Του Maxim Samorukov, Carnegie Moscow Center

Τα ΜΜΕ παγκοσμίως μιλούν για μια νέα ήττα για τη Ρωσία: ότι το ΝΑΤΟ, έχουν ξεπεράσει την αντίσταση της Ρωσίας, για άλλη μια φορά επεκτείνεται στα Βαλκάνια, υποδεχόμενο την ΠΓΔΜ στους κόλπους της.

Σε ένα παραμυθένιο τέλος, από όλα τα 29 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα -με την οποία υπήρχαν τα περισσότερα προβλήματα- υπέγραψε συμβολικά πρώτη το πρωτόκολλο ένταξης.

Σε αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό, η Ρωσία έμεινε να διαδραματίζει τον ρόλο της κακής μητριάς που προσπάθησε να καταστρέψει τη γιορτή, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Και όπως και στα παραμύθια, το ευτυχές τέλος για την ΠΓΔΜ και το ΝΑΤΟ ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Ωστόσο η Ρωσία εξακολουθεί να υιοθετεί μια καταδικασμένη θέση.

Αυτό το περιστατικό δείχνει ότι η αντιπαράθεση της Δύσης έχει γίνει μια εγγενής αξία για την Ρωσία, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Εάν υπάρχει μια ευκαιρία να ειπωθεί κάτι, τότε θα πρέπει να αξιοποιηθεί, ακόμη και αν αυτό θα είναι άσκοπο, θα δυσαρεστήσει τους πάντες, και θα πλήξει τα συμφέροντα της Ρωσίας. Με ένα πραγματικό στυλ Ντοστογέφσκι, όσο πιο απελπισμένη είναι η προσπάθεια, τόσο πιο γλυκιά η αυτό-προκληθείσα ήττα.

Πριν από δέκα χρόνια, όταν εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ η Αλβανία και η Κροατία χωρίς κάποια ιδιαίτερη συμμετοχή της Ρωσίας, λίγοι θα μπορούσαν να είχαν σκεφτεί ότι θα συμβεί κάτι διαφορετικό με την ΠΓΔΜ. Η Ρωσία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή μοχλό επιρροής εκεί.

Αλλά το 2014, ξέσπασε η ουκρανική κρίση, καταστρέφοντας τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση, και το 2015 υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις στην ΠΓΔΜ εναντίον της κυβέρνησης του τότε πρωθυπουργού Νικολά Γκρούεφσκι. Αυτή η σύμπτωση ήταν αρκετή ώστε η Μόσχα να φέρει το αγαπημένο της θέμα των πολύχρωμων επαναστάσεων και να περιγράψει τις διαδηλώσεις ως παρέμβαση των ξένων δυνάμεων. Το γεγονός ότι η ΕΕ επαινούσε για χρόνια τον Γκρούεφσκι ως φιλοδυτικό μεταρρυθμιστή, δεν αποθάρρυνε τη ρωσική ηγεσία, ούτε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ και το κόμμα του, VMRO-DPMNE ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ.

Φυσικά, στην περίπτωση της μακρινής ΠΓΔΜ, δεν υπήρχε ζήτημα δανείων έκτακτης ανάγκης ή ειδικών επιχειρήσεων ή ακόμη ενός καταφυγίου για τον Γκρούεφσκι στη Ρωσία όπως δόθηκε στον Ουκρανό πρόεδρο Viktor Yanukovych που διώχθηκε. Αλλά τίποτα από αυτά δεν ήταν απαραίτητο στο τεταμένο κλίμα που επιβλήθηκε από την ουκρανική κρίση και την εκλογή του Donald Trump στις ΗΠΑ. Επικριτικές ανακοινώσεις από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, δημοσιεύματα στα κρατικά ρωσικά ΜΜΕ, ύποπτη δραστηριότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και μια επίσκεψη στο Κρεμλίνο από τον πρόεδρο της ΠΓΔΜ Γκίκορ Ιβανόφ -ο οποίος είναι κοντά στον Γκρούεφσκι- ήταν αρκετά για να πείσουν τη Δύση για μια ευρείας κλίμακας ρωσική παρέμβαση στην ΠΓΔΜ με στόχο να αλλάξει τον γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας.

Μετά από αυτό, δεν υπήρχε επιστροφή. Η Δύση κινητοποιήθηκε για να βοηθήσει το νέο κυβερνώντα Σοσιαλδημοκρατικό συνασπισμό στην ΠΓΔΜ και τα αλβανικά μειονοτικά κόμματα όχι μόνο να έλθουν στην εξουσία, αλλά να σημειώσουν πρόοδο στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Η Ρωσία, βαθιά αλλεργική σε οποιαδήποτε επέκταση του ΝΑΤΟ, υποχρεώθηκε να εστιάσει στην τελική διένεξη που εμπόδιζε την ένταξη της ΠΓΔΜ σε αυτά τα δύο σώματα: τη διαμάχη με την Ελλάδα για το όνομα της ΠΓΔΜ.

Ενώ η Δύση κατέβαλε κάθε προσπάθεια διαμεσολάβησης μεταξύ της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ σε αυτή τη διαφωνία, η Ρωσία επέλεξε μια τακτική που δεν επέτρεπε ούτε καν θεωρητικά, κάποια δυνατότητα επιτυχίας. Η Μόσχα ουσιαστικά πρότεινε στις δύο χώρες να μην κάνουν απολύτως τίποτα και να περιμένουν μέχρι το θέμα να γίνει λιγότερο ευαίσθητο, λες και δεν ήταν αρκετά τα προηγούμενα 27 χρόνια.

Η συμφωνία των Πρεσπών για αλλαγή του ονόματος της ΠΓΔΜ σε Βόρεια ΜαΑκεδονία, υπεγράφη από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Ωστόσο η Ρωσία συνέχισε να ασκεί κριτική στη συμφωνία ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι εξόργισε τους εθνικιστές και στις δύο χώρες.

Στην πραγματικότητα, υπήρξαν αρκετά δίκαια σημεία στην κριτική της Ρωσίας, και η συμφωνία επετεύχθη μόνο λόγω της ισχυρής πίεσης από τη Δύση. Η Συμφωνία υποστηρίχθηκε από περισσότερο από το 90% των ψήφων σε ένα μη δεσμευτικό δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ, με την προσέλευση ωστόσο να βρίσκεται μόλις στο 38% αντί του 50% που απαιτείται για ένα έγκυρο αποτέλεσμα. Η διατύπωση στο δημοψήφισμα ήταν σαφώς παραπλανητική: δεν υπήρχε καμία αναφορά στην αλλαγή του ονόματος, αλλά η ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ ήταν αυτό που υποσχόταν, με την προϋπόθεση να εγκριθεί η συμφωνία. Για να λάβει τις απαιτούμενες ψήφους στη βουλή, η κυβέρνηση των Σκοπίων υποχρεώθηκε να δώσε αμνηστία σε πολιτικούς της αντιπολίτευσης που κατηγορούνται ότι εισέβαλαν στη βουλή το 2017. Και υποχρεώθηκε ο πρόεδρος της Βουλής να υπογράψει τη νομοθεσία που αλλάζει το σύνταγμα για την μετονομασία της χώρας, αφού ο πρόεδρος Ιβανόφ αρνήθηκε να το κάνει.

Η ΠΓΔΜ είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία, επομένως τηρήθηκαν όλα τα τυπικά μέρη, αλλά η διαδικασία δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία πραγματικής συμφιλίωσης μεταξύ των χωρών. Ακόμη και στην Ελλάδα, όπου μια απλή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο ήταν αρκετή για την έγκριση της συμφωνίας, η ψήφιση της συμφωνίας οδήγησε στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού.

Εν τω μέσω τόσων περιπλοκών, η λύση θα μπορούσε να είχε παρεμποδιστεί πολλές φορές και να φύγει από τις προτεραιότητες της Δύσης -εάν δεν υπήρχε αυτή η επίμονη κριτική από τη Ρωσία. Η φανερή εχθρότητα της Μόσχας σήμαινε ότι η Δύση απέδωσε στους μηχανισμούς του Κρεμλίνου τις όποιες δυσκολίες για την ΠΓΔΜ, και αποφάσισε να μην υποχωρήσει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, επειδή το διακύβευμα είχε ξαφνικά μεγαλώσει, από εκεί που ήταν μια μικρή περιφερειακή βαλκανική χώρα, σε μια γεωπολιτική αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Και ήταν η Ρωσία που διόγκωσε αυτό το διακύβευμα.

Επιπλέον, δεν είναι σαφές ποια θα ήταν η μακροπρόθεσμη επιτυχία για τη Ρωσία. Η ΠΓΔΜ χρειαζόταν τη συμφωνία για να πραγματοποιήσει το εδώ και χρόνια όνειρό της για ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, ενώ η Ελλάδα το χρειαζόταν για να διασφαλιστεί από την αυξανόμενη τουρκική επιρροή στον Βορρά, στην ΠΓΔΜ. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχουν προτεραιότητες που θα είχαν εξαφανιστεί με μια αλλαγή καθεστώτος. Υποστηρίζοντας τους αντιδρώντες στη συμφωνία, η Μόσχα εισήλθε στην εγχώρια πολιτική και των δύο χωρών, και έχει ευθυγραμμιστεί όχι μόνο με τη μία πλευρά, αλλά με μια πλευρά που πλέον δεν θα χρειαζόταν πλέον τη ρωσική βοήθεια όταν θα βρισκόταν στην εξουσία έτσι κι αλλιώς: οι πολιτικοί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΠΓΔΜ μπορούν απλώς να ασκήσουν κριτική στη συμφωνία, και να έλθουν στην εξουσία. Τότε οι νέοι ηγέτες θα διαγράψουν τις αντί-δημοφιλείς αποφάσεις ως κληρονομιά των προκατόχων τους και θα είναι πολύ ευτυχείς να ζήσουν σε μια πιο άνετη πραγματικότητα.

Τα αποτελέσματα της ρωσικής παρέμβασης στη λύση της διένεξης, είναι θλιβερά. Η Ελλάδα, η οποία δεν απέλασε Ρώσους διπλωμάτες ακόμη και μετά το διεθνές σκάνδαλο που ακολούθησε τη δηλητηρίαση του πρώην Ρώσου κατασκόπου Sergei Skripal, έχει τώρα απελάσει δύο. Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ βλέπει τη Ρωσία ως εχθρό, ενώ η αντιπολίτευση δεν έχει πρόθεση να ταχθεί στο πλευρό της Μόσχας, και συνεχίζει να υποστηρίζει την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Η ΠΓΔΜ θα ενταχθεί στη Συμμαχία πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα περίμεναν οι άνθρωποι λίγο καιρό πριν. Όλα αυτά έχουν μετατραπεί σε άλλη μία πηγή έντασης στις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Δύση επιταχύνει την πρόοδό της, ενώ πρόσθεσε άλλη μία διεθνή πανωλεθρία στη Ρωσία και κατέστρεψε τα συμφέροντά της στην περιοχή.