Γράφει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας
Στην περίοδο που ἐκτείνεται ἀπό τή δημιουργία τοῦ ἀλβανικοῦ κράτους ἕως τήν προσάρτησή του στήν Ἰταλία (1912-1939), ἡ συνύπαρξη θρησκευτικῶν κοινοτήτων στηρίζεται σέ μιά κοινή προσπάθεια τῶν Ἀλβανῶν νά τονίσουν τήν ἐθνική τους ταυτότητα. Στήν ἀρχή ἀκούγονται φωνές σάν τοῦ Ἰσμαήλ Κεμάλ, ὁ ὁποῖος τό 1912 γράφει: «Στό ἀλβανικό κίνημα δέν ὑπάρχει διχασμός. Οἱ Ἀλβανοί αἰσθάνονται μουσουλμάνοι καί μοναδική τους ἐπιθυμία εἶναι νά συμβάλουν στήν ἀναζωογόνηση καί πρόοδο τῆς Τουρκίας» (ἐφημερίδα τῆς Βιέννης Neue Freie Presse, 27.8.1912).
Ἐπίσης ὁ Χασάν Μπάσρι Μπέη, βουλευτής τῆς Ντίμπρα, δήλωσε στήν ἐφημερίδα Tribuna τῆς Ρώμης, 18.10.1912, ὅτι «Οἱ Ἀλβανοί δέν θά ξεχάσουν πώς εἶναι μουσουλμάνοι καί θά ὑπερασπισθοῦν τήν τουρκική αὐτοκρατορία». Ἀλλά, ἀργότερα, ὁ Ἰσμαήλ Κεμάλ ἐπισκέφθηκε (20.5.1913) τή Βιβλική Ἑταιρεία στό Λονδίνο καί τούς εὐχαρίστησε γιά τήν ἔκδοση τῆς Καινῆς Διαθήκης (σέ ἀλβανική μετάφραση τοῦ ὀρθοδόξου Κ. Χριστοφορίδη) καί πρότεινε ὁρισμένες βελτιώσεις.
Ἀναπτύσσεται ἀλβανική φιλολογία καί ὑπογραμμίζεται ἰδιαίτερα ἡ φυλετική ἐθνική καταγωγή ὡς βασικό συστατικό ἑνότητος τῆς Ἀλβανίας. Ἔτσι ἀναγκαστικά ὑποβαθμίζεται ἡ θρησκευτική συνείδηση, ἡ ὁποία στίς ἄλλες βαλκανικές χῶρες εἶχε προβληθεῖ συγχρόνως μέ τήν ἐθνική. Σύνθημα γίνεται ὁ στίχος τοῦ ποιητῆ Πάσκο Βάσα (1878): «Ἡ θρησκεία τοῦ Ἀλβανοῦ εἶναι ἡ ἀλβανικότητα». Δεδομένου ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ ἔθνους δέν μποροῦσε νά στηριχθεῖ σέ κοινή θρησκευτική παράδοση, ἔμενε μόνον ἡ κοινή καταγωγή, πού ἀνυψώθηκε στή σφαίρα τοῦ Ἱεροῦ, ἐξουδετερώνοντας ἔτσι τριβές θρησκευτικῆς φύσεως καί ἐνισχύοντας τήν εἰρηνική συμβίωση.
Η τελευταία απογραφή
Στό χρονικό αὐτό διάστημα διαμορφώνεται καί ἡ Ὀρθόδοξος Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, γιά νά περιλάβει στούς κόλπους της ὅλους τούς ὀρθοδόξους ὑπηκόους, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς ἤ γλώσσας (Ἀλβανούς, Ἕλληνες, Βλαχόφωνους καί Σλάβους). Μέσα στό γενικότερο κλίμα ἀναταραχῆς καί ἐθνικισμοῦ στά Βαλκάνια, καταβλήθηκαν ποικίλες προσπάθειες γιά νά δημιουργηθοῦν ὀξύτητες καί ἀντιπαραθέσεις μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων κοινοτήτων διαφόρου φυλετικῆς καταγωγῆς, ἀλλά τελικά ἡ πνοή τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Ὀρθοδοξίας δέσποσε.
Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀναγνωρίζοντας τό Αὐτοκέφαλο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (1937) τόνισε ὅτι «πᾶσαι αἱ ἐν Ἀλβανίᾳ κοινότητες, ἀνεξαρτήτως ἐθνότητος, μέλλουσιν ἀπολαύειν τῶν αὐτῶν ὅρων ἐκκλησιαστικῆς ἀναπτύξεως καὶ τῶν αὐτῶν δικαιωμάτων, ἅπερ ἡ Ἐκκλησία ἐφρόντισεν ἐπισήμως κατοχυρῶσαι».
