσιο των οργανισμών και διασκέψεων, στα οποία είχαμε αποφασιστική δυνατότητα και αρμοδιότητα (ΝΑΤΟ, ΕΕ). Αν χρησιμοποιήθηκε και αναγνωρίσθηκε –όπως ενίοτε συνέβη– από κράτη και οργανισμούς, η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει στο βεβιασμένο συμπέρασμα ότι «η Ελλάδα την είχε ήδη αναγνωρίσει από το 1977». Με σαφή μάλιστα πολιτικό στόχο, όπως δυστυχώς έγινε, τόσο κατά τη συζήτηση στη Βουλή όσο και κατά τη μετέπειτα περίοδο.
Η ιστορική αλήθεια και τα διπλωματικά και πολιτικά μας αρχεία επιβεβαιώνουν, ως εάν υπήρχε ανάγκη, ότι η παγκόσμια κοινότητα, της Ελλάδος συμπεριλαμβανομένης, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1991, αναφερόταν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, η οποία εν τω μεταξύ μετονομάσθηκε σε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως μία από τις έξι ομόσπονδες Δημοκρατίες (Σερβία, Κροατία, Μαυροβούνιο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σλοβενία) της πρώην Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Είναι ακριβές το γεγονός ότι, μέχρι και τις αρχές του 1991, χρησιμοποιούσαμε την ονομασία Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας και ενίοτε η γλώσσα χαρακτηριζόταν ως μακεδονική. Υπάρχει, λοιπόν, μία θεμελιώδης αλλαγή της Διεθνούς Κοινότητας, της ΕΕ και βέβαια της Ελλάδος ως προς το όνομα μετά την αποσύνθεση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και την υπό προϋποθέσεις και όρους δρομολόγηση της διαδικασίας αναγνώρισης των Δημοκρατιών της, τον Δεκέμβριο του 1991.
Τι διαφεύγει της προσοχής
Κυρίως, όμως, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι με διαδοχικές δικές του Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας (817 και 845 του 1993) ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών αποφάσισε ότι η «Δημοκρατία της Μακεδονίας» δεν μπορούσε να γίνει μέλος του με την ονομασία αυτή και έγινε δεκτή με το προσωρινό όνομα «the former Yugoslav Republic of Macedonia». Ας συνεκτιμηθεί, λοιπόν, ότι πέραν της πολιτικής και νομικής τους σημασίας και ερμηνείας, οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας συνιστούν πρωτογενή πηγή γενικού Διεθνούς Δικαίου.
Να θυμίσουμε, επίσης, ότι στο μέτρο του δυνατού από το 1991 μέχρι και την υπογραφή της Συμφωνίας της Αχρίδας ( Αύγουστος 2001), η Ελλάδα σε όλα τα πολιτικά και διπλωματικά μέτωπα κατέβαλε συστηματική προσπάθεια να μη χρησιμοποιείται ο όρος «μακεδονική» σε σχέση με τη γλώσσα. Το γεγονός ότι οι προσπάθειές μας δεν ήσαν πάντοτε αποτελεσματικές δεν μπορεί να ερμηνευθεί σήμερα ως «εκ μέρους της Ελλάδος άμεση ή έμμεση αναγνώριση της γλώσσας», χάριν πολιτικής σκοπιμότητας
Θα ήταν προτιμότερο να προσφύγουμε στις δόκιμες προτάσεις του κορυφαίου βαλκανιολόγου Ευάγγελου Κωφού, τις οποίες άλλωστε είχαμε προβάλει και αντιπροτείνει κατά τη διάρκεια κρίσιμων φάσεων των διαπραγματεύσεων μετά το 2006. Η ονομασία «MAKEDONSKO» (MAKEΔOHCKNOT στο κυριλλικό αλφάβητο) αποδίδει ακριβώς τον προσδιορισμό της γλώσσας. Άλλωστε, το άρθρο 7 του ισχύοντος Συντάγματος (Τροπολογία V Αναθεώρησης του 2001) της γειτονικής μας χώρας, μετά την τροποποίηση/απόρροια της Συμφωνίας της Αχρίδας (2001) ορίζει ότι «The Macedonian language, written using the Cyrillic alphabet, is the official language on the whole territory of the Republic of Macedonia and in its international relations». Γιατί άραγε δεν επιμείναμε στην πιστή έστω αντιγραφή της διατύπωσης αυτής;
Αν υποθέσουμε ότι, χάριν της ισορροπίας του επιδιωκόμενου δύσκολου συμβιβασμού ακολουθήσαμε τη λογική του «δούναι και λαβείν», θα ήταν προτιμότερο να ακολουθήσουμε τον όρο «ΜΑΚΕDONSKO» στη σλαβική εκφορά του (προτάσεις Κωφού) και δη στην κυριλλική γραφή κατ’ επιταγή του Άρθρου 7 του σημερινού Συντάγματος. Αποστασιοποιούμαι από εκείνους, οι οποίοι, είτε από άγνοια είτε από προκατάληψη -κυρίως όμως από σκοπιμότητα- προσπαθούν σήμερα να πείσουν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ «MACEDONIAN και MAKEDONSKO».
Τι θα μείνει μετά από χρόνια
Αξίζει, νομίζω, να επαναλάβω ότι οι ασφαλιστικές δικλείδες, επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που περιέχονται στην παράγραφο 7 της Συμφωνίας είναι αναμφίβολα χρήσιμες, τουλάχιστον στο πεδίο των διμερών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Πεποίθησή μου, εντούτοις, είναι ότι σε μερικά χρόνια –αν υποθέσουμε ότι η Συμφωνία τελικά εφαρμοσθεί συνολικά– εκείνο που θα μείνει σε όλους και για όλους είναι η άνευ επεξηγήσεων και υποσημειώσεων αντίληψη (perception) ότι η Ελλάδα αναγνώρισε ρητώς τη μακεδονική γλώσσα. Τίποτα περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Επιπλέον, ειδικά ως προς τη γλώσσα, θα ήταν σκόπιμο και χρήσιμο να είχαμε τουλάχιστον δοκιμάσει και την έμμεση περιγραφική προσπέλαση. Για παράδειγμα, θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε προκριθεί η διατύπωση: «The official language of the Second Party is as described in Article 7 of its Constitution using the Cyrillic alphabet…». Ανέτρεξα στο Μεγάλο Λεξικό της Οξφόρδης στο λήμμα MACEDONIAN. Tα ευρήματα έχουν ενδιαφέρον. Aντιγράφω:
the South Slavic language of the Republic of Macedonia and adjacent parts of Bulgaria;
the language of Ancient Macedonia, possibly a dialect of Greek.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να επαναλάβω ότι το θεμελιώδες πολιτικό και νομικό συνάμα επιχείρημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, όλων των Ελλήνων υπουργών και όλων των διπλωματών που ασχοληθήκαμε από το 1991 και μετά με την ΠΓΔΜ και το σύγχρονο Μακεδονικό ζήτημα ήταν ότι τα δεδομένα άλλαξαν. Αυτό το σοβαρό επιχείρημα η σημερινή κυβέρνηση δεν το έλαβε υπόψη. Αντιθέτως. Πιστεύω ότι είναι κρίσιμο σφάλμα. Με σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον.