Τι επισημαίνει η αμερικανική εταιρεία αναλύσεων για τις επικείμενες εκλογές στην Τουρκία & την πορεία της οικονομίας.

Από τον Sinan Ciddi, Συμβούλιο Συνεργατών του Stratfor

Όσο πλησιάζουν οι τουρκικές τοπικές εκλογές της 31ης Μαρτίου, χρειάζεται να δούμε τρεις βασικές εξελίξεις. Και οι τρεις είναι πιθανό να επηρεάσουν σημαντικά την πολιτική και οικονομική πορεία της Τουρκίας, καθώς και τη διεθνή της θέση.

Δυσαρέσκεια των καταναλωτών

Συνήθως οι τοπικές εκλογές δεν προσελκύουν το ίδιο επίπεδο εσωτερικής και διεθνούς προσοχής, όπως αυτής που έλαβαν φέτος οι εκλογές στην Τουρκία. Το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έχει χαρακτηρίσει τις εκλογές της 31ης Μαρτίου ως αυτές που θα καθορίσουν τη μοίρα και την ευημερία της Τουρκίας. Επιπλέον, οι επιδεινούμενες οικονομικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού και της υποτίμησης του νομίσματος, έχουν αυξήσει τις εντάσεις στη χώρα. Οι τιμές σε ορισμένα είδη τροφίμων αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 300-400%, γεγονός που ώθησε την κυβέρνηση του Προέδρου Ερντογάν να δώσει εντολή στους κρατικούς χονδρέμπορους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης να πωλούν προϊόντα απευθείας στους καταναλωτές. Μεγάλες ουρές κατοίκων να αγοράζουν τρόφιμα σε πολύ μειωμένες τιμές θυμίζουν τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν οι Τούρκοι έπρεπε να σχηματίζουν ουρές για να αγοράζουν βασικά είδη, όπως βούτυρο, ζάχαρη και μαγειρικό λάδι. Η κυβέρνηση λέει ότι το κράτος θα συνεχίσει να πουλάει προϊόντα χονδρικής μέχρι να γίνουν οι τοπικές εκλογές.

Για να αντιμετωπίσει περαιτέρω τον πληθωρισμό της Τουρκίας, ο Ερντογάν διέταξε τις κρατικές Αρχές να παρακολουθούν τις τιμές, επιβάλλοντας ποινές στους εμπόρους λιανικής πώλησης, οι οποίοι φέρονται να τις αυξάνουν αυθαίρετα. Δεν θα ήταν η πλήρης εικόνα, αν λέγαμε ότι αυτά θα θέματα έχουν αμαυρώσει τη φήμη του ΑΚΡ και του Ερντογάν. Το ΑΚΡ έχει μονίμως στην προεκλογική του εκστρατεία το επιχείρημα ότι αποτελεί το κόμμα ικανής διακυβέρνησης. Το ερώτημα που παραμένει είναι αν οι τιμές των τροφίμων μπορούν να ελεγχθούν ή ακόμη και να μειωθούν, έτσι ώστε η ευρύτερη δημόσια δυσαρέσκεια να μην μεταφράζεται σε ψήφους υπέρ της αντιπολίτευσης. Η απώλεια μεγάλων μητροπολιτικών δήμων, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Άγκυρα θα βλάψει ανεπανόρθωτα την εικόνα του Ερντογάν και θα εξασθενήσει τη βάση εξουσίας του.

Είναι στον ορίζοντα ένα πακέτο στήριξης

Οι μακροοικονομικοί δείκτες της Τουρκίας είναι η δεύτερη σημαντική εξέλιξη που πρέπει να δούμε. Η υποτίμηση της λίρας έχει επιβαρύνει υπερβολικά τις βιομηχανίες του ιδιωτικού τομέα της χώρας, πολλές από τις οποίες βασίζονται στις εισαγωγές για να λειτουργήσουν την επιχείρησή τους. Μέχρι τον Ιούλιο του 2019, το εξωτερικό χρέος που θα οφείλεται είναι περίπου 18 δισ. Δολάρια, που ισοδυναμεί με περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής οικονομικής παραγωγής της Τουρκίας. Αυτό δεν έχει οδηγήσει μόνο σε αριθμό-ρεκόρ τουρκικών εταιριών που έχουν καταθέσει αίτηση προστασίας από πτώχευση, αλλά ζητείται από την κυβέρνηση να λάβει πρωτοφανή μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει τη ρευστότητα, διαβεβαιώνοντας τους επενδυτές ότι η Τουρκία μπορεί να καλύψει τα χρέη της. Η επικρατούσα οικονομική άποψη στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές επενδυτικές πρωτεύουσες είναι ότι οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν πλέον να επιτευχθούν χωρίς μια άμεση διεθνή παρέμβαση.

Αν και ο Ερντογάν επιμένει στις δημόσιες συγκεντρώσεις ότι η Τουρκία δεν θα ζητήσει ποτέ ξανά άλλη διάσωση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), αυτό ενδέχεται να αλλάξει μετά τις εκλογές του Μαρτίου, όταν η Τουρκία ίσως χρειαστεί να φτάσει σε μια standby συμφωνία, ύψους 150 δις δολαρίων, απλώς για να συνεχίσει να «λειτουργεί». Στην περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, το ΔΝΤ θα δανείσει την Τουρκία σχεδόν διπλάσια από αυτά που έδωσε στην Αργεντινή για να ενισχύσει την οικονομία της. Είναι προς το συμφέρον των ευρωπαϊκών τραπεζών και των Ηνωμένων Πολιτειών να παράσχουν στην Τουρκία την απαραίτητη χρηματοδότηση για να κατευνάσουν τις ανησυχίες περί ύφεσης, καθώς οι πιστωτές της Τουρκίας έχουν παράσχει γενναιόδωρα δάνεια και θα πρέπει να ικανοποιήσουν τις ανησυχίες των επενδυτών τους ότι θα αποπληρωθούν τα υπάρχοντα χρέη. Υπάρχει επίσης το ζήτημα των ειδικών όρων. Εάν ζητηθεί από το ΔΝΤ να διασώσει την Τουρκία, ποιο θα είναι τα αντάλλαγμα που θα ζητήσει από την κυβέρνηση ως προς τα μέτρα λογοδοσίας, διαφάνειας, καταπολέμησης της διαφθοράς και λιτότητας; Είναι δύσκολο να δούμε τον Ερντογάν να ικανοποιεί μερικούς ή κάποιους από αυτούς τους όρους, δεδομένης της αδιαφανούς, που δεν δίνει λόγο σε κανέναν και πλήττεται από τη διαφθορά, κυβέρνησης που διαιωνίζει.

Σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και το Ιράν

Τέλος, η αλληλεπίδραση της Τουρκίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και το Ιράν δεν είναι ανεξάρτητη από τις εσωτερικές οικονομικές της ανησυχίες. Από τότε που οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν ότι θα αποχωρήσουν από τη Συρία, ο Ερντογάν είναι πρόθυμος να πείσει τη Ρωσία και το Ιράν για την ανάγκη δημιουργίας μιας ζώνης ασφαλείας στη Συρία – η οποία αποσκοπεί να υπονομεύσει και να αποτρέψει μια συρο-κουρδικής οργάνωση, την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Τουρκία. Στο Σότσι της Ρωσίας, την περασμένη εβδομάδα, όπου συναντήθηκαν ο Ερντογάν και ο Ιρανός πρόεδρος Χασάν Ρουχάνι για να μιλήσουν για τη Συρία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ουσιαστικά προειδοποίησε την Τουρκία ότι οποιαδήποτε τουρκική απαίτηση για μια ζώνη ασφαλείας στη Συρία θα απαιτήσει την έγκριση της συριακής κυβέρνησης. Σε αυτό το σημείο, η Ρωσία και το Ιράν ασχολούνται κυρίως με την εξάλειψη των προκλήσεων ως προς την δυνατότητα της συριακής κυβέρνησης να επιβάλει την κυριαρχία της σε ολόκληρη τη χώρα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε θα δοθεί το περιθώριο στην Τουρκία να καταδιώξει τα κουρδικά στοιχεία στη Συρία. Εάν ο Ερντογάν πρόκειται να συμμετάσχει στην ανασυγκρότηση της Συρίας και να είναι σε θέση να κάνει εμπόριο στα σύνορα, σύντομα θα πρέπει να επιλύσει τις διαφορές του με τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ αλ Ασάντ.

Αναφορικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ερντογάν συνεχίζει να βαδίζει πάνω σε ένα στρώμα πάγου, με την κυβέρνηση Trump να μπορεί να επιβάλει σημαντικά μέτρα που οδηγούσαν στην οικονομική υποβάθμιση της Τουρκίας. Η στήριξη του Ερντογάν στην προβληματική κυβέρνηση του προέδρου Nicolas Maduro αποδεικνύεται από την μεγάλη ποσότητα χρυσού που αγοράζει η Τουρκία από τη Βενεζουέλα. Οι παρατηρητές της Τουρκίας ανησυχούν ότι ο χρυσός αυτός θα μπορούσε για άλλη μια φορά να χρησιμοποιηθεί για την αγορά πετρελαίου από το Ιράν, παραβιάζοντας τις αμερικανικές κυρώσεις. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κάνουν πολύ δύσκολη τη ζωή του Ερντογάν, μη δίνοντας χρηματοδότηση από το ΔΝΤ ή επιβάλλοντας κυρώσεις, μεταξύ άλλων πιθανών μέτρων. Η Τουρκία εξαντλεί γρήγορα τις επιλογές της, όσο πλησιάζουν οι εκλογές της 31ης Μαρτίου, παρά τις διαφορετικές εμφανίσεις του Ερντογάν στις δημόσιες ομιλίες του. Ακόμη και με περιορισμένο και με όρους συναλλαγής τρόπο, εναπόκειται στην κυβέρνηση Ερντογάν να συνεργαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε διάφορα θέματα: να ανακαλέσει τη συμφωνία για την αντιπυραυλική άμυνα με τους S-400 με τη Ρωσία, να αποστασιοποιηθεί από την κυβέρνηση Maduro, να απελευθερώσει τους Αμερικανούς που τώρα κρατάει. Κάθε ένα από αυτά τα θέματα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο τέλος. Είναι λογικό για την Τουρκία να επιλύσει αυτά τα ζητήματα τώρα, προτού βρεθούν μπροστά στον Ερντογάν, ως προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, πριν η Τουρκία εξασφαλίσει ένα διεθνές πακέτο διάσωσης.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής στις 24/2/΄19