Στήν περίοδο αὐτή διακρίνονται καθαρά οἱ βασικές θρησκευτικές κοινότητες τῆς Ἀλβανίας. Σύμφωνα μέ τήν τελευταία ἐπίσημη στατιστική τοῦ 1927, οἱ μουσουλμάνοι −σουννίτες καί μπεκτασῆδες− ἀποτελοῦν τό 67,5% τοῦ πληθυσμοῦ, οἱ ὀρθόδοξοι τό 22,3% καί οἱ ρωμαιοκαθολικοί τό 10%. Πρόκειται γιά τήν «τελευταία ἀπό τίς ἀλβανικές ἀπογραφές, πού θεωρεῖται ἔγκυρη ἀπό τούς εἰδικούς καί τίς θρησκευτικές κοινότητες. Οἱ σχέσεις τῶν ὀπαδῶν τῶν διαφόρων κοινοτήτων ἐξελίσσονται μᾶλλον ὁμαλά, χωρίς ὅμως νά λείπουν κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια οἱ κατά καιρούς ὑποφώσκουσες ἀντιθέσεις.
Ἡ τέταρτη κατά σειρά φάση (1939-1944) περιλαμβάνει πρῶτα τήν ἰταλική προσάρτηση καί στή συνέχεια τή γερμανική κατοχή. Σ᾽ αὐτήν τή φάση τῆς ὑποτέλειας, οἱ θρησκευτικές κοινότητες συνεχίζουν νά συνυπάρχουν, εἶναι ὅμως ἔκδηλη ἡ προτίμηση τῆς ἐξουσίας στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Παράλληλα ἀσκεῖται ἔμμεση, ὅσο καί ἄμεση πίεση στήν Ὀρθόδοξο Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας, γιά νά ὑποχρεωθεῖ νά προσεγγίσει τή Ρωμαιοκαθολική, προσχωρώντας στήν Οὐνία, ὅπως συνέβη μέ τούς Ἀρμπερέσε πού μετανάστευσαν στήν Ἰταλία σέ προηγούμενους αἰῶνες. Τό σχέδιο αὐτό ματαιώθηκε τελικά μέ τήν κάμψη τοῦ Ἄξονος.
Εποχή των απαγορεύσεων
Ἡ πέμπτη περίοδος ἐκτείνεται ἀπό τήν ἄνοδο τοῦ κομμουνισμοῦ στήν Ἀλβανία ἕως τήν κατάρρευσή του (1944-1990). Στά πρῶτα 23 χρόνια ἡ συμβίωση τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων συντελεῖται κάτω ἀπό τόν κοινό ζυγό τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος, πού διώκει ἀνελέητα τίς θρησκεῖες, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἔτσι ἐξασφαλίζει καί τήν ἐθνική συνοχή. Συχνά, μουσουλμάνοι, ὀρθόδοξοι καί ρωμαιοκαθολικοί βρίσκονται συγκρατούμενοι στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως καί καταφεύγουν σέ κοινή προσευχή.
Στα ἑπόμενα χρόνια (1967-1990) τό ἀλβανικό κράτος ἀπαγορεύει συνταγματικά νά ἀκούγεται στήν ἐπικράτεια φωνή πίστεως ἤ νά ἐκδηλώνεται μέ ὁποιονδήποτε τρόπο εὐλάβεια πρός τον Θεό. Στό βάθρο τες ὑπέρτατης ἀλήθειας, τοῦ Ἱεροῦ, τῆς θρησκείας ἀνυψώνεται ἡ μαρξιστική ἰδεολογία μέ ἀλβανική ταυτότητα: «Ἡ θρησκεία τοῦ Ἀλβανοῦ εἶναι ἡἀλβανικότητα», ἐπανελάμβανε ὁ Χότζα, δίνοντας στή φράση νέα σημασιολογική φόρτιση. Τελικά, ἡ συνύπαρξη τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στήν Ἀλβανία φθάνει σ᾽ ἕνα τραγικό σημεῖο: στήν ἄκρα σιωπή τοῦ τάφου.
Στό παρελθόν, λοιπόν, ἡ ἀπουσία ἐμφυλίων πολέμων στήν Ἀλβανία στηρίχθηκε κατά περιόδους στις ἑξῆς βάσεις: Στήν πρώτη περίοδο, στήν ὕπαρξη μιᾶς μόνο θρησκείας, τοῦ πρό τοῦ Σχίσματος Χριστιανισμοῦ. Πρός τό τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου παρατηρήθηκε μιά πρώτη διαφοροποίηση, γεωγραφικοῦ κυρίως χαρακτῆρος: ὀρθόδοξοι στόν Νότο, ρωμαιοκαθολικοί στόν Βορρᾶ. Στη δεύτερη φάση, τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τή συνύπαρξη ἐξασφαλίζει ἡ μουσουλμανική ἐξουσία.
Στήν τρίτη, τῆς ἀνεξαρτησίας, τή στηρίζει ὁ τονισμός τῆς ἀλβανικῆς καταγωγῆς καί ταυτότητος. Στήν τέταρτη, τῆς ξένης κατοχῆς, τή διατηρεῖ ἡ παραδοσιακή ἰσορροπία. Στήν πέμπτη φάση, της ἀποθεώσεως τῆς ἀθεΐας, τή συνύπαρξη σφραγίζει ὁ ἐνταφιασμός τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων.